Τα χρόνια περνούν και έντονες απουσίες όπως αυτή του Δημήτρη Μητροπάνου γράφουν τη νέα (παράξενη μα πάντα αληθινή) ιστορία αυτού του ταλαιπωρημένου λαού. Μια ιστορία που έχει γίνει απόλυτη ανάγκη…
Μου είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσω την απουσία του Μανώλη Ρασούλη, έναν άνθρωπο που εκτιμώ όσο λίγους. Δεν μπορώ να αποδεχθώ πως αυτό το καλοκαίρι δεν θα τραγουδήσω στο θέατρο του Λυκαβηττού τα υπεραγαπημένα τραγούδια του Νικόλα Παπάζογλου. Και να που ξαφνικά, πρέπει δεχθώ και την απουσία του Δημήτρη Μητροπάνου. Η ιστορία της ελληνικής μουσικής έχει στιγματιστεί από λίγους (δυστυχώς) ανθρώπους, που προσπάθησαν με το έργο τους να αναδείξουν την μουσική και το τραγούδι και οι ελάχιστοι που παρέμειναν να υπηρετούν αυτή την προσπάθεια, σιγά – σιγά μας αποχαιρετούν. Ένας από αυτούς τους ελάχιστους ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Μια από τις μεγάλες αλήθειες που κυκλοφορούν και σαν ανέκδοτο, είναι ένας στίχος από το τραγούδι «Έλληνας» του Τζίμη Πανούση που δηλώνει με ειρωνική διάθεση: «…μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος». Έστω και στα κρυφά, άρεσε σε πολύ κόσμο. Κάποτε η στοχοποίηση αυτών που δήλωναν πως ακούν Black Sabbath ενώ τις νύχτες έλουζαν με γαρδένιες αυτούς που «γάβγιζαν», ενοχοποιούσε και αυτούς που πίστευαν πως η μουσική έχει διάφορους χώρους μέσα από τους οποίους επιδιώκει να εκφραστεί και είναι άδικο να περιορίζεται από ταμπέλες. Έτσι κατέληγαν να ακούν στα κρυφά κάποια τραγούδια. Η απενοχοποίηση αυτής της κατάστασης, έφερε αποτελέσματα αντίθετα από τα αναμενόμενα, καθώς η στροφή δεν έγινε προς την κατεύθυνση της επιθυμητής αναζήτησης στοιχειώδους ποιότητας η την γενική παραδοχή εναλλακτικών ακουσμάτων, αλλά μετέφερε τα εναλλακτικά ακούσματα στις μεγάλες πίστες, τις λουσμένες από γαρδένιες και υπολείμματα σαμπάνιας! Καλλιτέχνες που σκόπευαν να υπηρετήσουν μεγάλους συνθέτες και τραγουδοποιούς, παρασύρονταν στη δίνη της μετριότητας που επιφέρει το «μπουζουκτσίδικο» κατάστημα, ενώ από την άλλη απαράδεκτοι «κακοτέχνες» έντασαν στο παντελώς αδιάφορο πρόγραμμα τους, τραγούδια μεγάλων τραγουδοποιών. Όλο αυτό το μπάχαλο, γέννησε μια ακόμα μουσική ταμπέλα (την οποία θεωρώ εντελώς άκυρη) που άκουγε στο όνομα «έντεχνο».
Απαλλαγμένοι από τους δήθεν κανόνες που είχε εδώ και χρόνια θεσπίσει η «νύχτα» οι έντεχνοι ακολουθούσαν το δικό τους δρόμο, παρουσιάζοντας τις δουλειές τους σε μουσικές σκηνές και συναυλιακούς χώρους. Έτσι, καλλιτέχνες όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος, χαρακτηριστήκαν ως «έντεχνοι λαϊκοί» και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι, βρίσκοντας λύση στο πρόβλημα του να ακούς διαφορετικά μουσικά είδη χωρίς ενοχές. Τι μεγάλο λάθος… Τι ηλίθια δικαιολογία. Ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν, είναι και παραμένει ένας λαϊκός τραγουδιστής. Και σε όποιον αρέσουν οι ταμπέλες, μια είναι η αλήθεια: Υπάρχει καλό και κακό λαϊκό τραγούδι. Η επιλογή είναι καθαρά θέμα γούστου και μουσικής παιδείας. Λαϊκός τραγουδιστής είναι αυτός που απευθύνεται στον λαό και όχι αυτός που τον αντέχουν μόνο όσοι διαθέτουν φουσκωμένες τσέπες.
Αρκετά όμως με την απενοχοποίηση των διαφορετικών μας προτιμήσεων. Η μουσική είναι μία και το καλό με το κακό ξεχωρίζουν όπως η ημέρα με τη νύχτα, ανεξάρτητα σε ποιον μουσικό χώρο κινούνται. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει έστω και ένας που δεν σεβόταν τον Δημήτρη Μητροπάνο και δεν είχε τραγουδήσει κάποιο από τα τραγούδια του. Έστω λοιπόν κι αν τέτοιοι καλλιτέχνες μας δίνουν «μουσικό άλλοθι» ή μας προσφέρουν το μέσο για να δικαιολογούμε κάποιες μας επιλογές («πήγα στα μπουζούκια αλλά μου αρέσει και ο Μητροπάνος»), οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την αξία τους, να παραδεχόμαστε αλλά και να αποδεχόμαστε πως σαν αυτούς δύσκολα θα υπάρξει άλλος. Και αυτό είναι που κάνει όλο και πιο βαριά την συνειδητοποίηση πως η χώρα μας πλέον είναι αβάσταχτα φτωχή.
Πρέπει να ήμουν 7 χρονών όταν τραγούδησα το «Τι το θες το κουταλάκι», αποτέλεσμα μιας σωστής μουσικής παιδείας που προσέφεραν τότε τα ραδιόφωνα της εποχής και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να το τραγουδώ. Στις λιγοστές λαϊκές στιγμές της ζωής μου, τα τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου ήταν η κύρια και συχνά μοναδική επιλογή. Έμαθα να εκτιμώ και να θαυμάζω την καλύτερη «φάλτσα» φωνή στην Ελλάδα και υπήρχαν στιγμές που τα τραγούδια του πραγματικά μου προκαλούσαν ρίγη. Το να επιλέγεις την αγαπημένη σου ερμηνεία ενός τραγουδιού ανάμεσα σε πολύ καλούς ερμηνευτές, είναι ένα πραγματικό προνόμιο που μόνο καλοί συνθέτες μπορούν να σου προσφέρουν. Για παράδειγμα το «Μια ζωή μέσα στους δρόμους» του Τάκη Σούκα σε στίχους του Βασίλη Παπαδόπουλου, που τραγούδησε για πρώτη φορά η Χάρις Αλεξίου, δεν με συνεπήρε ποτέ το ίδιο όπως ακούγοντας το από τον Δημήτρη Μητροπάνο. Τόσο έντονη και δυνατή ήταν η ερμηνεία του ακόμα και σε μη λαϊκά τραγούδια («Κλείνω κι έρχομαι» του Ν. Πορτοκάλογλου, «Για να σε εκδικηθώ» του Λ. Παπαδόπουλου) που πραγματικά σε καθήλωνε.
Δεν θα κάτσω να απαριθμήσω η να αναφέρω τα τραγούδια του, που πάντα με ταξιδεύουν, πάντα με μαγνητίζουν, αλλά θα μιλήσω για ένα που άλλωστε βάφτισε αυτό το άρθρο και που πιστεύω πως περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλη την μουσική πορεία αλλά και τον προσωπικό βίο του Δημήτρη Μητροπάνου. Μέσα από το album «Στου Αιώνα Την Παράγκα» σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου που κυκλοφόρησε το 1996 και παραμένει πάντα φρέσκο, πάντα μοναδικό, τον δίσκο στο οποίο όλοι ανατριχιάσαμε με το «Πάντα Γελαστοί» σε στίχους του Άλκη Αλκαίου (... όσοι με το χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη..) γραμμένο και αφιερωμένο στους Κύπριους ήρωες Τάσο Ισαάκ και Σολωμόντα Σολωμού, ξαδέλφια και, δολοφονημένος ο μεν πρώτος κατά τη διάρκεια αντικατοχικής πανευρωπαϊκής διαδήλωσης μοτοσικλετιστών, από Τούρκους και τουρκοκύπριους, ο δε δεύτερος, προσπαθώντας να κατεβάσει την τούρκικη σημαία, όπου και τον πυροβόλησαν από το απέναντι τουρκικό φυλάκιο.
Σε αυτό το album γνώρισα την «Ρόζα». Μια εξαιρετική σύνθεση του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους του πάντα ξεχωριστού Άλκη Αλκαίου και μια ερμηνεία από τον Δημήτρη Μητροπάνο πραγματικά ανυπέρβλητη. Για πολλούς αποτελεί ένα ύμνο στο «ζεϊμπέκικο» (άλλωστε κάθε φορά όλοι περίμεναν το σόλο μπουζούκι του τραγουδιού για να δουν τον Δημήτρη να φέρνει μια «στροφή»), για εμένα όμως σημαίνει πολλά περισσότερα. Διηγείται μια ολόκληρη ζωή, αποδεικνύει τα αυτονόητα, περιγράφει μια ανθρώπινη ιστορία. Με αυτό το τραγούδι θέλω να τον αποχαιρετήσω και με αυτό θα ήθελα να με είχε αποχαιρετήσει και αυτός.
Αν έχεις διαβάσει και τα προηγούμενα για τον Μάνο Ξυδούς και το Νίκο Παπάζογλου, διάβασες και αυτά τα λίγα για τον Δημήτρη Μητροπάνο, νομίζω πως πια είσαι και εσύ σε θέση να δώσεις μια ερμηνεία (από τις πολλές για κάθε περίσταση) στους ιδιαίτερους στίχους του «Ρόζα» που με τόση αλήθεια δηλώνει: «Πως η ανάγκη γίνεται η ιστορία… πως η ιστορία γίνεται σιωπή…». Το έχουμε αναφέρει πολλές φορές για πολλά γεγονότα, αλλά τώρα το περιορίζουμε μονάχα στην μουσική. Γιατί οι αναμνήσεις, η νοσταλγία και η ιστορία που φωλιάζει στις σκοτεινές γωνίες του χθες, γίνονται πάντα, σιωπή. Αλλά το κενό που συντροφεύει πλέον το παρόν και η αβεβαιότητα για το μέλλον, είναι η ανάγκη μας για ιστορία. Καλλιτέχνες σαν τον Δημήτρη Μητροπάνο, είναι πλέον ιστορία. Η ιστορία της Ελλάδας, η ιστορία της ελληνικής μουσικής.
Και πόσο πραγματικά έχουμε ανάγκη την ιστορία μας…
Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό
Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά
Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν' η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ' στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Σύντομη Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον ανταρτοπόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειας του. Πρώτα σαν σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, κατεβαίνει στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής.
Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Columbia. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει:
«Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα» Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Το 1972 ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου ("Για να σ' εκδικηθώ") και Νίκου Πορτοκάλογλου ("Κλείνω κι έρχομαι") αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με το Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα ("Η εθνική μας μοναξιά" και "Παρέα με έναν ήλιο") συνδυάζουν τη λαϊκή υφή με το συναίσθημα, τη νοσταλγία με τον επιτηδευμένο στίχο. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο "έντεχνες" και ποιητικές διαδρομές, χωρίς όμως να χάσει ποτέ την ταυτότητα του λαϊκού τραγουδιστή - ανθρώπου.
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του, ξεχωρίζει το «Πες μου τ' αληθινά σου» σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση "Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο", μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος "Στη Διαπασών", ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι "Η εκδρομή" του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου, είναι η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο "Τα τραγούδια της ζωής μου".
πηγή: http://el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....