Το παράθυρο μένει μισάνοιχτο εδώ κι ένα χρόνο ίσως γιατί φοβάται ν’ ανοίξει περισσότερο μήπως συναντηθεί με την πραγματικότητα. Άραγε τι να συμβαίνει εκεί έξω τόσες ημέρες που έχω να κοιτάξω;
Ένας χρόνος… Δεν μπορεί να πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, δεν μπορεί να χάθηκε τόσος καιρός… Οι τελευταίοι εφτά μήνες αυτού του χρόνου ήταν ένα απάνθρωπο βασανιστήριο. Κάθε μέρα ένα τεράστιο βουνό που δεν κρατούν τα πόδια σου να το ανέβεις μα σαν κλείσει ο μήνας είναι σαν μόλις να ξύπνησες…
Δεν μπορεί να είμαι εδώ. Είμαι εκεί, σ’ ένα κρεβάτι που δύσκολα χωράω – τα πόδια μου χτυπούν συχνά πάνω στα κάγκελα κάνοντας θόρυβο- ξαπλωμένος δίπλα σε μια ζεστή αβεβαιότητα που κουβεντιάζει στον ύπνο της με φόβους και ανασφάλειες, και ονειρεύομαι…
Πέρασε μια ακόμα ζαλισμένη νύχτα, καυτή από την αναμονή, ψυχρή από το παράπονο. Μια ακόμα αφόρητα σιωπηλή νύχτα, χωρίς λογική, όπου οι μνήμες -σκιές εκεί όπου κάποτε υπήρχαν άνθρωποι- ζωγράφιζαν στίχους πάνω στον τοίχο ξεφλουδίζοντας τον. Πέρασε αυτή η νύχτα και ξαφνικά, ξημέρωσε καλοκαίρι. Καλοκαίρι θυμάμαι να πέφτω για ύπνο... Μήπως δεν κοιμήθηκα ποτέ; Μήπως ακόμη κοιμάμαι; Ξημέρωσε καλοκαίρι και η απουσία (τι παράξενο, τη μέρα ήταν πάντα πιο έντονη) έπεσε απάνω μου πιο βαριά από ποτέ, πλακώνοντας με πάνω στο νεκροκρέβατο μου. Ξημέρωσε ένα καλοκαίρι κενό, χωρίς προσμονή, χωρίς σκοπό, ένα καλοκαίρι όπου χιλιάδες κύματα μοναξιάς θα προσπαθούν να σαλέψουν μια ακίνητη θάλασσα. Ξημέρωσε καλοκαίρι μα για μένα, μόλις μπήκε ο χειμώνας…
Πόσος χαμένος καιρός… Χρόνος που δεν κερδίζεται ξανά, χρόνος που τσαλακώθηκε σαν χαρτί γεμάτο λόγια που πετάχτηκε στον κάδο των αχρήστων. Χρόνος που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, χρόνος που άξιζε προσπάθεια, χρόνος που παραδόθηκε χωρίς μάχη στην ματαιότητα μιας ταλαιπωρημένης απόφασης. Χρόνος που σαν κατάρα θα συνεχίσει να πέφτει επάνω μας ξανά και ξανά… Υγρά μάτια ανταμώνουν κάθε στιγμή παγωμένες φωτογραφίες, στεγνά χείλη πασχίζουν να μην ξεχάσουν να προφέρουν ένα όνομα, χέρια κουρασμένα που η μνήμη εξακολουθεί να κινεί… Όλο αυτό το σκοτάδι που φώλιασε χωρίς καμία ντροπή πάνω σε δευτερόλεπτα, προσπαθεί να επιβληθεί και να γίνει διαπίστωση. Σκληρή μάχη, αδυσώπητη. Με πολεμοφόδια την μνήμη, την συνήθεια και μια εγκαταλειμμένη στην τύχη της αγάπη, το φως δίνει έναν επίμονο αγώνα να παραμείνει αλήθεια. Πόσο όμως να αντέξει;
Συχνά θυμάμαι εκείνο το ανθρωπάκι που είχα συναντήσει ένα μουντό απόγευμα κάπου σε κάποια παραλία – ίσως σου μιλήσω κάποια στιγμή για αυτόν- και έκατσα λίγο μαζί του να μου μιλήσει. Ήθελε πολύ να μιλήσει σε κάποιον, το έβλεπες στα σκοτεινά του μάτια. Μετά από λίγες θλιβερές κουβέντες, ανάμεσα σε αναφιλητά και λυγμούς χωρίς ντροπή, με είχε ρωτήσει:
«Σε τι μεταμορφώνεται ο άνθρωπος όταν τα μάτια του στερέψουν πια από δάκρυα;»
«Σε κάτι πολύ κακό…» του είχα απαντήσει. Έσκυψε το κεφάλι και ένα δυνατό ρίγος τράνταξε το κορμί του σαν ηλεκτροπληξία. Ήταν φόβος. Φοβόταν αυτό που ίσως μεταμορφωνόταν αν στέρευαν τα μάτια του…
Και η «αρρώστια» εισχωρεί κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στην ψυχή. Την σαπίζει, την αλλοιώνει, την σκοτώνει… Συγκατοικεί με όνειρα, επιθυμίες, πόθους αλλά αθόρυβα επιτελεί το ύπουλο και καταστροφικό της σχέδιο. Μια σκοτεινή απειλή που κάθε μέρα πλησιάζει όλο και περισσότερο και πλέον, χωρίς τίποτα να εμποδίζει το διάβα της, χωρίς τίποτα να στέκει εύθραυστος τοίχος απέναντι της, τα βήματα της είναι πιο μεγάλα, πιο αποφασιστικά. Το παγερό της χέρι επιζητά να αγγίξει, η θανάσιμη φωνή της ψιθυρίζει φριχτές εμμονές, τα άδεια της μάτια υπόσχονται σαγηνευτικά σκοτάδια. Δεν υπάρχει αγκαλιά να την φοβίσει, αγάπη να την απομακρύνει. Με όπλα την αδιαφορία και την μοναξιά, χωρίς εχθρούς μονάχα συμμάχους, υφαίνει μεδοθικά την παγίδα της. Γλυκιά παγίδα… Αν χείλη δεν φιλούν χείλη ώστε να σταματήσει το ψέμα, αν μάτια δεν αντικρίζουν μάτια για να έχει το όνειρο σκοπό, κάθε παγίδα είναι γλυκιά. Αδυναμία να αισθανθείς, αβάσταχτη αδιαφορία, ασταμάτητη κούραση, ύπνος που μοιάζει βίαιο ξύπνημα, ξύπνημα που θυμίζει αιώνιο ύπνο… Παραίτηση. Τι νόημα έχει άλλωστε πια η προσπάθεια;
Ξημερώνει ανυπαρξία. Σκέφτομαι πως δύναμη υπάρχει όμως ξεθωριάζει η θέληση. Αν αγκαλιάσεις τους φόβους σου θα σ’ αγκαλιάσουν κι αυτοί, έτσι το όνειρο θα γίνει απλά νοσταλγία. Δεν έχει σημασία. Δεν γεννιέται νέα ζωή από το τίποτα, δεν ζει ένα όνειρο αν δεν υπάρχει πια κανείς να το ονειρευτεί. Ζεις υπομένοντας, υπομένεις προσποιούμενος πως ζεις. Αν το λάθος είναι λεπίδα που ποθεί να λαβώσει θανάσιμα, δεν έχει νόημα η στιγμή. Πώς να νικήσεις έναν φόβο που αναγεννά κάθε μέρα εδώ και χρόνια μια ανύπαρκτη ανάγκη; Πώς να ακουστείς σε αφτιά που δεν θέλουν να ακούσουν; Πώς να πείσεις πως η αδικία δεν είναι καταδίκη ενός, αλλά δύο χαμένων ψυχών; Πώς να υπάρξεις όταν ακόμα υπάρχουν πόθοι που σε βασανίζουν; Σε τι να ελπίσεις εκτός από ένα αθόρυβο κι αναίμακτο τέλος; Δεν έχει δεύτερη ζωή και είναι μάταιο να νομίσεις πως θα προσφέρεις όσα παρέβλεψες σε κάτι νέο που δικαιωματικά δεν θα κατορθώσει ποτέ να γίνει δικό σου…
Καλοκαίρι… δίχως θάλασσα, δίχως προσμονή, δίχως επιθυμία, δίχως σκοπό. Το ποτήρι άδειασε και το μόνο που απομένει να κάνω είναι να το κοιτώ ελπίζοντας πως με κάποιον μαγικό τρόπο θα γεμίσει ξανά. Δεν γεμίζει. Το σκοτάδι έρχεται και είμαι πολύ κουρασμένος για να το αντιμετωπίσω. Το σκοτάδι έρχεται και νιώθω να το καλωσορίζω. Το σκοτάδι ήρθε και δεν ξέρω πια αν φοβάμαι. Δεν ξέρω για τι, για ποιον να ανησυχήσω. Το σκοτάδι ήρθε και θέλει να με πάρει. Θέλω τόσο να δοθώ σε κάτι, που το σκοτάδι μοιάζει σαγηνευτική πρόταση. Από την άλλη, ήρθε το καλοκαίρι. Αυτό σημαίνει πως κάπου, κάπως, σε μια σκέψη ίσως, χαμογέλασες. Χαμογέλασες και ήρθε το καλοκαίρι…
"Μ’ ένα άδειο ποτήρι στο χέρι θα μένουν
αυτοί που να ζούνε μονάχα υπομένουν..."
- Θ. Αντεστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....