“Η άνοιξη είναι ο τρόπος του Θεού να πει: «Πάμε άλλη μια φορά…»...”
(R. Orben)
Μετά από μία ακόμα δύσκολη νύχτα (αυτή λίγο πιο δύσκολη από τις προηγούμενες) κι έπειτα από έναν ύπνο που δεν τον θυμόταν, ένιωσε –αν και ζαλισμένος- πως τον ξύπνησε η ελπίδα. Αρχικά ήταν η χαρούμενη γλυκιά φωνούλα ενός ανθρώπου που δεν τον γνωρίζει (δεν μπορεί όμως, κάποια στιγμή δεν θα γνωριστούν;), ένα ανθρωπάκι που φώναζε έξω από την πόρτα του τις πρώτες λέξεις που έχει μάθει και ασταμάτητα επαναλαμβάνει. Η ανιψιά του δεν ξέρει πως έχει θείο, σπάνια τον βλέπει για να τον συνηθίσει, όμως, τι παράξενο, θυμάται μια θεία (!). Εκείνη η φωτογραφία που κοσμεί χρόνια τώρα την οθόνη του υπολογιστή του, είναι συχνά ο λόγος να σηκώσει το μικροσκοπικό χεράκι της, να την δείξει με το ακόμα πιο μικροσκοπικό δαχτυλάκι της και να πει κάτι που ακούγεται σαν «Χια», μια έκφραση που στον δικό της υπέροχο κόσμο αντικαθιστά την λέξη «θεία».
Αρχικά ήταν η φωνούλα. Έπειτα η συνειδητοποίηση πως η πιο όμορφη ημέρα στην ζωή του σηματοδότησε φέτος την έναρξη της Άνοιξης. Ντύθηκε βιαστικά, προσπάθησε να καλύψει εκείνη την σκοτεινιά που έχει εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια κάτω από τα μάτια του και τόλμησε να ρίξει και μια κλεφτή ματιά σε ένα ακόμα ανθρωπάκι. Μα δεν ήταν πια ανθρωπάκι. Ήταν μια μικρή κυρία. Ότι θυμόμαστε είναι ότι υπάρχει μέχρι εκεί όπου τοποθετείται το ΣΤΟΠ στις αναμνήσεις.
Χαιρέτησε τη μικρή κυρία, χαιρέτησε και το πανέμορφο απρόσμενο και κίνησε για την αυταπάτη…
Χαιρέτησε τη μικρή κυρία, χαιρέτησε και το πανέμορφο απρόσμενο και κίνησε για την αυταπάτη…
«…θα ήταν δύσκολο. Νομίζω πως έκλεισα 2 εβδομάδες χωρίς να αλλάξω λέξη με κάποιον – εκτός δυο πολύ βιαστικών και υποκριτικών τηλεφωνημάτων- και όταν ξεχνάς τον ήχο της φωνής σου συχνά πιστεύεις πως αυτό που ξαφνικά ακούγεται είναι κάποιος άλλος. Αλλά, όπως διαπίστωσες, δεν είχα σκοπό να σε κουράσω. Είπα ελάχιστα. Άφησα εσένα να μιλάς γιατί το μόνο που επιθυμούσα ήταν ν’ ακούσω την φωνή σου. Ξέρεις, αυτό που σου λείπει περισσότερο απ’ όλα σε έναν άνθρωπο, είναι ο ήχος της φωνής του. Πόσο μάλιστα αν έχεις μάθει να τον ακούς συνέχεια…
»Δεν ήρθα ούτε νωρίς αλλά ούτε αργά. Πλέον προσπαθώ να είμαι υπομονετικός, γι’ αυτό και δεν γκρίνιαξα με την καθυστέρηση. Δυο χρόνια σχεδόν τώρα πηγαίνω συχνά στην θάλασσα και ξέρω κάθε μήνα τι ώρα περίπου δύει ο ήλιος. Άλλωστε, γιατί να βιαστούμε; Είχαμε όλη την ημέρα. Και είδες, στο έλεγα, δεν θα κάνει κρύο. Ήταν παράξενος ο καιρός σήμερα αλλά κρύο δεν έκανε. Δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο υπέροχη και γαλήνια η θάλασσα και αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ταίριαζε περισσότερο στην στιγμή. Σου έμοιαζε ακόμα πιο πολύ…
»Δεν είχε κόσμο σήμερα. Μάλλον φοβήθηκαν τον καιρό. Συνήθως γίνεται χαμός, κάτι που δεν μου αρέσει γιατί είναι πολλοί αυτοί που σε κοιτάζουν. Δεν ξέρω γιατί είχε τόσους ψαράδες, ποτέ δεν έχω δει τόσο πολλούς, ίσως κάτι είχε να κάνει με το φεγγάρι. Δεν θυμάμαι αν η πανσέληνος είναι καλή η όχι για το ψάρεμα, αλλά ελάχιστη σημασία έχει. Όταν έρχομαι μόνος μου αρέσει να χαζεύω αυτούς που ψαρεύουν γιατί η προσοχή τους είναι στα καλάμια τους και όχι στους περαστικούς. Άσε που αποτελούν σχεδόν πάντα ένα καλό θέμα για φωτογράφιση.
Εκείνη η κυρία έρχεται επίσης συχνά. Κάθεται που λες κοντά στα δικά μας αγαπημένα καθίσματα, φορώντας αυτά τα μεγάλα γυαλιά ηλίου και κοιτά μονάχα στον ορίζοντα, κάπου που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει. Ναι, το ξέρω, είναι θλιβερό το θέαμα, αλλά ξέρεις, οι λυπημένοι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται αν δείχνουν λυπημένοι. Και κανένα θέαμα δεν είναι πιο θλιβερό από την ίδια την θλίψη τους. Γι’ αυτό και δεν ήθελα να καθίσουμε ακόμα εκεί. Ας κάναμε έναν μικρό περίπατο (αργά για να μην σε κουράσω) κι ας επιστρέφαμε αργότερα στα καθισματάκια μας. Αυτή ήταν μια ευτυχισμένη μέρα και δεν ήθελα να την ακουμπήσω δίπλα στην θλίψη αυτής της κυρίας…
»Η ψύχρα εμφανίστηκε μόλις ο ήλιος άρχισε να δύει, όμως δεν μας πείραξε. Όταν έχει λίγο συννεφιά το ηλιοβασίλεμα είναι ακόμα πιο όμορφο. Αυτά τα φούξια σύννεφα έμοιαζαν με συναισθήματα γι' αυτό ο ήλιος κρυβόταν πίσω τους. Εκείνη την στιγμή ήθελα να σου πω πάρα πολλά, μα πώς να χωρέσεις τόσο χρόνο μέσα σε λέξεις; Πιστεύω πως το ηλιοβασίλεμα τα είπε καλύτερα, γιατί μπορούσε ταυτόχρονα να μιλάει και να δείχνει...
Ναι, κάποτε είχαμε κάτσει και σε εκείνο εκεί το παγκάκι που τώρα ήταν φρεσκοβαμμένο, όπως και στο άλλο με την πρασιά πίσω του, όμως εκείνα εκεί τα καθισματάκια είναι ιδιαίτερα. Γι’ αυτό επέμεινα να καθίσουμε εκεί. Δεν στο είπα, όμως κάποτε θα θυμηθείς. Εκεί ειπώθηκαν τελευταία φορά οι μεγαλύτερες αλήθειες, εκεί απαντήθηκαν με ειλικρίνεια ερωτήσεις και ανασφάλειες, εκεί δόθηκε η υπόσχεση που τηρώ ακόμα με επιμονή. Εκεί έχω περάσει πολλές ώρες τα τελευταία δύο χρόνια, πάντα εκεί κοντά στο ηλιοβασίλεμα. Γιατί όπως όμορφα αναφέρεται και στο αγαπημένο σου βιβλίο, "κάποιος που είναι πολύ λυπημένος αγαπά τα ηλιοβασιλέματα". Δεν είναι παρηγοριά, ίσως είναι συντροφιά. Δεν ξέρω…
»Γυρίσαμε λίγο πριν νυχτώσει γιατί, δεν το κρύβω, λαχταρούσα να πιω ένα τσαγάκι ή μια αρωματική μέντα! Προσπαθώ μερικές φορές να φτιάξω και μόνος μου, αλλά δεν έχει την ίδια γεύση. Ακούγεται αστείο, αλλά είναι απίστευτο το πόσο μπορεί να σου λείψει ένα φλιτζάνι τσάι...
Περίμενα και την αγκαλιά στον καναπέ, όλα όσα δεν κατάφερα να εκφράσω πόσο εκτιμούσα. Πολλά λάθη… Μα αν δεν κάναμε αυτά τα λάθη, θα ήμασταν εμείς; Αυτοί υπήρξαμε, όχι δυο άλλοι…
Περίμενα και την αγκαλιά στον καναπέ, όλα όσα δεν κατάφερα να εκφράσω πόσο εκτιμούσα. Πολλά λάθη… Μα αν δεν κάναμε αυτά τα λάθη, θα ήμασταν εμείς; Αυτοί υπήρξαμε, όχι δυο άλλοι…
Η τηλεόραση είχε τον Τροχό της Τύχης και άρχισε ο διαγωνισμός για το ποιος θα βρει τις περισσότερες λέξεις. Έχασα πάλι... Δεν θα τολμούσα ποτέ να λάβω μέρος στο παιχνίδι, όσες φορές κι αν το σκέφτηκα. Με την γκαντεμιά που με δέρνει, το παιχνίδι θα άλλαζε όνομα σε «Ο Τροχός της Χρεοκοπίας»!
Δεν θα καθόμουν για Ζούβα γιατί έπρεπε να γυρίσω να καληνυχτίσω την ανιψιά και να δω λίγο την αδερφή μου. Η σημερινή ημέρα ήταν μια ευτυχισμένη μέρα, και το «τέρας» που με κατατρώει και σκεπάζει την ψυχή μου με βαρύ παγερό σκοτάδι, κρύφτηκε στην μυστική φωλιά του, και αυτό μου έδινε το δικαίωμα να νιώσω, έστω για λίγο, χαρούμενος. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως αυτό που βιώνω δεν είναι αδιαφορία αλλά φριχτή αδυναμία ενδιαφέροντος (εσύ ξέρεις φυσικά), οπότε ας μην έδινα και σήμερα αφορμή για κρίση. Εξάλλου θα ερχόμουν ξανά σε λίγο για να χαζέψουμε την τελευταία υπερπανσέληνο. Έτσι για να κλείσει ακόμα πιο όμορφα μια ευτυχισμένη ημέρα…»
… Με βήματα αργά, κουρασμένα, έφυγε από το ένα «στέκι» για να κατευθυνθεί στο άλλο. Από την θάλασσα στο πάρκο, από την ελπίδα στην απόγνωση, από τη μοναξιά στη μοναξιά… Και αυτή η κούραση… Παλιότερα πίστευε πως οφείλεται στην αϋπνία, στις λίγες ώρες ύπνου ή χαλάρωσης. Τώρα ήξερε. Ήταν το «τέρας». Υπήρχαν μέρες που χωρίς καμία εμφανή αιτία, δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Τα έσερνε απλώς σε μια τραγική παρωδία περπατήματος, μα δεν γινόταν αλλιώς. Τόσα χρόνια, μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, έναν προορισμό είχε.
Κάθισε εκεί που στιγματίστηκε η ζωή του, ενώ πίσω του, στην περιφραγμένη παιδική χαρά, κάτι νεαρά κορίτσια χασκογελούσαν σχολιάζοντας τα αγόρια στην τάξη τους. Οι κλασικοί θαμώνες που βρίσκουν ευκαιρία όταν ερημώνει το πάρκο και η παιδική χαρά για να βγάλουν βόλτα τα σκυλάκια τους ήταν πάλι εκεί. Κάποιοι πλέον τον χαιρετούσαν. Οι ίδιοι δεν τον γνώριζαν αλλά τον είχαν μάθει τα σκυλιά τους. Σε λίγο θα έσκαγε μύτη και η «φιλενάδα» του, μια μαύρη γάτα με άσπρες βούλες στην ράχη και το κεφάλι της, που όταν δεν την ταΐζε κάποιος από το διπλανό μικρό σούπερ μάρκετ, ερχόταν στο παρκάκι νιαουρίζοντας, αναζητώντας συντροφιά. Είχαν την ίδια ανάγκη. Το μόνο περισσότερο που ήθελε ήταν μια μικρή ανταπόδοση στα χάδια του, αλλά αυτό δεν γινόταν. Θα ήταν ωραίο όμως να χαϊδεύουν και οι γάτες εμάς…
Έστριψε ένα τσιγάρο και με την γάτα να γουργουρίζει δίπλα του επάνω στο παγκάκι, άνοιξε το κινητό του. Ήταν ώρα για φωτογραφίες. Τόσο πολλές… Εκατοντάδες αναμνήσεις στριμωγμένες σε λίγα gigabytes μνήμης. Όλη του η ζωή. Αγκαλιές, χαμόγελα και μικρά λαμπερά προσωπάκια. Και δυο μάτια θάλασσες. Έπειτα μηνύματα, φαντάσματα, υποσχέσεις, πόνος… Και η μοναξιά να νοτίζει το γρασίδι του πάρκου. Πέρασε μια ώρα χωρίς να το καταλάβει. Ήταν η απόλυτη σιωπή που τον επανέφερε στην πραγματικότητα από την θαμπή χώρα των αναμνήσεων. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει τόση σιωπή στο πάρκο. Ψηλά στον ουρανό, η πανσέληνος πάσχιζε να ξεφύγει από μερικά σύννεφα που επιθυμούσαν να την αγκαλιάσουν, για να βάψει με την λάμψη της ασημένια την ζωή. Ήταν όμορφη. Αυτό ίσως ήταν που πονούσε περισσότερο…
Σηκώθηκε να φύγει. Δεν θα ερχόταν κανείς. Έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει ανοιχτή την κάβα (η νύχτα είχε ακόμα πολύ δρόμο), αλλά πρώτα η απαραίτητη καληνύχτα. Δεν πέρασε ούτε μια βραδιά χωρίς αυτή την καληνύχτα. Ούτε θα περνούσε.
Έσκυψε το κεφάλι (ήταν πολύ βαρύ απο τις σκέψεις για να το κρατά όρθιο) και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Το φως από το ανοιχτό παράθυρο προσπάθησε ξανά να τραβήξει βίαια ένα δάκρυ από τα μάτια του. Όμως δεν θα το άφηνε να κυλήσει..H σημερινή μέρα ήταν μια ευτυχισμένη μέρα…
© Notis 2019 (Ιστορίες που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....