Το πλοίο με κοιτούσε μεγαλόπρεπο και γεμάτο αναμνήσεις, όμως το χρώμα του είχε ξεθωριάσει με έναν επώδυνα μελαγχολικό τρόπο που έβαζε την καρδιά σε αφόρητη δοκιμασία…
Δούλεψα στον Πειραιά σήμερα. Είχα πολλά χρόνια να δουλέψω αυτή την περιοχή και τα πάντα είχαν αλλάξει. Κεντρικοί δρόμοι είχαν μονοδρομηθεί, αλλού είχε απαγορευθεί η πρόσβαση, η κίνηση στα στενά ήταν τεράστια και ο κόσμος έδειχνε πιο εχθρικός. Μονάχα μια διαδρομή έκανα τα τελευταία χρόνια και αυτή παρέμενε ως είχε. Οδηγούσα χωρίς να προσέχω που πάω. Το αυτοκίνητο ήταν σαν εκπαιδευμένο άλογο που γνώριζε τον δρόμο και με οδηγούσε εκεί που έπρεπε χωρίς εγώ να κάνω το παραμικρό. Εκεί με οδήγησε! Ξέχασα τα παιδιά που με περίμεναν στον σταθμό και κατευθύνθηκα εκεί που τόσα χρόνια πάντα έφθανα με χαρά και μπόλικες ελπίδες. Εκεί, τίποτα δεν είχε αλλάξει…
Το πλοίο ήταν εκεί. Δεν είχε δρομολόγιο, ήταν απλά αραγμένο και περίμενε. Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν περίμενε εμένα. Δεν θα με περίμενε ποτέ ξανά. Ήταν ένας γερασμένος παλιόφιλος που με φώναξε να με αποχαιρετήσει. Δεν είχε το ύφος της υποχρέωσης, εκείνο το γεμάτο ψεύτικη κατανόηση ύφος που συνοδεύεται με κουβέντες του τύπου «Η ζωή συνεχίζεται…» και άλλες παρόμοιες αηδίες. Ίσως εγώ να ήθελα να το νιώσω έτσι, αλλά έδειχνε ένα πλοίο κουρασμένο και λυπημένο, σα να καταλάβαινε και να μην του άρεσε αυτή η πραγματικότητα. Ένιωθα πως με ήθελε επιβάτη του, πως όλα αυτά τα χρόνια που ταξιδέψαμε μαζί είχαμε έναν όμορφο δεσμό που ήταν μεγάλο λάθος να διακοπεί. Το πρώτο μου υπέροχο και αξέχαστο ταξίδι, μαζί το είχαμε κάνει και αυτό δεν γινόταν κανείς από τους δυο μας να το ξεχάσει. Θέλει μεγάλη προσοχή το σπάσιμο κάποιων δεσμών γιατί ο πόνος μπορεί να εμφανιστεί εκεί που δεν τον περιμένεις. Δεν τα συνειδητοποιούμε όλα με την πρώτη, ιδιαίτερα όταν μια απόφαση μας έχει τυφλώσει. Το πλοίο όμως ήξερε…
Έπρεπε να το αποχαιρετήσω. Έτσι κι αλλιώς, όσο καλή παρέα κι αν είχαμε κάνει, αυτό που πάντα επιθυμούσα ήταν ο προορισμός. Ένας μαγικός προορισμός που γινόταν τόσο μαγικός γιατί έτσι στον παρουσίαζαν, έτσι στον γνώρισαν, έτσι στον μετέδωσαν. Ξέρεις, είναι πολύ όμορφο να αγαπάς κάτι μέσα από τα μάτια του άλλου. Είναι υπέροχο να αγαπάς κάτι γιατί το αγαπά αυτός που πραγματικά σε ενδιαφέρει. Δένεσαι περισσότερο μαζί του, τον γνωρίζεις καλύτερα. Ο παλιόφιλος το πλοίο, το καταλάβαινε αυτό. Κάναμε καλή παρέα αλλά ο προορισμός είχε την μεγαλύτερη σημασία και αυτός ο προορισμός δεν μου ανήκε πια. Ήμουν ξένος. Και αυτό το πλοίο, αυτός ο παλιόφιλος που αποχαιρετούσα, επιβεβαίωνε την ανυπαρξία μου. Πάλεψα (όσο κι αν αυτό δεν θέλει να γίνει κατανοητό η αποδεκτό) για πράγματα που ήθελα με όλη μου την καρδιά να κάνω δικά μου, να τα νιώθω «πατρίδα», «οικογένεια», «αλήθεια», να γίνω μέρος μιας πραγματικότητας που μερικές φορές πονούσε αλλά ήταν πάντα τόσο όμορφη. Μα πλέον ήμουν ανύπαρκτος. Νόμιζα πως θα υπήρχαν άπειρα σημεία όπου θα είχαν το στίγμα μου, ένα –έστω μηδαμινό- αποτύπωμα της παρουσίας μου που θα προκαλούσε πόνο η προβληματισμό και φοβόμουν πως αυτά τα στίγματα πάλευε ύπουλα και άδικα να εξαφανίσει η ανυπαρξία. Ήταν ένας αποχαιρετισμός που πονούσε πραγματικά αφόρητα και όφειλα να τον αποφύγω. Δε μπορούσα όμως…
Ένα πλοίο στο οποίο δεν θα έμπαινα ξανά, ένας προορισμός στον οποίο δεν έφθανα ξανά. Αλλά τι σημασία είχε; Έχεις παρατηρήσει πόσο πολύ αλλάζει ένα μέρος όταν το επισκέπτεσαι μόνος σου, χωρίς αυτόν που σε έκανε να το αγαπήσεις, να το κάνεις και εσύ δικό σου; Δεν είναι απλά διαφορετικό, είναι κάτι άλλο! Ένα σπίτι δεν είναι ποτέ το ίδιο όταν αλλάξει ιδιοκτήτη, ένα αυτοκίνητο δεν είναι ποτέ το ίδιο όταν στην θέση του συνοδηγού κάθεται κάποιος άλλος, ένα ρούχο δεν είναι ποτέ το ίδιο όταν το φορά άλλος, ένα νησί δεν είναι ποτέ το ίδιο όταν απουσιάζει αυτός που το έκανε να δείχνει τόσο μοναδικό… Τις στιγμές αγαπάς. Γι’ αυτό κάτι που σε κάποιους είναι αδιάφορο ή όχι τέλος πάντων, κάτι ξεχωριστό, για εσένα μπορεί να είναι όλη σου η ζωή. Γιατί εκεί είναι οι καλύτερες στιγμές σου, γιατί έτσι σε έκαναν να το δεις. Ακόμα λοιπόν και σε κάτι που μπορεί να φαντάζει σκοτεινό, μπερδεμένο, αδιέξοδο (ποτέ δεν υπάρχουν αδιέξοδα), αν υπάρχουν μοναδικές στιγμές τότε φαίνεται η αξία του. Γιατί μια αληθινή στιγμή δεν κατοικεί ποτέ στο σκοτάδι. Το σκοτάδι θα αποπειραθεί αρκετές φορές να την τυλίξει στην ψυχρή αγκαλιά του, αλλά η στιγμή πάντα φέγγει. Αυτή η λάμψη την κάνει αληθινή, αυτή η λάμψη θα διώξει στο τέλος το σκοτάδι. Οι στιγμές δεν είναι ανύπαρκτες…
Η ώρα πέρασε χωρίς να το θέλω. Είχα πολλά δρομολόγια να κάνω, πολλά πέρα δώθε και η βόλτα που (στο μυαλό μου) σχεδίαζα, απομακρυνόταν απειλητικά. Ήθελα να προλάβω τον ήλιο γιατί ζεσταίνει ακόμα και τις παγωμένες καρδιές, ήθελα να προλάβω με φως την θάλασσα γιατί τότε το μπλε της θυμίζει αυτό που επιθυμώ να δω. Μα με πρόλαβε το σούρουπο και έφερε μαζί του ξανά την παγωνιά και έδιωξε την ελπίδα που ένιωσα να αχνοφέγγει την ημέρα. Προετοιμάστηκα ξανά για υποχώρηση. Πρέπει να προετοιμάζεσαι όταν αναγκάζεσαι να υποχωρήσεις, γιατί πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό. Όταν νιώθεις πως κάθε λέξη, κάθε πράξη, μετράνε σαν ζύγι, όταν τρέμεις να εκφραστείς ελεύθερα και να τολμήσεις να πεις την αλήθεια, πρέπει να ηρεμήσεις, πρέπει να κάνεις όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη αυτή την υποχώρηση. Κάποιες υποχωρήσεις αξίζουν τον κόπο.
Είναι Σάββατο και έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Ο ήλιος είχε χαθεί δυστυχώς. Όμως, δεν θα ξημέρωνε επόμενη μέρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....