Με τα φώτα σβηστά και τον άνεμο να ψιθυρίζει παλιούς σκοπούς από το ανοιχτό παράθυρο, υποδέχθηκε με φόβο τη νύχτα…
Σκονισμένα τα βιβλία στα ράφια παρακαλούσαν να διαβαστούν μια ακόμη φορά, μα κάθε σελίδα τους έκρυβε και από μία ανάμνηση που την πορεία της μόνο να υποθέσει μπορούσε, έτσι επέλεγε απλώς να χαζεύει τους τίτλους προσπαθώντας να θυμηθεί το περιεχόμενο. Τα πάντα γύρω του ήταν και μια ανάμνηση, η επιβεβαίωση όσων τον φόβιζαν και όσων καραδοκούσαν, ένα ταξίδι που διαρκούσε ακόμα μα έδειχνε πως πλησίαζε στον προορισμό του, και κοιτάζοντας γύρω του γνώριζε πως πάντα υπάρχει ένα τέλος που δεν σηματοδοτεί καμία νέα αρχή, απλά περιμένει να τυλίξει στην πικρή αγκαλιά του τα όνειρα που γεννήθηκαν σε στιγμές μοναξιάς.
Επικίνδυνα μονοπάτια σε ένα δωμάτιο που είχε κυριεύσει χωρίς την παραμικρή αντίσταση η νύχτα, οδηγούσαν εκεί που είτε απέφευγε είτε φοβόταν να πηγαίνει, εκεί που το χθες παγιδεύει τον χρόνο και βασανισμένα φαντάσματα βιώνοντας το φριχτό μαρτύριο της επανάληψης, υπενθυμίζουν αυτά που πια δεν υπάρχουν. Τέσσερεις τοίχοι ορθώνονταν απειλητικά σαν τους μεσσίες ανατολίτικων φιλοσοφιών που σώζουν τους πάντες εκτός από τους εαυτούς τους, μεταμορφώνοντας μια σκοτεινή φυλακή σε μικρό καταφύγιο -η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που παρέχει κάθε τι οικείο- όπου τα έπιπλα φιλοδοξούσαν να γίνουν το μέρος στο οποίο μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες του αφήνοντας τες για λίγο να ξεκουραστούν. Ελπίδες που αφέθηκαν καιρό έτσι και έσβησαν σαν τα σχήματα που ζωγραφίζουν τα σύννεφα στον ουρανό. Τώρα πια αποτελούσαν και αυτές μία ανάμνηση.
Το φως της σελήνης που έδυε, έβαφε μπλε τις στιγμές που είχε φυλακίσει σε αυτό το δωμάτιο και κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, δημιουργώντας στους τοίχους σκιές που ζωντάνευαν, ερινύες που παρέμεναν απειλητικές μα δεν είχαν πια το σθένος να τον τιμωρήσουν, γερασμένες νεράιδες που ίδρωναν αγκομαχώντας χωρίς να μπορούν να τον παρασύρουν ως την αυγή στον χορό τους, αδύναμες σκιές τις οποίες είχε συνηθίσει και είχε μάθει να ζει μαζί τους. Μια μελαγχολική συμβίωση που οδηγούσε σχεδόν πάντα σε εξίσου μελαγχολικούς διαλόγους. Θαμπές μοναχικές συζητήσεις που κρατούσαν μια ολόκληρη ζωή συντροφεύοντας τις αναμνήσεις τέτοιες νύχτες σαν και αυτή. Εκείνα τα πονηρά αδιέξοδα που μπορεί να οδηγηθείς απλά γιατί δεν υπάρχει κάποιος να σε ακούσει.
Κάθε πρωί η νύχτα καταστρώνει τα σχέδια της και σαν βραδιάσει ξεχύνεται στους δρόμους ανυπόμονη να τα εφαρμόσει, αδιαφορώντας σε τι κατάσταση θα βρεθεί το ανυποψίαστο θύμα της. Κρύβεται πίσω από πέπλα ομορφιάς μα είναι ύπουλη σαν αμαρτία και επιτίθεται όταν την περιμένεις, γιατί τότε που πιστεύεις πως έχεις προετοιμαστεί είναι που είσαι πιο ευάλωτος. Έτσι, την υποδέχθηκε ήρεμα, γνωρίζοντας πόσο ευάλωτος ήταν, ξέροντας πως δεν μπορούσε να της ξεφύγει. Την άφησε να εισβάλλει στο καταφύγιο που ήταν και η φυλακή του, νιώθοντας τη παγωμένη ανάσα της μοναξιάς που κουβαλούσε μαζί της και τις απώλειες που έσπερνε στο πέρασμα της, κάνοντας μόνο υπομονή και δίνοντας ανέλπιδες μάχες να υπερασπιστεί τις αναμνήσεις που φώλιαζαν κουρασμένες στο δωμάτιο. Όσα ποτέ κανείς δεν θέλησε να καταλάβει, όσα η αδιαφορία καλύπτει με πέπλα φιλίας, αγάπης, κατανόησης, οι στιγμές που χαθήκαν, ο πόνος και η απώλεια, αποτελούν τα πολεμοφόδια της νύχτας, που στα δύσκολα ανεφοδιάζεται από τις σκιές στους τοίχους, ενώ εκείνος πολεμά μόνος με μοναδικά όπλα την υπομονή και την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα ξημερώσει. Αρκεί η αυγή να τον έβρισκε στην θέση του. Καταβεβλημένο και ηττημένο, μα να στέκει ακόμα στα πόδια του. Κάτι που σε κάθε επίθεση της νύχτας φάνταζε όλο και πιο δύσκολο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....