Ένα τραγούδι… Τόσα χρόνια, τόσες στιγμές, τόσα όνειρα, ένα τραγούδι… Η μελωδία του σε κάνει να χαμογελάς αλλά και να δακρύζεις. Ένα τραγούδι που πάντα έλεγε όσα δεν ειπώθηκαν, που έδινε όσα δεν κατόρθωναν να δοθούν. Ένα τραγούδι. Δεν έχω κάτι άλλο…
Μένουμε σπίτι… Τι παράξενο… Αναρωτήθηκες πως ακούγεται αυτό σε κάποιον που χρόνια τώρα το μόνο που κάνει είναι να μένει σπίτι; Σκιές σε φωτισμένα παράθυρα, καβγάδες και γέλια, μοναξιά, απόγνωση, ανησυχία, ανευθυνότητα, φόβος. Μένω σπίτι κοιτάζοντας τοίχους που έχουν βαρεθεί να με βλέπουν, παρατηρώντας φωτογραφίες που σταματάνε τον χρόνο, διαβάζοντας βιβλία που έχουν διαβαστεί άπειρες φορές, ακούγοντας τραγούδια που υγραίνουν τα μάτια. Μένω σπίτι χάνοντας τη μόνη παρηγοριά που έκανε υποφερτά τα απογεύματα: τις άσκοπες (η σκόπιμες κάποιες φορές) βόλτες. Εσύ Μένεις Σπίτι;
Υπολογιστής ανοιχτός, τηλεόραση ανοιχτή, ασταμάτητα βλέμματα στο τηλέφωνο. Κουραστική συντροφιά ο υπολογιστής, δεν ξέρω τι παίζει η τηλεόραση, το τηλέφωνο αφόρητα βουβό. Το ισοπεδωμένο ΕΣΥ προσπαθεί ξαφνικά να ορθοποδήσει, γελάω με κάθε μαλακία στο facebook ξέροντας όμως πως ακόμα είναι πολύ νωρίς, φόβος για το αύριο που δεν πρόκειται να έρθει για όλους, απελπισία για ένα μέλλον που πρέπει να είσαι άρρωστα αισιόδοξος για να το αποκαλέσεις απλά «δυσοίωνο», τελειώνει η ρακή, τελειώνουν τα τσιγάρα, τελειώνουν τα λεφτά, τελειώνει η ζωή… Τι είναι αυτά που ζούμε; Γιατί τα ζούμε; Γιατί ο χρόνος πιέζει ξαφνικά τόσο πολύ; Γιατί δεν μπορώ να σου μιλήσω;
Ήρθε η Άνοιξη… Πάντα έρχεται. Την ίδια μέρα. Ξέρω πως μου πήρε καιρό να το συνειδητοποιήσω (ή να το παραδεχθώ ή να το αποδεχθώ) πως εκείνη την μέρα που ο χρόνος σταμάτησε, που ολόκληρος ο κόσμος κλείστηκε σε μια αγκαλιά, που η ηλικία δεν έδειχνε τόσο απλόχερα τα σημάδια της, που οι κορωναϊοί και οι πανδημίες υπήρχαν μονάχα στην ιστορία και στις ταινίες, που το τέρας της κατάθλιψης παρέμενε απομονωμένο μέσα στη ντουλάπα ή κάτω από το κρεβάτι (τώρα ξέρουμε ποιος είναι ο Μπαμπούλας), που η θάλασσα έγινε επιθυμία, που η ευτυχία συγκρούστηκε με την θλίψη, που νέοι ήχοι χρωμάτισαν μαύρες μουσικές, που το χαμόγελο δεν είχε κανένα λόγο να μην ζωγραφίζει το πρόσωπο, που οι απώλειες δεν ήρθαν να ριμάξουν την ψυχή, που μια ελπίδα υποσχόταν αλλαγή σε εκείνους που έπαιζαν χωρίς ποτέ να κερδίζουν, που το αίμα «άναβε» περιμένοντας ανυπόμονα να σβήσει η «φωτιά», που η αναζήτηση πατρίδας θα σταματούσε σε ένα νησί, που δυο μάτια ήταν ικανά να σε κάνουν να μην σκέφτεσαι τίποτα άλλο, που οι πρώτες λέξεις από ένα απίστευτα γλυκό στοματάκι έφτιαχναν το πιο όμορφο λεξικό, που η ανούσια παραμονή με τις ώρες στα social media απέκτησε νόημα, που το μήνυμα στο κινητό ήταν ανάγκη και όχι υποχρέωση, που ο Μικρός Πρίγκιπας έγινε εγχειρίδιο (είναι ο χρόνος που ξοδεύεις για το λουλούδι σου που κάνει το λουλούδι σου τόσο σημαντικό…), που μου πήρε καιρό να το συνειδητοποιήσω (ή να το παραδεχθώ ή να το αποδεχθώ) πως αυτή η μέρα του Μαρτίου έφερε την Άνοιξη. Και πρέπει – είναι τόσο απαραίτητο – αυτή η μέρα, όσο δύσκολος κι αν είναι ο Χειμώνας, να έφερνε πάντα την Άνοιξη…
Φοβάμαι… Φοβάσαι; Αυτή η «ευθύνη» μερικές φορές είναι αβάσταχτο φορτίο. Πολλές φορές χάθηκα μα καμία φορά δεν θέλησα να παρασύρω κάποιον στον χαμό μου. Όταν νοιάζεσαι δεν σου επιτρέπεται να χαθείς. Αυτό σε σταματά από το να χαθείς. Αν νοιάζεσαι δεν χάνεσαι. Χάνεσαι όμως αν δεν σε νοιάζονται…
Μόλις είδα την γειτόνισσα να απλώνει τα ρούχα της. Είναι 11:30 τη νύχτα, όλα είναι σιωπηλά, όμως σιωπηλά είναι πολύ καιρό τώρα… Είμαι σε καραντίνα καιρό… Μα η «επίσημη» καραντίνα δεν παλεύεται με σιωπή. Γιατί δεν τηλεφωνείς; Γιατί δεν τηλεφωνούμε; Γνωρίζουμε ανθρώπους που αύριο ίσως δεν υπάρχουν. Υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν και δεν θα τους γνωρίσουμε ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν σπίτι για να μείνουν σπίτι. Υπάρχουν βάρη που δεν αντέχουν και αυτό το βάρος. Τι κάνεις; Κι εσύ που με διαβάζεις τώρα, τι κάνεις; Συλλογίζεσαι κι εσύ το πόσο εύθραυστοι είμαστε; Το πόσο απίστευτα ανούσια είναι το μίσος, ο εγωισμός, οι τσακωμοί;
Σου μοιάζει η γειτόνισσα από μακριά... Μένει σπίτι. Έχει δυο παιδάκια. Ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι. Η μικρή είναι στην ίδια ηλικία με την… ξέρεις ποια. Την κάνω χάζι. Μου θυμίζει πολλά. Κάθεται μόνη της και τραγουδάει, χορεύει, δίνει κανονική παράσταση. Δεν την νοιάζουν οι θεατές, μόνο η παράσταση. Τα παιδιά πάντα μας διδάσκουν, αρκεί να τα προσέξουμε. Κάτι την απασχολεί την γειτόνισσα (τι θα έκανα αν δεν είχα και αυτή να βλέπω;). Φαίνεται κουρασμένη, φοβισμένη. Σου μοιάζει. Παρόμοιο σουλούπι, ίδια μαλλιά, αβέβαιες κινήσεις... Τώρα πια μοιάζει με όλους. Μένει σπίτι… Πόσο θα μείνουμε σπίτι;
Ένα τραγούδι. Πάντα για εσένα, μα και για όλους. Υπάρχει μόνο το τραγούδι και η Άνοιξη. Έλεγα να κάνω πολλά, μα για μια ακόμα φορά ήρθε η πραγματικότητα να ακυρώσει κάθε μου σχέδιο. Αυτό κάνει η πραγματικότητα, καταστρέφει τα σχέδια μας. Μα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να την αντιμετωπίσουμε. Όμως ποτέ μην εγκαταλείπεις τον άλλο την στιγμή που σε χρειάζεται. Κάνείς μας δεν το θέλει αυτό…
Θα μείνουμε σπίτι. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως κάποιοι θα μείνουν σπίτι για πάντα. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως το μεγαλύτερο κακό που έκανα σε εμένα και σε άλλους , είναι ότι σκέφτομαι…
Την βγάλαμε κι αυτή τη νύχτα. Μόνοι. Γιατί; Τι καταλάβαμε; Τι μας υποχρεώνει να βγάζουμε μόνοι τις νύχτες; Καραντίνα στα σώματα, καραντίνα και στις καρδιές μας...
Ένα τραγούδι…
Να προσέχεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....