crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Θα 'θελα να 'μουν εκεί...


Όταν δεν μπορώ να βρίσκομαι εκεί όπου επιθυμώ να βρίσκομαι, εκεί που βρίσκεται η καρδιά μου, μπαίνει σε λειτουργία ο μοναδικός μηχανισμός που απέμεινε να δουλεύει ακόμη καλά: η φαντασία μου! Κλείνω τα μάτια για να δω με την καρδιά και, για λίγες στιγμές, μέρη, άνθρωποι, σπίτια, ήχοι, παίρνουν σχήματα οικεία, τις μορφές της λαχτάρας και της επιθυμίας. Τα ταξίδια που κάνουμε με το νου είναι μερικές φορές πιο αληθινά, γιατί τα συνοδεύει πάντα η επιθυμία…

Είναι μεσημέρι, η ζέστη ανυπόφορη, η σιωπή απόλυτη και κοιτάζω τον ανεμιστήρα… Από την στιγμή που τον έβγαλα από εκεί που ξεχειμώνιαζε, δεν έχω τολμήσει να τον αγγίξω, γιατί κάθε φορά, με κάθε άγγιγμα, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μου ολοζώντανες εικόνες – σαν εκείνα τα μέντιουμ στις ταινίες όπου ακουμπώντας ένα αντικείμενο, βλέπουν στιγμές από το μέλλον η το παρελθόν. Έχει κάνει πολλά ταξίδια ο παλιόφιλος ο ανεμιστήρας. Ακόμα και τις πικρές φορές που δεν του επιτράπηκε να δείξει την αναμφισβήτητη αξία του, περίμενε υπομονετικά μέσα στο αυτοκίνητο, με την ελπίδα πως θα βρεθεί ξανά στο αγαπημένο του σπιτάκι. Νιώθαμε τώρα, αυτή την στιγμή, την ίδια ανάγκη: θέλαμε να προετοιμαστούμε μία ακόμη φορά για το ταξίδι που τόσο ποθούμε να κάνουμε…

Προσφέρει απλόχερα δροσιά και τα μεσημέρια, αναλαμβάνει τον ρόλο του «απομακρυντή» λαχταριστών οσμών μαγειρικής (όπως αβγά τηγανιτά με πατάτες - δεν ενοχλούσε τότε η "τηγανίλα"), ακούγοντας καβγάδες και γέλια, παρακολουθώντας πειράγματα και αγκαλιές. Αν και είχαμε την υπέροχη τύχη να απολαύσουμε βραδινό ύπνο νανουρισμένοι από τη μουσική των κυμάτων, ήρθαν και νύχτες με τουριστική φασαρία και η τζαμαρία που χώριζε το πιο όμορφο μπαλκονάκι στον κόσμο από την πιο γλυκιά καμαρούλα στον κόσμο, έπρεπε να κλείσει, να αναλάβει δράση το air condition και να ξεκουραστεί λίγο ο ανεμιστήρας. Νωρίς το πρωί, καθώς ο ήλιος ξεμυτίζει εντυπωσιακός πίσω από τα στενά της Μυκάλης, ξαφνική ζέστη πυρώνει το μικρό ράντζο δίπλα στην τζαμαρία αναγκάζοντας σε πολύ πρωινό ξύπνημα. Το air condition κλείνει, το παράθυρο ανοίγει και η καμαρούλα υποδέχεται την δροσερή αύρα του πρωινού, τους ήρεμους ήχους του χωριού που ξυπνά και το άρωμα της θάλασσας. Το ράντζο αδειάζει για να γεμίσει το ντιβανάκι και ακολουθεί ένα γλυκό, αισθησιακό χουζούρι. Μόλις ο ήλιος ψηλώσει αρκετά, πλένουμε τα πρόσωπο μας (γιατί δεν λέμε ποτέ Καλημέρα αν δεν πλύνουμε πρώτα το πρόσωπο μας!) και ο ανεμιστήρας μπαίνει ξανά σε λειτουργία, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός πεντανόστιμου πρωινού (καφές, μερέντα και κρουασανάκια), και αυτό που το κάνει τόσο νόστιμο δεν είναι η γεύση του, αλλά η συντροφιά…
     Αυτό που σε κάνει να αγαπήσεις ένα μέρος που ποτέ δεν ήξερες, είναι ο άνθρωπος, όχι το τοπίο. Όσα βλέπεις μέσα από τα μάτια του άλλου καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο χώρο στην καρδιά σου, γι’ αυτό και το κενό που αφήνουν αν τύχει και χαθούν, είναι αφόρητα μεγάλο. Δεν έχει σημασία αν η παραλία είναι σαν αυτές τις τροπικές με τα καταγάλανα νερά και τους φοίνικες, αν το μέρος έχει την νοσταλγική γραφικότητα μιας εποχής πιο απλής και ρομαντικής η αν μπορεί να συγκριθεί με κάποιο άλλο, σημασία έχει να είσαι εκεί που θέλεις να είσαι, με εκείνον που θέλεις να είσαι. Σημασία έχει ένα φωτάκι στην κουπαστή, μια συσκευή που υποτίθεται πως απομακρύνει έντομα και τρωκτικά, ένα mp3 player που ανυπομονεί να προσφέρει μουσική, ένα καπέλο αγορασμένο να φοριέται μονάχα εκεί, ένα «ταπεινό» γεύμα - ένα βαζάκι pesto - χωρίς ειρωνείες για το κοινότυπο του μενού και οι τηγανίτες της θειας Καλλιοπής, ένα σπιτάκι που θα μεταμορφώνεται πάντα σε ευτυχισμένο Χομπιτόσπιτο, ή ένας ανεμιστήρας πρόθυμος να φέρει σε πέρας την δουλειά που του έχει ανατεθεί… Όλα εκείνα τα μικρά που, σε στιγμές αναπόλησης, αποδεικνύουν το πόσο μεγάλα είναι…

Πολύς κόσμος έχει συγκεντρωθεί απόψε για να απολαύσει το φεγγάρι. Θυμάμαι τις χρονιές που βοηθούσα τους άλλους σαν έφευγαν τρέμοντας κρυφά τον πόνο του επερχόμενου κενού, τις ταπεινές λιχουδιές αγάπης που προσέφερα για συντροφιά στο ταξίδι κρύβοντας σε αμήχανα χαμόγελα τα αλλεπάλληλα σφυροκοπήματα στην καρδιά, τις «περιπολίες» που έκανα κάτω από σπίτια με σφαλιστά παράθυρα για να μην σκεπάσει με το σκοτάδι της η μοναξιά αγαπημένες συνήθειες, και παρατηρώ δειλά τον κόσμο.  Άραγε υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα; Η επιθυμία εισχωρεί στην ψυχή μου μαζί με τις νότες των μουσικών δρόμου. Κάθομαι σε ένα βράχο για να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στην αγαπημένη μου θάλασσα (κάποτε με την πρώτη βουτιά πάντα την χαιρετούσα και με την τελευταία πάντα της υποσχόμουν πως «θα τα ξαναπούμε»), την θάλασσα που έχω πια χρόνια ν’ αγγίξω, και στρέφω το βλέμμα μου όσο πιο μακριά στον ορίζοντα μου επιτρέπει η νύχτα. Προσπαθώ να προσανατολιστώ, πασχίζω να φθάσω με την καρδιά μου στην άλλη άκρη του πελάγους…

Νύχτα στην παραλία… ρεμβάζοντας σε νοτισμένες ξαπλώστρες, χαζογελώντας, κάνοντας όνειρα - δεν θέλεις να σηκωθείς και κανείς δεν σε αναγκάζει να σηκωθείς - παραδομένος σε πονηρά χάδια, κλείνοντας σφιχτά όλη την ζωή σε μια αγκαλιά, η σελήνη εμφανίζεται πανέμορφη, ονειρική, δημιουργώντας ένα κόκκινο μονοπάτι πάνω στο νερό που θαρρείς πως αν το ακολουθήσεις θα σε φέρει στην στιγμή κοντά της...
     Στο Mare Deus που έχει κλείσει για τη νύχτα, αλλά κανείς δεν τολμά να ενοχλήσει την ερωτική μαγεία της στιγμής (καθίστε όσο θέλετε, είπαν)… Στο Βάρκα, είτε για επικές μάχες τάβλι τις «δύσκολες» ημέρες (είναι γνωστό πως δεν κερδίζει ο καλύτερος αλλά ο κωλόφαρδος!), είτε ακούγοντας τις νύχτες ιστορίες του Νικηφόρου από το παρελθόν, ταΐζοντας ταυτόχρονα πατατάκια τις ζαργάνες… Στο Paradise beach που το βαθύ σκοτάδι ανησυχεί αρχικά αλλά στο τέλος παραδίδει κάθε φόβο στην απόλαυση και το ονειροπόλημα… Στο πεζούλι πίσω από το άγαλμα του Πυθαγόρα, κουβεντιάζοντας ανέμελα μπροστά στα πολύχρωμα φώτα στο Ρεματάκι… Στις ξαπλώστρες στον Ταρσανά, για λίγες υπέροχες προσωπικές στιγμές μακριά απ’ όλους, με τα τραγούδια ψιλομεθυσμένων μουσικών από την διπλανή ταβέρνα ν’ ακούγονται είτε αστεία είτε μελαγχολικά… Στο νοσοκομείο, χωρίς παράπονα, για να ακούσω ξανά και ξανά την γιαγιούλα να διηγείται τις ίδιες πάντα ιστορίες που της έλεγε όμως μ’ ένα τόσο φωτεινό χαμόγελο… Στη Μυκάλη για νυχτερινό ψάρεμα, ουζάκι και αχινοσαλάτα, και με χιλιάδες λαίμαργα κουνούπια να προσπαθούν να διαταράξουν ερωτικά παιχνίδια… Στο Μετέωρον που είχε πάντα δροσιά και χρειαζόσουν ζακετούλα, ατενίζοντας από ψηλά τα φώτα του αεροδρομίου, γευόμενοι νόστιμες και συμφέρουσες οικονομικά, ποικιλίες… Στο Κάστρο με τ’ άπειρα όνειρα αποτυπωμένα στα τείχη του, δίνοντας ειλικρινείς υποσχέσεις κοιτάζοντας την αχλή στον ορίζοντα από την υγρασία και τα φώτα του Ηραίου που μας καλεί επιτακτικά να πάμε ξανά κοντά του, γιατί εκεί περιμένει η αλήθεια… Στο Music Festival, με την μικρούλα πάνω στους ώμους μου να εκστασιάζεται με τον Μαραβέγια, το λογότυπο του Psycho Radio να καμαρώνει στην οθόνη πίσω από τους Stereo Mcs, την γιαγιούλα να χορεύει όταν οι Locomondo τραγουδούν το Πλατανιώτικο Νερό, τους Gad να κερδίζουν τη «μάχη» ανάμεσα στη μουσική τους κι ένα δείπνο στην ταβέρνα με συγγενείς, τα ποδαράκια να κουράζονται την ώρα που οι Stranglers ανεβάζουν την ένταση και ψάχνω απεγνωσμένα μία καρέκλα… Στο Pappa Beach το δειλινό, κάνοντας αστεία στην γλυκιά ζάλη του ούζου και όμορφα σχέδια στην μαγεία της θάλασσας… Στον Λουκά με την μαγευτική του θέα, ένα υπέροχο πρωινό, νερό από την πηγή - που σύμφωνα με τον θρύλο χαρίζει αιώνια αγάπη - στον δρόμο για Μανωλάτες, στην Τσαμπού για μια αναμέτρηση με τα μεγάλα κύματα, και στις Μπλε Καρέκλες για μουσακά… Στην Κέρβελη από το πρωί ως το βράδυ, με τον ουρανό να φτιάχνει αστερισμούς υποσχέσεων και το όμορφα άγριο σκοτάδι της επιστροφής να προκαλεί αισθησιακά καρδιοχτύπια… Στο Κοκκάρι για καφέ και κρύο τσάι (χωρίς παγάκια) γελώντας ασταμάτητα - το επέτρεπε τότε η ζωή – και στο Café Del Mar για mojito μπροστά στην θάλασσα… Και στο πιο όμορφο μπαλκονάκι του κόσμου (κάτι μπορούσε τελικά να μπει από το παράθυρο και να μας βγάλει τα μάτια, αλλά δεν ήταν οι γάτες αυτό…) με το φωτάκι τοποθετημένο πολύ προσεχτικά  πάνω στη ξύλινη κουπαστή του όχι με σκοπό να προκαλεί χαμόγελα, αλλά σαν μικρός φάρος αγάπης να δείχνει τον δρόμο για να ξαναγυρίσουμε… Οπουδήποτε η ευτυχία υπάρχει γιατί μπορείς να την μοιραστείς. Και με το φεγγάρι να τραγουδά με ασημένιες νότες: Δεν λέω πως είναι εύκολο, λέω μόνο πως αξίζει…
     Είναι το καλοκαίρι, που το εκτιμάς περισσότερο σαν δεν το έχεις, το καλοκαίρι που μπορεί να αναγεννήσει την ελπίδα άλλα και να θρέψει – αν δεν προσέξεις -  την πλάνη. Είναι στιγμές… Στιγμές που όταν δεν υπάρχει κανείς να τις νοθεύει, λένε πάντα την αλήθεια…

Ο δρόμος της επιστροφής είναι πάντα δύσκολος, πάντα κουραστικός, ιδιαίτερα από το σημείο που θα ειπωθεί η επιμελώς τηρούμενη, «Καληνύχτα». Μετά είναι συνέχεια ανηφορικός. Για λίγο όμως, το πεζοδρόμιο είναι λιθόστρωτο… Για λίγο, υπάρχουν μικρά μαγαζάκια όπου χαρούμενοι άνθρωποι πίνουν ποτό ή τρώνε… Για λίγο αυτά τα μαγαζιά είναι κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο και οι μουσικές τους μπερδεύονται σε ένα πολύχρωμο πανδαιμόνιο… Για λίγο κάθε άνθρωπος που συναντώ δεν είναι άγνωστος, τα πρόσωπα τους είναι τόσο οικεία που με διακατέχει μια έντονη παρόρμηση να τους μιλήσω… Για λίγες στιγμές, βρίσκομαι εκεί που βρίσκεται η καρδιά μου…

Η καθιερωμένη βραδινή βόλτα (χέρι – χέρι, πάντα) ξεκινά παίρνοντας με χαρά τις σακούλες με τα σκουπίδια (σαν δώρα που προσμένεις με λαχτάρα όλη μέρα), με μια καλησπέρα στον κυρ Βαγγέλη που πάντα ανταποδίδει κι ας μην είναι απόλυτα βέβαιος ποιος του μίλησε και ανταλλάσσοντας λίγες λέξεις με τη θεία Μπιμπή - που την σκέφτομαι πάντα καθισμένη μπροστά στην πόρτα της να καθαρίζει αμπελοφάσουλα και να ποτίζει τους βασιλικούς της, Είναι μια βόλτα αναζήτησης λίγου «προσωπικού χρόνου και χώρου», ο τρόπος να βρεις ξανά αυτό που έχεις και βλέπεις να χάνεται μερικές φορές μες την «βαβούρα». Η στιγμή να νιώσεις ελεύθερα όσα αισθάνεσαι…
     Το πέταγμα των σκουπιδιών, είναι μια ιεροτελεστία, που για να επιτευχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο θέλει δύο (αν και μερικές φορές, την ανάγκη προσωπικού χρόνου «διαταράσσει» η ανάγκη να κρατήσω με το χέρι που είναι αδειανό ένα ακόμα χεράκι, πιο μικρό αυτό, πιο αφράτο, πιο «ταραχοποιό», τόσο αγαπημένο…). Η ανηφορική και γεμάτη σκαλοπάτια διαδρομή, αν και κουραστική, έχει λατρευτεί, γιατί περνά από το μικρό και ταπεινό εκκλησάκι του Άη Νικόλα που, ακριβώς επειδή είναι μικρό και ταπεινό, εμπνέει αγάπη και σεβασμό (γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους;) και γιατί, μετά τα απότομα σκαλοπάτια, περνά από το δρομάκι που πάντα θα σταματήσουμε αναπολώντας, να κοιτάξουμε την σκοτεινή αυλή του σπιτιού που μας φιλοξένησε την πρώτη φορά στο νησί, όπου στο νυχτερινό αέρα, μαζί με τα νυχτολούλουδα, πλανιέται ακόμα το άρωμα από εκείνη την αξέχαστη πρώτη φορά… Σταματάμε για λίγες ανάσες κοιτάζοντας το χωριό από ψηλά και μετά, φθάνουμε επιτέλους στους κάδους απορριμάτων (εκεί κοντά είχα «φάει» την πρώτη και μοναδική μου κλίση για παράνομο παρκάρισμα) που ακόμα και αυτοί, παρά την δυσωδία, είναι αγαπημένοι! Πως μπορείς να μην αγαπήσεις με όλη σου την καρδιά κάτι που κάποιος με αγάπη σου έδειξε;
     Έπειτα κατεβαίνουμε τον δρόμο με τις πέτρες που γλιστράνε και οδηγεί στο λιμάνι, εκεί όπου θυμάμαι ακόμα το γοητευτικό μαγαζάκι με τα χειροποίητα κοσμήματα και τον υπάλληλο που, καθισμένος έξω σε μια καρέκλα, άκουγε ψιλοφτιαγμένος, Bob Marley. Περπατώντας στα λιθόστρωτα δρομάκια, χαζεύοντας βιτρίνες με πράγματα που ίσως αγοράσεις, βαδίζοντας αργά, νωχελικά, γιατί τίποτα δεν σε βιάζει και η ζωή ακολουθεί εκείνη την στιγμή τον ρυθμό που πρέπει να έχει, χαιρετώντας γνωστούς και χαμογελώντας σε άγνωστους, σταματώντας στο Orange για παγωτό, στον Χαλαρά για μπουγάτσα ή στον σταθμό για κρέπες, παρατηρώντας τον κόσμο στα μπαρ και τα εστιατόρια, κοιτάζοντας πολυτελή κότερα, χρωματιστές ψαρόβαρκες και τον γραφικό καπετάνιο που κάθε χρόνο ταΐζει με ένα μπιμπερό μικρά κατσικάκια, κάνοντας όμορφα σχέδια για την ζωή - γιατί η στιγμή γεννά ελπίδα, σταματώντας να αγοράσω ένα μπουκάλι σούμα και να χαμογελάσουμε με τις γάτες που περιμένουν υπομονετικά μεζέ από τους ψαράδες, ξαποσταίνοντας λίγα λεπτά στο παγκάκι στην άκρη του λιμανιού - εκεί που η θέα του χωριού είναι μαγική, στο ξεχωριστό «μπαλκόνι» μπροστά στο απέραντο γαλάζιο κοιτάζοντας πάντα προς την πλευρά του Ηραίου, καταλήγοντας στο αγαπημένο Ευ Ζην, που αγαπήθηκε όχι τόσο για την ομορφιά ή την ποιότητα του, αλλά γιατί έτσι αγαπημένο μου συστήθηκε από τότε που καθόμασταν στην μικρή του ταράτσα με τις όμορφες πινελιές που θύμιζαν Putumayo και τις ανάλογες φυσικά, μουσικές...
    Κάθομαι κρυμμένος απέναντι από το μαγαζί καμαρώνοντας γεμάτος υπερηφάνεια την «πωλήτρια»… Δεν επιτρέπω ποτέ, όσο κι αν αργήσει, ένα κουκλάκι να κάτσει μόνο του στο τραπέζι…  Επιστρέφω τρέχοντας από την θάλασσα το απόγευμα προσπαθώντας να γίνω ένα γλυκό ξυπνητήρι… Παρακολουθώ αχόρταγα ένα κοιμισμένο προσωπάκι που μιλάει και τινάζεται στον ύπνο του, επιχειρώντας να πω με το νου μου όσα δεν μπορώ να πω με λόγια… Επιμένω (πιεστικά) να μοιραστώ οτιδήποτε πρόσεξα μόνο και μόνο γιατί το ‘νιωσα ν’ αγγίζει την ψυχή μου…
     Βιώνω την πιο όμορφη ρουτίνα, και με κάνει να συλλογιέμαι πως έτσι πρέπει να είναι η ζωή, πως με λίγη τύχη ίσως μπορέσει να είναι έτσι (και την αναζητώ σαν τρελός αυτή την τύχη, την εκλιπαρώ να μου σκάσει πάλι ένα χαμόγελο σαν εκείνο που με έφερε κάποτε κοντά σου, σαν αυτό που με έφερε μαζί σου στο νησί…)...
    
Αργά τη νύχτα στο μπαλκόνι, σε μια πόλη που έχει κυριολεκτικά και μεταφορικά αδειάσει, έστω κι αν την απειλούν πανδημίες και πόλεμοι, το φεγγάρι πασχίζει να περάσει το φως του ανάμεσα από δυο κακάσχημα μεγαθήρια που υψώθηκαν χωρίς κανείς να το καταλάβει και κατοικήθηκαν χωρίς κανείς να το προσέξει. Βρίσκομαι (με τον πόθο μιας ευχής να προστάζει τα δάχτυλα να πληκτρολογήσουν το μήνυμα) μπροστά σε μια συλλογή αναμνήσεων και επιθυμιών. Πάνω στο τραπέζι (ανάμεσα σε ένα μπουκάλι που κάποτε είχε σούμα - τώρα κάτι άλλο, σε έναν κύβο του Ρούμπικ που το αίνιγμα του πονάω πολύ για να επιχειρήσω ξανά να λύσω, το μικρό κουτί ταξιδιού που μέσα του περιμένουν ακόμα «χρήσιμα αντικείμενα» (φιδάκι για κουνούπια, σουγιάς, συσκευή απομάκρυνσης κατσαρίδων και ποντικιών, ένα μπουκάλι μπλε οινόπνευμα, παλιά αποκόμματα εισιτηρίων πλοίων και συναυλιών, cds με εκατοντάδες mp3s, ένας φακός, ένα πολύμπριζο…), κι ένα τσαντάκι – ολόιδιο με το αγαπημένο πρώτο - που το έχω δίπλα μου (δεν το έχω φορέσει ακόμα γιατί θέλω να το δεις - το ψαχουλεύω ακόμα μήπως βρω κάποιο χαρτάκι κρυμμένο) για να ‘χω την ψευδαίσθηση πως παίρνω κάθε χρόνο δώρο), βρίσκεται ένα τουριστικό βιβλιαράκι ανοιχτό στην σελίδα με τον χάρτη του νησιού. Σημειωμένες πάνω του είναι οι τοποθεσίες όπου δεν έχω ακόμα βρεθεί. Μπροστά στα πόδια μου – δεν ξέρω πως βρέθηκε εκεί - είναι το σακίδιο με τα ηχεία και το γουφεράκι, ενθύμιο όλων εκείνων των όμορφων στιγμών που συνοδεύονταν πάντα από μουσική (μουσική που όμως έπαψε ξαφνικά να ακούγεται, αν και τα ηχεία ή τα cds δεν έπαψαν ποτέ να πραγματοποιούν το ταξίδι). Ένα σακίδιο που θέλω ν’ ανοίξω επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, να συνδέσω τα ηχεία με τον υπολογιστή (ο ενισχυτής  χάλασε ξαφνικά την τελευταία φορά που γύρισα από το νησί – όπως τα πάντα - και από τότε ακούω μόνο με ακουστικά) αλλά δεν το κάνω, γιατί ξέρω πως η μουσική δεν θα ακούγεται πια ίδια…
     Εκεί, στο σκοτάδι, προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσω για μια ακόμη χρονιά τις πιο δύσκολες μέρες του Αυγούστου (πάντα δεν στεναχωριόμουν τόσο για τη μοναξιά της δικής μου γιορτής όσο γιατί δεν βρίσκομαι εκεί να γιορτάσω την δική σου) αποκοιμήθηκα…

Σηκώθηκα όσο μπορώ πιο αθόρυβα από το κρεβάτι μη θέλοντας να διακόψω έναν ύπνο που έδειχνε τόσο αξιαγάπητος, και κατέβηκα την σκάλα βαδίζοντας ξυπόλητος, στις μύτες των ποδιών. Τον καφέ μου, για να μην ξυπνήσω κανέναν, τον έφτιαξα ψιθυριστά! Χωρίς μηχανάκι ανάδευσης, χτυπώντας τον στο σέικερ, κλεισμένος μέσα στην τουαλέτα! Έτσι τον φτιάχνω κάθε πρωί, αφήνοντας τα παγάκια σχεδόν να λιώσουν πριν τα βγάλω από την θήκη τους για να αποφύγω αυτά τα ενοχλητικά κρακ – κρακ που μέσα στην ησυχία ακούγονται σαν πιστολιές. (Δεν είναι παράξενο πως όσο περισσότερο σέβεσαι τόσο λιγότερο σε σέβονται;).Έπειτα, σαν έμπειρος διαρρήκτης, άνοιξα επιδέξια την εξώπορτα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο (υπακούοντας όσο περισσότερους «κανόνες» μπορούσα να θυμηθώ - γενικά ήταν πολλοί οι κανόνες, σε όλα τα σπίτια), και βγήκα στην αυλή. Η πρωινή δροσιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις και τόσο ευχάριστη. Την έχει αυτή την ιδιότητα η κληματαριά (που δεν ήθελες ποτέ να ξεριζωθεί…): η σκιά της, αντίθετα με οτιδήποτε άλλο, είναι πάντα δροσερή.
     Σκουπίζω – όπως κάθε πρωί – επιμελώς την αυλή, καθαρίζω με το βετέξ δίπλα στην βρύση, τις πλαστικές καρέκλες, τακτοποιώ χαμογελώντας τα ζωγραφισμένα βότσαλα στο πεζουλάκι, ισιώνω (συνωμοτικά) το πλαστικό πλέγμα στο παρτέρι για να μην φανεί πως το είχαν διαρρήξει οι γάτες τη νύχτα, και κάθομαι τέλος στην αγαπημένη μου θέση να πιω τον καφέ μου. Χαζεύω μαγεμένος το τρελό παιχνίδι που έχουν στήσει τα μικρά γατάκια κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας τους και σκέφτομαι πως όλα τα παιδιά, σε οποιοδήποτε είδος του ζωικού βασιλείου κι αν ανήκουν, είναι παντού ίδια! Καλημερίζω γείτονες, περαστικούς και την Αγγελικούλα που σκουπίζει το πεζοδρόμιο, νιώθοντας κάτι σα ντροπή για την ευτυχία μου, και, περιμένω… Χωρίς καμία ανυπομονησία αλλά με εκείνη την γλυκιά αναμονή που νιώθεις όταν κάτι μοιάζει σίγουρο και με την πεποίθηση πως αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, όλη σου την ζωή, περιμένω…  

Περιμένω να ξυπνήσεις…


©Notis, Αύγουστος 2020 (Ιστορίες που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν)



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com