Ότι δεν γνωρίζουμε ή ότι δεν πιστεύουμε, δεν σημαίνει και πως δεν υπάρχει. Είναι πολλές οι φορές που η φαντασία όρισε την πραγματικότητα και άλλες ακόμα όπου η πραγματικότητα ξεπέρασε την φαντασία. Οι ιστορίες που μέσα στους αιώνες διηγείται με πάθος η παράδοση σε πείσμα των καιρών που επιτάσσουν λογικές κυνισμού και δογματισμού, είναι παράδοξο να μην αναφέρουν αλήθειες και γεγονότα. Το τι θα πιστέψεις η θα προσπαθήσεις να ερμηνεύσεις περιορίζεται μονάχα από τα όρια που θέτει η φαντασία σου…
Δεν ήμασταν πολύ μικροί όταν ξεκινήσαμε την πρώτη συντονισμένη επιχείρηση εντοπισμού αυτών των πλασμάτων. Μάλιστα δεχθήκαμε και αρκετές κοροϊδίες, καθώς «κοτζάμ μαντράχαλοι ασχολούμασταν με τέτοιες ανοησίες», αλλά το πιο γνωστό γνωμικό που δικαίως συντροφεύει τις παιδικές ηλικίες είναι το «όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύει τα μούτρα του». Εξάλλου σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που έχει σημασία και αυτό που μαγεύει είναι η έρευνα και όχι η ανακάλυψη, και όπως πολύ σοφά λένε: Όποιος ψάχνει, όλο και κάτι βρίσκει...
Οι Καλικάντζαροι είναι ταραχοποιά δαιμόνια, συνήθως εύθυμα και σπάνια κακοποιά, που εμφανίζονται στην Γη από τις 25 Δεκέμβρη μέχρι τις 6 Ιανουαρίου. Αν και πρόκειται για πλάσματα τα οποία αναφέρει αποκλειστικά η ελληνική παράδοση, παρουσιάζουν και κάποιες ομοιότητες με δαιμόνια άλλων χωρών, κυρίως της γαλλικής, της γερμανικής και της σκανδιναβικής παράδοσης. Η μεγαλύτερη ομοιότητα παρουσιάζεται στην Τουρκική παράδοση όπου αναφέρει πως στην διάρκεια του δωδεκαήμερου (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου) εμφανίζονται οι Καρακόντολοι. Στην ελληνική επικράτεια οι Καλικάντζαροι είναι γνωστοί με πολλά διαφορετικά ονόματα, όπως για παράδειγμα: Παγανά, Καρκάντζαλοι, Κάντζαροι, Κωλοβελόνηδες, Παρωρίτες, Καψιούρηδες, Χρυσαφεντάδες, Λυκοκαντζάρια κ.α. Αν και η παρουσία τους έχει μια μυστικιστική ερμηνεία που δεν μας παίρνει να την αναφέρουμε τώρα, δουλειά τους είναι να μας κάνουν την ζωή δύσκολη.
Πολλοί λαογράφοι προσπάθησαν να εντοπίσουν την πηγή αυτής της παράδοσης, ανάγοντας τη σε απομεινάρια Διονυσιακών λατρειών η σε λατρείες του Πάνα, των Σατύρων, των Καβείρων, στις ρωμαϊκές Καλένδες, στα Σατουρνάλια και κυρίως στα Βοτά των Βυζαντινών, την γιορτή που λάμβανε χώρα κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου με πανηγυρισμούς και μεταμφιέσεις (οι Βυζαντινοί πίστευαν ήδη στους Καλικάντζαρους, τους οποίους αποκαλούσαν Βανβουτζικάριους). Αρκετοί λόγιοι και ερευνητές βρίσκουν κοινά σημεία στους Καλικάντζαρους με τους γαλλικούς loups-garous, τους λυκάνθρωπους που εμφανίζονται κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων, τα truten alben, τα χριστουγεννιάτικα φαντάσματα της γερμανικής παράδοσης και τα trolle της Σουηδίας και της Νορβηγίας.
Η κυρία Εριφύλη, που από την στιγμή που έχασε τον σύζυγο της το σπίτι της γέμισε γάτες, ορκιζόταν πως κατά την διάρκεια του δωδεκαήμερου τα παγανά την ενοχλούσαν ασταμάτητα. Έβρισκε τα γλυκά μαγαρισμένα, τα έπιπλα ανακατωμένα, έχανε διαρκώς αντικείμενα η τα έβρισκε σε άλλες θέσεις, μύριζε ούρα σε φαγητά και έπεφτε πάνω σε παράξενες παγίδες. Δεν υπήρχε τζάκι στο σπίτι αλλά η πόρτα της πίσω αυλής έμενε την περισσότερη ώρα μισάνοιχτη για να μπαινοβγαίνουν οι γάτες και σίγουρα από εκεί έμπαιναν οι Καλικάντζαροι. Η κόρη της φρόντιζε να μας ενημερώνει όποτε τύχαινε να την βρούμε στο σπίτι, πως η μητέρα της τα είχε λίγο χαμένα και πως όλες τις ζημιές προφανώς τις έκαναν οι γάτες, η κυρία Εριφύλη όμως τόνιζε πως οι γάτες ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της επίσκεψης των παγανών. Οι γάτες αντιλαμβάνονταν τα πλάσματα και αυτό το μαρτυρούσε η συμπεριφορά τους. Τη νύχτα που όλα ήταν ήσυχα (η κυρία Εριφύλη δεν παρακολουθούσε ποτέ τηλεόραση) έβλεπες ξαφνικά τις γάτες να πετάγονται από την θέση τους, να τρέχουν μακριά, να κοιτάζουν κάτι που κανείς άλλος δε μπορούσε να δει η να γρυλίζουν με ανασηκωμένο τρίχωμα μπροστά σε μια αόρατη απειλή.
Οι Καλικάντζαροι είναι πλάσματα που ζούνε στο εσωτερικό της γης (Κοίλη Γη) και ολόκληρο τον χρόνο προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τον κόσμο (αυτή η ιστορία έχεις πολλές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις και ερμηνείες). Κατά την διάρκεια όμως του Δωδεκαήμερου, αφήνουν τη μόνιμη ασχολία τους και τις υπόγειες κατοικίες τους και ξεχύνονται στην επιφάνεια από διάφορες τρύπες, σπηλιές και ανοίγματα, για να περάσουν ένα διάστημα τρελής διασκέδασης προκαλώντας ζημιές και διάφορες ταλαιπωρίες στους ανθρώπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ανεβαίνουν στην επιφάνεια λόγω της ακόρεστης λαιμαργίας τους και τις μυρωδιές από τα γλυκίσματα που ετοιμάζουν οι νοικοκυρές. Άλλοι πως η παρουσία τους στην γη σχετίζεται με το ηλιοστάσιο και πως η συγκεκριμένη περίοδος είναι ιδανική για να ανοίξουν οι πύλες των κόσμων. Η παραμονή τους στην επιφάνεια τερματίζεται την ημέρα των Φώτων, όταν ο καθιερωμένος αγιασμός τους υποχρεώνει να επιστρέψουν στα έγκατα της Γης. Και μόλις επιστρέψουν διαπιστώνουν με τρόμο πως κατά την απουσία τους το δέντρο που στηρίζει τον κόσμο έχει θεραπευτεί, έτσι ξεκινούν από την αρχή τις προσπάθειες τους.
Ο κυρ Γιάννης είχε τον παλιό φούρνο στην απάνω (όπως την λέγαμε τότε) γειτονιά και έφτιαχνε τις καλύτερες τυρόπιτες (ακόμα και τώρα δεν έχω φάει καλύτερη τυρόπιτα), για αυτό όποτε ήταν να κεραστούμε και τυρόπιτα μαζί με την καθημερινή αγορά ψωμιού, προτιμούσαμε τον φούρνο του κυρ Γιάννη έστω και αν έπρεπε να περπατήσουμε αρκετή ώρα. Εκείνη τη μέρα όμως ο κυρ Γιάννης δεν είχε ψήσει τίποτα. ούτε ψωμί, ούτε γλυκά, ούτε τυρόπιτες. Πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο έξω από τον φούρνο και ανάμεσα τους ο ίδιος ο φούρναρης να τους μιλά με δυνατή και πανικόβλητη φωνή. Σε λίγο κατέφθασε και η αστυνομία. Εμείς πλησιάσαμε περισσότερο μήπως και ακούσουμε καθαρότερα τι έλεγε ο κυρ Γιάννης. Φαίνεται πως κάποιοι είχαν βανδαλίσει τον φούρνο. Όχι δεν είχαν κλέψει απολύτως τίποτα, μόνο ζημιές είχανε κάνει. Τι ζημιές; Είχανε μαγαρίσει το αλεύρι, είχαν πετάξει από τα ράφια όλα τα ψωμιά, είχανε λερώσει τα πάντα και είχαν καταβροχθίσει τα γλυκά. Ο κυρ Γιάννης σχεδόν έκλαιγε, επαναλαμβάνοντας συχνά πως είχε καταστραφεί. Μα ποιος και γιατί το είχε κάνει αυτό; Πως; Αν είχε εχθρούς; Ο κυρ Γιάννης είχε μόνο φίλους. Όλοι τον συμπαθούσαν και όλοι τον σέβονταν. Αυτό που είχε συμβεί ήταν αδιανόητο!
Ορισμένες λαϊκές παραδόσεις υποστηρίζουν ότι οι Καλικάντζαροι ήταν κάποτε άγγελοι που αμφισβήτησαν την δύναμη του Θεού κι εξεγέρθηκαν εναντίον του. Ο Θεός για να τους τιμωρήσει τους μετέτρεψε σε κακάσχημα και κακόβουλα πνεύματα, που βασανίζονται ασταμάτητα στα πυρωμένα έγκατα της Γης. Άλλοι λένε πως πρόκειται για κατώτερα δαιμόνια και σύμφωνα με μια Κωνσταντινουπολίτικη παράδοση, ο Μαντρακούκος που θεωρείται ο αρχηγός τους, είναι το τελευταίο δαιμόνιο που συμμετέχει στο συνέδριο των δαιμόνων. Άλλες παραδόσεις υποστηρίζουν ότι καλικάντζαροι μπορούν να γίνουν και οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα Χριστουγέννων ή και την εβδομάδα μέχρι την Πρωτοχρονιά, τα θνησιγενή μωρά που γεννιούνται και πεθαίνουν καθ’ ολη την διάρκεια του Δωδεκαημέρου, τα παιδιά που έχουν συλληφθεί ανήμερα του Ευαγγελισμού, όσα μωρά πεθαίνουν αβάπτιστα, όσοι πεθαίνουν ξαφνικά χωρίς να προλάβουν να κοινωνήσουν, όσοι μένουν άταφοι ή δεν τους διαβάζονται οι ευλογίες του ενταφιασμού ή όσοι πεθαίνουν ανήμερα Χριστουγέννων.
Οι Καλικάντζαροι είναι άσχημοι και παραμορφωμένοι. Άλλοι είναι κοντοί σα νάνοι και άλλοι πανύψηλοι. Τα πρόσωπα τους είναι σκοτεινά και τα μαλλιά τους βρώμικα και μακριά (όσοι έχουν μαλλιά). Τα πόδια τους είναι άλλοτε στραβά, άλλοτε παραπανίσια η πόδια τράγου η γαϊδάρου. Τα χέρια τους είναι πολύ μακριά και τα νύχια τους μεγάλα και γαμψά. Όσοι φορούν παπούτσια (οι περισσότεροι είναι ξυπόλυτοι) προτιμούν τα ξυλοτσόκαρα και τα τσαρούχια που είναι φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιού. Και όλοι τους έχουν από ένα η περισσότερα κουσούρια! Άλλοι είναι κουτσοί, άλλοι μονόφθαλμοι, άλλοι στραβοχέρηδες. Άλλοι είναι μαύροι σαν κατράμι και έχουν μύτες σουβλερές και αφτιά κατσικίσια η γαϊδουρινά. Όλοι τους είναι εκπληκτικά ευκίνητοι. Μπορούν να αναρριχώνται σε τοίχους, δέντρα και σκεπές, να περνούν από μισόκλειστα παράθυρα και χαραμάδες, να πηδούν μέσα σε καπνοδόχους και να κινούνται είτε αθόρυβα είτε κάνοντας εσκεμμένα πολύ θόρυβο.
Οι Καλικάντζαροι εκτός από παμπόνηροι και ταραχοποιοί, έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες! Στις κοπέλες που ξεπορτίζουν κρυφά από το σπίτι τους, στις χήρες και στις μαίες στις οποίες προξενούν μεγάλες ταλαιπωρίες. Αν και υπάρχουν θηλυκοί καλικάντζαροι (που συνήθως είναι τριχωτές και κακάσχημες και σκαρφαλώνουν σαν μαϊμούδες η οργιάζουν στα δάση τις νύχτες), οι αρσενικοί προτιμούν να κλέβουν τις γυναίκες των ανθρώπων, να τις ξελογιάζουν, να ερωτοτροπούν και να τεκνοποιούν μαζί τους, γιατί οι Καλικάντζαροι έχουν κανονικές οικογένειες και κάνουν παιδιά.
Ήταν Χριστούγεννα και στο χωριό είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Η θεία του Χρήστου. μαζί με την έφηβη κόρη της επέστρεφαν στο σπίτι. Επειδή είχαν αργήσει, η μητέρα αποφάσισε να κόψουν δρόμο μέσα από το δάσος. Καθώς περπατούσαν άκουγαν διαρκώς απαλά βήματα γύρω τους σαν κάποιος να τους ακολουθούσε. Ύστερα από λίγο μπορούσαν να ακούσουν φριχτά και απόκοσμα γέλια. Πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν. Ξάφνου η μητέρα ένιωσε κάποιον να της βάζει τρικλοποδιά και έπεσε απότομα χτυπώντας το κεφάλι της. Πρέπει να λιποθύμησε. Όταν συνήλθε η κόρη της ήταν άφαντη. Όσο και να φώναζε, κανείς δεν απαντούσε. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι ελπίζοντας πως θα βρει εκεί την κόρη της.
Εκείνη όμως δεν είχε επιστρέψει. Το έκανε μετά από 3 ώρες, την ώρα που όλο το χωριό είχε μαζευτεί στο σπίτι της. Όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι έδειχνε ταλαιπωρημένη και βασανισμένη. Τα μαλλιά της ήταν γεμάτα χώματα, τα γόνατα της ματωμένα και τα ρούχα της σκισμένα. Είπε πως ένιωσε δυο πλάσματα να της επιτίθενται την ώρα που είχε σκύψει πάνω από την λιπόθυμη μητέρα της. Ένιωσε χέρια να την χτυπούν και να την τραβούν. Πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις και κατάφερε να ξεφύγει. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή, χωρίς να βλέπει που πατάει, προσπαθώντας απλά να απομακρυνθεί όσο γίνεται περισσότερο από ότι της είχε επιτεθεί. Έπεσε στην πλαγιά κουτρουβαλώντας και αυτό ήταν η σωτηρία της.
Ο Χρήστος. μας έλεγε συχνά αυτή την ιστορία και επαναλάμβανε πάντα πως το χτύπημα στο κεφάλι της θείας του άφησε ένα σημάδι, που δεν έσβησε ποτέ…
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, αρχηγός των Καλικάντζαρων είναι ο Μαντρακούκος, ο Μεγάλος Καλικάντζαρος, που είναι ο πιο άγριος και ο πιο επικίνδυνος. Οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν Βανβουτζικάριο, όνομα που έδιναν σε ολόκληρο το γένος των καλικάντζαρων. Υπαρχηγός (και ηγέτης σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις) είναι ο Κατσιπόδης, που είναι φαλακρός, έχει τραγίσια πόδια και βρωμάει αφόρητα.
Δεύτερος στην ιεραρχία είναι ο Μαγαράς, με την τεράστια κοιλιά που την αδειάζει μαγαρίζοντας με κόπρανα και βρωμερά αέρια τα φαγητά και τα γλυκίσματα που βρίσκει στα σπίτια.
Ακολουθεί ο Κωλοβελόνης, που είναι τόσο αδύνατος ώστε να μπορεί να περνά εύκολα από χαραμάδες και κλειδαριές και φθάνει πάντα πρώτος στον προορισμό του.
Σημαντικός είναι και ο Κοψαχείλης, που έχει δόντια τεράστια και σουβλερά, ενώ τον ακολουθεί ο Παγανός με τα αφτιά κουνελιού, που σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις θεωρείται και αρχηγός των υπολοίπων.
Άλλοι γνωστοί Καλικάντζαροι είναι οι εξής: ο Παρωρίτης με την μακριά και μαλακή μύτη που είναι σαν προβοσκίδα, ο Στραβολαίμης που ο λαιμός του είναι θεόστραβος και στριφογυρίζει σαν σβούρα, ο Κοψομεσίτης που είναι καμπούρης και κουτσός και είναι η μάστιγα των γλυκισμάτων (λέγεται πως κρεμά ένα λανάρι στις καπνοδόχους για να το γεμίσουν οι νοικοκυραίοι με γλυκίσματα και να αποφύγουν έτσι την εισβολή του στο σπίτι τους), ο Γουρλός με τα τεράστια και γουρλωμένα μάτια, ο Τρικλοπόδης που έχει ένα χέρι γεμάτο πλοκάμια που μοιάζει με χταπόδι (!!!) και βάζει τρικλοποδιές στους ανθρώπους η ανακατεύει τις κλωστές στα καλάθια, ο Σιφώτης η Ξιφώτης με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο, ο Τρικέρης που συνεργάζεται πάντα με τον Μαλαγάνα για να ξεγελάσουν τα παιδιά και να τους αρπάξουν τις λιχουδιές τους, ο σακάτης Κουλοχέρης, ο Περίδρομος που καταβροχθίζει αστραπιαία όποιο φαγητό βρει, ο Βραχνάς και ο Ξεφτέρης που βασανίζουν τους ανθρώπους όταν κοιμούνται, ο Καταχανάς που είναι γνωστός για την απαίσια βρώμα του, ο Βατρακούκος που μοιάζει με βάτραχο και ο Μαλαπέρδας που είναι ειδικός στο να ορμά στα κελάρια και στις κουζίνες και να μαγαρίζει τις σοδιές και τα φαγητά.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και η έρευνα μας δεν είχε τίποτα να αποκαλύψει εκτός από τις ανατριχιαστικές αφηγήσεις της κυρίας Εριφύλης. Ξημερώματα, πριν εμφανιστεί ο ήλιος να διώξει την παγωνιά, και ήδη ήμασταν στον δρόμο σχεδιάζοντας τις διαδρομές που θα ακολουθούσαμε για να πούμε τα κάλαντα. Βρισκόμασταν μπροστά στο σπίτι του κυρ Στέλιου, ένα όμορφο αρχοντικό με τεράστια αυλή και ο Άρης, το ένα από τα τρία κυνηγετικά Σέττερ του κυρ Στέλιου, γάβγιζε χαρούμενα καλημερίζοντας μας. Άνοιξε και η πόρτα και εμφανίστηκε η κυρία Κατερίνα, η σύζυγος του κυρ Στέλιου, που τα χειμωνιάτικα βράδια καθόμασταν μαζί της δίπλα στο τζάκι και μας διάβαζε βιβλία. Μας χαιρέτησε και έπειτα έστρεψε το βλέμμα της χαμηλά, δίπλα στην πόρτα. Έδειχνε έκπληκτη και αυτό μας τράβηξε την προσοχή. Την ρωτήσαμε τι είχε συμβεί και εκείνη χαμογελώντας σήκωσε ένα μεγάλο πιάτο και μας το έδειξε θριαμβευτικά. Ήταν απλά ένα άδειο πιάτο.
«Εχθές το βράδυ γέμισα το πιάτο με γλυκίσματα» μας είπε. «Με κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα και σοκολάτες. Το έκανα για να καλοπιάσω τους Καλικάντζαρους και να μη μπουν στο σπίτι. Και κοιτάτε… Τα έφαγαν όλα!»…
Στους Καλικάντζαρους αρέσει πολύ να τριγυρνούν στις εξοχές. Χορεύουν τις νύχτες παρασύροντας στους ξέφρενους χορούς τους κάθε ανύποπτο που ξέμεινε τη νύχτα στην ύπαιθρο. Περνούν τη νύχτα με χορό και σκανταλιές και όταν ξημερώνει κρύβονται σε κουφάλες δέντρων, ρωγμές και σπηλιές. Στόχος τους είναι οι απομακρυσμένοι νερόμυλοι και οι αγρότες που αργοπορούν και όταν δεν βρίσκουν ανθρώπινα φαγητά, τρώνε βατράχους, φίδια, σαύρες και κάθε λογής ερπετό, σουβλίζοντας τα και ψήνοντας τα σε χαμηλή φωτιά.
Στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά, προτιμούν να κάνουν επιδρομές στα σπίτια των ανθρώπων, με σκοπό να κάνουν όσο περισσότερες γίνεται ζημιές. Τους αρέσουν τα λουκάνικα και το χοιρινό κρέας, ενώ τα χριστουγεννιάτικα γλυκά είναι η μεγάλη τους αδυναμία. Όταν μπουν στο σπίτι τρώνε όσο περισσότερο μπορούν και κατόπιν μαγαρίζουν όσα φαγητά και γλυκίσματα δε μπόρεσαν να φάνε. Χύνουν το λάδι, το κρασί και το γάλα και τους αρέσει να ουρούν στο τζάκι (αυτή την μαγαρισμένη στάχτη οι άνθρωποι την χρησιμοποιούν για λίπασμα). Κάνουν φάρσες, πειράζουν τα παιδιά και τρομάζουν τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει εξήγηση για αυτή την συμπεριφορά, μην ψάχνεις για αιτίες. Αυτή είναι απλώς η φύση αυτών των πλασμάτων.
Η καλύτερη προστασία από αυτά τα πλάσματα είναι να κλειδαμπαρώνεσαι στο σπίτι σου και κυρίως να μην κυκλοφορείς μόνος τις νύχτες την διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Μην σβήνεις την φωτιά στο τζάκι (αλλά έτσι πως θα μπει ο Άη Βασίλης;) και τοποθέτησε σε μια γωνιά του σπιτιού ένα αδράχτι ή ένα κόσκινο, γιατί αυτά τα πλάσματα περιέργως προσπαθούν να μετρήσουν τις κλωστές η τις τρύπες στο κόσκινο πριν αρχίσουν τις σκανταλιές τους, αλλά πάντα μπερδεύονται στο μέτρημα μέχρι που ξημερώνει και δεν τους περισσεύει χρόνος για να κάνουν κάτι άλλο. Μπορείς επίσης να σκεπάσεις τα φαγητά και τα γλυκά με καπάκια που επάνω τους θα έχουν το σύμβολο του σταυρού, να ραντίσεις το σπίτι με αγιασμό η θυμίαμα, να τοποθετήσεις στα ανοίγματα και στις χαραμάδες του σπιτιού φρύγανα η άλλα αγκαθωτά φυτά, να προσφέρεις μόνος σου σε διάφορα σημεία η έξω από την πόρτα και τα παράθυρα γλυκά και να αρωματίσεις το σπίτι με χαμομήλι, γιατί οι καλικάντζαροι το φοβούνται!
Φοβούνται επίσης και τον κόκορα γιατί το λάλημα του σημαίνει τον ερχομό της μέρας και δεν αντέχουν την μυρωδιά καμένου δέρματος (παλιά οι άνθρωποι έκαιγαν τα παλιά τους παπούτσια στο τζάκι η στην σόμπα). Αν τύχει όμως και κάπου συναντήσεις κάποιον, λένε πως πρέπει να πεις 3 φορές το «Πάτερ Ημών». Επειδή όμως χλωμό να προλάβεις να το πεις 3 φορές, τότε φρόντισε να φωνάξεις δυνατά την φράση «ξύλα κούτσουρα δαυλιά καμένα».
Η μεγαλύτερη συμφορά για τους Καλικάντζαρους είναι ο ερχομός των Φώτων. Η καθαγίαση των υδάτων και ο αγιασμός των σπιτιών από τον παπά την ημέρα εκείνη, σηματοδοτεί την αναγκαστική υποχώρηση των Παγανών στα έγκατα της Γης. Μόλις έρθει αυτή η ώρα, οι Καλικάντζαροι εγκαταλείπουν πανικόβλητοι τον κόσμο μας, τραγουδώντας:
«Φεύγετε να φεύγουμε γιατί έρχεται ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του και θα μας αγιάσει και θα μας μαγαρίσει».
Πρέπει να ήμουν 7-8 χρονών και ήταν μια από τις αγαπημένες μου ημέρες γιατί θα κοιμόμουν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς και λάτρευα πραγματικά να κοιμάμαι εκεί. Ο Δεκέμβρης πλησίαζε στο τέλος του και η νύχτα ήταν παγωμένη αλλά όμορφη. Το κάποτε σαλόνι είχε μετατραπεί σε προσωπική κρεβατοκάμαρα όπου κοιμόταν μόνος του ο παππούς μου, και εγώ ξάπλωνα παρέα του στον καναπέ-κρεβάτι. Το καλοκαίρι άφηναν τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά (ναι ξέρω, άλλες εποχές) και το δωμάτιο πλημμύριζε μαγικά με το φως του φεγγαριού. Έμενα ώρες άγρυπνος παρακολουθώντας την ασημένια του λάμψη να επισκέπτεται ήσυχα τον χώρο και έκλεινα τα μάτια μου μόλις αποχωρούσε. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά λόγω κρύου. Όμως ο παππούς είχε ξεχάσει να τα σφαλίσει καλά. Κάτι προσπαθούσε να ανοίξει το παράθυρο. Έμοιαζε ίσως με μικρό σκοτεινό χέρι, αλλά η ανάμνηση είναι πια μακρινή και ο χρόνος θαμπώνει την εικόνα της. Το μάνταλο όμως κουνήθηκε. Έφυγε από την θέση του και το ένα παραθυρόφυλλο άνοιξε προσεχτικά. Θα μπορούσε να είναι ο άνεμος; Μπορεί… απλά δεν έχω δει άνεμο να σηκώνει μάνταλο.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και η ξαφνική κίνηση μου σταμάτησε και το άνοιγμα του παραθύρου. Ο παππούς μου κοιμόταν πάντα βαριά και δεν είχε καταλάβει τίποτα. Αθόρυβα πήγα προς την κουζίνα. Στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς μου βρισκόταν μια όμορφη πιατέλα γεμάτη κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Πήρα μια χαρτοπετσέτα και τύλιξα ένα μελομακάρονο. Επέστρεψα στο δωμάτιο και πλησίασα το παράθυρο. Το παραθυρόφυλλο ήταν ανοιχτό! Δεν φοβόμουν. Ήμουν περίεργος και βρισκόμουν σαφώς σε έξαψη. Άνοιξα ήσυχα όλο το παράθυρο. Δεν είδα κάποιον η κάτι. Άφησα την χαρτοπετσέτα με το μελομακάρονο στο περβάζι και έκλεισα απαλά το παράθυρο, σφαλίζοντας με το μάνταλο.
Το πρωί σηκώθηκα πρώτος απ’ όλους. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και έτρεξα στο παράθυρο. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή και τα χέρια μου έτρεμαν. Τράβηξα το μάνταλο χωρίς να με ενδιαφέρει αν έκανα φασαρία και άνοιξα διάπλατα τα παραθυρόφυλλα. Επάνω στο περβάζι βρισκόταν νωπή από τη νυχτερινή παγωνιά, η χαρτοπετσέτα. Την ξετύλιξα αργά νιώθοντας την καρδιά μου να προσπαθεί να πεταχτεί από την θέση της. Μέσα στην χαρτοπετσέτα βρισκόταν ένα μελομακάρονο…
Πρέπει οπωσδήποτε να ευχαριστήσω για τις πληροφορίες, τον πατέρα και πάντοτε οδηγό μεγάλο Έλληνα λαογράφο Νικόλαο Πολίτη και τον ιδιαίτερα αγαπημένο μου συγγραφέα - ερευνητή, Νίκο Κανακάρη. Ποτέ δεν σταματήσατε να ακονίζετε την φαντασία μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....