Στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού είχα δασκάλα την κυρία Χαρά. Η κυρία Χαρά ήταν η λατρεία των γονιών και ο φόβος των παιδιών. Όχι πως δεν την συμπαθούσαμε, νομίζω πως πλέον όλοι την θυμόμαστε με γλυκιά νοσταλγία, απλώς οι εκπαιδευτικές τις απόψεις ήταν κάπως…παράξενες.
Η κυρία Χαρά κρατούσε πάντα μια μακριά ξύλινη βέργα και μας την επιδείκνυε όπως ο βετεράνος στρατιώτης τα παράσημα του. Αυτή η βέργα πρέπει να ήταν ζωντανή! Ανασηκωνόταν αργά μόνη της ερευνώντας διεξοδικά την αίθουσα και μόλις εντόπιζε τον στόχο της τον σημάδευε με απόλυτη ευστοχία. Ψίθυροι, χαμόγελα, αφηρημάδα ήταν μερικά από τα στοιχεία που ανίχνευε η βέργα και μόλις τα ανακάλυπτε σημάδευε απότομα το θύμα οδηγώντας βιαστικά το χέρι της δασκάλας προς την πηγή του κακού. Η βέργα δεν έκανε ποτέ λάθος. Μπορεί να έδειχνε παλιά και ταλαιπωρημένη, το ραντάρ της όμως ήταν υπερσύγχρονο. Η βέργα ήταν ο εφιάλτης μας.
Η κυρία Χαρά, μετά την υπόδειξη της βέργας, σε πλησίαζε με βασανιστικά αργά βήματα που δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα αγωνίας, σε κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα που παρέλυε και με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση για ότι θα επακολουθούσε, έλεγε με χαμηλή φωνή που κατά ένα μαγικό τρόπο ακουγόταν εκκωφαντικά σε ολόκληρη την τάξη:
«Άνοιξε το χέρι σου…»
Δεν στο ζητούσε, το απαιτούσε. Ήταν απλώς μια διαταγή στην οποία όλοι πάντα υπακούαμε. Δεν υπήρξε ποτέ φορά που κάποιο παιδί δεν υπάκουσε, που τόλμησε να αντισταθεί. Ίσως αυτή η βέργα εκτός από ζωντανή να ήταν και μαγική. Έτσι όπως σε σημάδευε μπορούσε να σε μαγέψει, εξαφανίζοντας με μιας κάθε σου άμυνα. Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά μετά από τόσα χρόνια, είμαι σχεδόν σίγουρος πως σε κάποια στιγμή της ζωής της η κυρία Χαρά είχε διδάξει στο Χόγκουαρτς!
Ανίκανος να αντισταθείς στα ισχυρά μάγια της βέργας, άπλωνες το χέρι σου μπροστά στην δασκάλα προσφέροντας της απρόθυμα την παλάμη σου… Παγερή σιωπή επικρατούσε στην τάξη, όλοι οι μαθητές κρατούσαν την αναπνοή τους περιμένοντας. Η κυρία Χαρά, με ένα παράξενα μητρικό βλέμμα, σήκωνε απαλά την βέργα και σε ρωτούσε:
«Ξυδάτη ή Λαδάτη;»
Η απατηλή εντύπωση ότι μπορούσες να επιλέξεις ήταν το σαδιστικό παιχνίδι της κυρίας Χαράς. Η ελπίδα εκφραζόταν στην ψευδαίσθηση της επιλογής, αλλά φυσικά, δεν υπήρχε επιλογή! Όλες τις φορές η απάντηση ήταν «Λαδάτη» αλλά η βέργα προσγειωνόταν στην παλάμη σου πάντα «Ξυδάτη». Και ήταν δυνατή αυτή η «Ξυδάτη». Για λίγες στιγμές το χέρι παρέλυε και κοκκίνιζε σαν τον Ρενάτο μπροστά στην Μαλένα και η μάχη που ακολουθούσε ήταν η σκληρή προσπάθεια να συγκρατήσεις τα δάκρυα στην θέση τους. Κάθε προσπάθεια όμως ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Και η «Λαδάτη» θα ήταν πάντα «Ξυδάτη» και η παλάμη θα κοκκίνιζε και τα δάκρυα θα κυλούσαν.
Το κόλπο της κυρίας Χαράς, το χαιρέκακα υποτιθέμενο δίλημμα ήταν η ψευδαίσθηση της επιλογής. Η υποτιθέμενη διαπραγμάτευση! Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγραμμένο, η κατάληξη πάντα η ίδια, αλλά σε άφηνε να πιστεύεις ότι μπορούσες να επιλέξεις, να ελπίσεις σε θετικό αποτέλεσμα. Δεν της κρατώ ιδιαίτερη κακία, έχω όμως την εντύπωση πως το απολάμβανε αυτό το παιχνίδι. Το επιζητούσε. Της προσέφερε μια κρυφή ικανοποίηση, άγνωστη και ακατανόητη σε όλους εμάς, μια ικανοποίηση που ποτέ της δεν είχε σκοπό να αναλύσει, γιατί επρόκειτο για την δική της προσωπική ευαρέσκεια και θα έσκαγε αν υπήρχε έστω και μια φορά που να μην την εκδηλώσει. Γι’ αυτό και η βέργα της έκανε πάντα το χατίρι.
Η μυστηριακή αυτή τελετή ήταν πολύ πιο αλλόκοτη απ’ όσο μπορώ να την περιγράψω. Δεν είναι μόνο η ψευδαίσθηση της επιλογής σε ένα αποτέλεσμα που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αλλάξει, δεν είναι μόνο το πάθος της δασκάλας να θέλει οπωσδήποτε να παίξει το παιχνίδι (είτε για να κομπιάσει για την ισχυρή της θέση είτε για να ικανοποιήσει κάποιο αρχέγονο ίσως ένστικτο), είναι και η δική μας παράλογη προθυμία να επιδιώκουμε αυτή την ανύπαρκτη επιλογή! Μια παράξενα συνειδητή επιθυμία να εμπλακούμε σε αυτό το παιχνίδι διαπραγμάτευσης, γνωρίζοντας παράλληλα πόσο ανούσιο είναι. Όσο η κυρία Χαρά δεν ικανοποιούνταν προσγειώνοντας απλά χωρίς ερώτηση την βέργα επάνω στο χέρι μας, άλλο τόσο δεν ικανοποιούμασταν και εμείς να δούμε την παλάμη μας να κοκκινίζει χωρίς πρώτα να έχουμε απαντήσει. Το θέατρο του παραλόγου με πρωταγωνιστές έναν σαδιστή και μερικούς μαζόχες!
Αναλύοντας όλο και περισσότερο αυτή την παιδική ανάμνηση, αδυνατώ να αποφύγω τις πολιτικές συγκρίσεις και τις κοινωνικές προεκτάσεις της. Εσύ; Δεν θα το χαρακτήριζα ως παιδικό τραύμα αλλά ως μια ουσιαστική εμπειρία. Ένα έξοχο παράδειγμα και μια εξαιρετική σαφέστατα, παραβολή. Και αφού μελέτησα καλά τις κοινωνικές προεκτάσεις της ανάμνησης και αντιπαρέθεσα (στο μυαλό μου) πρόσφατα πολιτικά παραδείγματα, δε μπορώ και να αποφύγω ένα απλό, έστω και προσωπικό, συμπέρασμα:
Αν δεν υπήρχαν θύματα δεν θα υπήρχαν θύτες…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....