Έχουμε την άδικη τάση να προσπερνάμε. Όχι να ξεπερνάμε, να προσπερνάμε. Έτσι, τουλάχιστον, νομίζω. Γιατί κάτι που μας στιγμάτισε, κάτι που βρήκε κάποια στιγμή μια θέση στην καρδιά μας, που έδωσε, έστω για λίγο, νόημα στην ύπαρξη μας, νομίζω, δεν ξεπερνιέται. Και προσπαθούμε, με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, να το προσπεράσουμε…
10 Νοεμβρίου… Δεν υποδέχθηκα, όπως της άρμοζε, την βροχή. Αν είχα χρόνο, περισσότερες μέρες να σπαταλήσω, θα την αγκάλιαζα. Αν ήξερα πως κάποιος θα περίμενε, πως κάτι θα έδιωχνε τη μοναξιά μιας βραδιάς που ήταν συνήθειο κάποτε να διασκεδάζεται, η βροχή θα ήταν παρέα, λόγος για αναπόληση, μουσική στην βαριά σιωπή. Τώρα όμως, ήταν εχθρός. Έκλεινε κόσμο στο σπίτι του, περιόριζε στο ελάχιστο τις βόλτες κι έτσι, έδιωχνε μακριά κάθε ελπίδα. Κρατούσα στα χέρια μου ένα κομμάτι από την καρδιά μου και μια στιγμή από κάποια παλιά τραγούδια που ένα μικρό χαρούμενο προσωπάκι συνήθιζε να τραγουδά και να χορεύει, με την ελπίδα πως θα μου δινόταν η ευκαιρία (η δύναμη, το θάρρος) να τα προσφέρω ως δώρο γενεθλίων. Και ο ουρανός καθάρισε, η βροχή έφυγε. Έφυγε, αφήνοντας στο πεζοδρόμιο λιμνούλες με πολύχρωμες αντανακλάσεις από τα φώτα των καταστημάτων. Όχι όμως με τις αντανακλάσεις από ότι ήλπιζα να συναντήσω…
Ο Νίκος ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου. Δεν τον πρόσεξα. Ήμουν απορροφημένος από αναμνήσεις, δίνοντας φανταστικές ευχές γενεθλίων. Ψάχνει διαρκώς αφορμή για πολιτική κουβέντα ( η απλά κουβέντα…) πιστεύοντας ακόμη πως με έχει σύμμαχο - και δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να του διαλύσω αυτή την ψευδαίσθηση. Ίσως να μην είναι ψευδαίσθηση - ψευδαίσθηση ήταν εκείνα τα μακρινά χρόνια που έγιναν και αφορμή να γνωρίσω το Νίκο - μόνο που πια νιώθω πως τίποτα περισσότερο απ’ όσα αισθάνομαι δεν έχουν την δύναμη να κλέψουν λίγο χρόνο από την απελπισία μου. Οι μοναξιές μας συναντιούνται συχνά – γνωρίζει εξάλλου που να με βρει – αλλά συνήθως προσπερνάμε ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας βλέμματα συνήθειας. Κάποιες στιγμές που έχει ανάγκη να προσφέρει, όπως παλιά, τις «πνευματώδεις» απόψεις του, κάθεται στο τραπέζι μου χωρίς να ρωτήσει. Δεν με ενοχλεί, στο κάτω-κάτω έτσι τον γνώρισα. Αυτός είναι. Μόνο που δεν θέλω να διαβάζει εκείνο που φαίνεται μερικές φορές στα μάτια μου σαν είναι βουρκωμένα. Γιατί δεν θέλω να ρωτήσει. Αν και νιώθω πλέον καλά αυτό που οι «τέλειοι» που είχαν εισχωρήσει στις ζωές μας, αρέσκονταν να χλευάζουν στο Νίκο, και ξέρω πως ο δρόμος της μοναχικότητας που διάλεξε, όχι από επιλογή, ήταν μονόδρομος, προσπαθώ ακόμα να προσποιούμαι πως είμαι δυνατός. Όταν δείχνεις πόσο ευάλωτος είσαι δεν σε εκμεταλλεύονται, σε αγνοούν. Είναι και ο Νίκος κάπως ευάλωτος, ίσως γιατί επιμένει να είναι αυτό που πάντα ήταν, έτσι έγινε εύκολα στόχος χλευασμού και απαξίωσης. Συμβαίνει με τους αληθινούς. Συμβαίνει απ’ όσους έχουν κάνει φύση τους την διπροσωπία. Με είχε προειδοποιήσει για την διπροσωπία. Αλλά όταν επιτρέπεις σε άλλους να διαμορφώνουν την άποψη σου για κάποιον, αγνοείς τις προειδοποιήσεις. Παραποιείς την αλήθεια.
Μου μιλούσε μασουλώντας μια λουκανικόπιτα κι εγώ παρατηρούσα χαμογελώντας (από μέσα μου) τα ψίχουλα σφολιάτας που είχαν καθίσει περήφανα στο μούσι του. Δεν ήταν τα ψίχουλα που μου προκάλεσαν αυτό το κρυφό χαμόγελο, μα η ανάμνηση: θυμήθηκα πως σου άρεσαν οι λουκανικόπιτες. Αυτές οι αναμνήσεις, όσο πικρή κι αν είναι η πραγματικότητα, πάντα προκαλούν γλυκά χαμόγελα. Ο Νίκος συνειδητοποίησε πως δεν τον πρόσεχα. Δεν έδειξε να τον πειράζει. Δεν ήθελα να τον πειράξει, ήθελα απλά να μείνω μόνος μου.
«Κατά τ’ αλλα πως πάει;» με ρώτησε. «Όλα καλά;».
«Καλά…» είπα, επαναλαμβάνοντας το αιώνιο ψέμα που απαντάμε όλοι σε αυτή την ερώτηση.Σηκώθηκε από την καρέκλα. «Πάω να πιω μια μπύρα…» είπε και έφυγε.
Πάντα ήξερε πότε έπρεπε να φύγει…
Ήθελα να ευχηθώ σε μια ανάμνηση και αυτό ήταν που αντανακλούσε την ελπίδα μα και την θλίψη στα υπολείμματα της βροχής στο πεζοδρόμιο. Ο χρόνος, περνώντας, μας κάνει σιγά-σιγά αόρατους. Μπροστά μου ήρθε και στάθηκε πριν λίγες μέρες, ότι, αυτό το βράδυ Παρασκευής, βασάνιζε τις σκέψεις μου. Εδώ, μπροστά στο ίδιο τραπέζι που καθόμουν αυτή την στιγμή, μα με προσπέρασε. Μπορούσα να ευχηθώ στην ανάμνηση, δεν μπορούσα να ευχηθώ στην πραγματικότητα. Ότι βλέπουμε να μας χαμογελά στις φωτογραφίες, σαν οι φωτογραφίες αποθηκεύονται και δεν ανανεώνονται, μας χαμογελά μόνο στο χθες. Στο τώρα, μας προσπερνά…
Έτσι προσπέρασα κι εγώ το επόμενο πρωί, χωρίς να το θέλω, την επιθυμία. Είναι βαρύ φορτίο η αγάπη και μόνο οι δυνατοί μπορούν να το σηκώσουν. Είναι παράξενο το πόσο πολύ μπορείς να πέσεις στα μάτια αυτών που αγαπάς ακριβώς γιατί τους αγαπάς. Κάνουμε σχέδια, συζητήσεις με τον εαυτό μας και προσευχόμαστε για την ευκαιρία που, σαν παρουσιαστεί, θα την προσπεράσουμε. Αργά συνειδητοποιούμε πως ότι προσπερνάμε είναι ο εαυτός μας. Ότι προσπερνάμε είναι η ζωή…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....