Ήταν σα να έβλεπα την πόλη για πρώτη φορά. Φορούσε τα καλά
της χρώματα και το παλιό ακριβό της άρωμα, αρχοντικά και με επιμέλεια ντυμένη
σαν ηλικιωμένη γυναίκα που ετοιμάζεται να πάει να ψηφίσει, λάμποντας
εκθαμβωτικά αυτή την τόσο ηλιόλουστη χειμερινή ημέρα που συμμαχούσε με όσους
δεν έβαλαν πετρέλαιο ή δεν είχαν τζάκι να κάψουν ότι έβρισκαν συμβάλλοντας στην
εξάπλωση της αιθαλομίχλης, της νέας αυτής μόδας που απειλεί όσους Έλληνες έχουν
να ζεσταθούν.
Η πόλη που με μεγάλωσε είχε αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, όταν τα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετατράπηκαν από την μια στιγμή στην άλλη σε πολυτελείς σφηκοφωλιές 8 ορόφων με τεράστια υπόγεια parking, αγορασμένες από νεόπλουτους ιθαγενείς μετανάστες που πάρκαραν όμως τα τζιπ τους πάνω στα πεζοδρόμια και ψώνιζαν ρούχα από καταστήματα που συντηρούνταν έχοντας έναν πελάτη κάθε 3 μήνες. Αλλά η πόλη που με άντρωσε οπαδικά με την ιστορική ομάδα της πλατείας και το γραφικό της γήπεδο -σημείο συνάντησης με παλιούς συμμαθητές και φίλους- το οποίο αποτελεί εδώ και χρόνια το Άνδρο κάθε «διαφανή» επιχειρηματία που την πέρασε για πλυντήριο, είχε ξεχάσει πια την καλή της διαγωγή έστω κι αν βίωσε τον Εξευρωπαϊσμό το 2004 όταν προστέθηκε στο δρομολόγιο του Τραμ, και πλέον αδιαφορεί για την ιστορία και την καταγωγή της. Αδέσποτα και κατοικίδια ζώα απειλούνται με εξαφάνιση λόγω διαφόρων ξενόφερτων διατροφικών συνηθειών και πείνας, τα καταστήματα με τον ένα πελάτη ανά 3 μήνες κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο και οι σφηκοφωλιές παραβιάζονται με συχνότητα παρόμοια με αυτή που η κυβέρνηση σώζει την χώρα. Τα πεζοδρόμια είναι πια μουσεία αυτοκινήτων χωρίς πινακίδες και τα ελάχιστα τζιπ που έχουν απομείνει αποτελούν εργαλεία οδικής εκμάθησης για σοβαρές κυρίες, που πάνω στο μάθημα, ασελγούν στα παρκαρισμένα εκθέματα του μουσείου. Όμορφη πόλη που σαν έμπειρη πουτάνα έχει τους τρόπους να σου αποκαλύψει τα κάλλη της!
Αυτή η μέρα ήταν μια από τις καλές της. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, παράλληλα με το τραμ που λόγω επίταξης δεν απεργούσε, παρακολουθώντας τον κόσμο να χαζεύει βιτρίνες σχεδιάζοντας πόσα πράγματα θα αγόραζε σε καμιά τριανταριά χρονάκια που θα έβγαινε από την κρίση. Αυτά τα λιγοστά καταστήματα που παρέμεναν ανοιχτά ήταν επίσης μουσεία που πίσω από τις βιτρίνες τους εκτίθονταν πόθοι και αλλοτινές συνήθειες, με τους καταστηματάρχες να παραμένουν στις θέσεις τους καθαρά από συνήθεια, τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσουν πως ήρθε η ώρα να αποχωριστούν τα εκθέματα τους και να ασχοληθούν και αυτοί με το ευγενές άθλημα της αεργίας. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις είχαν βγάλει στον δρόμο και τους φιλόζωους που, προσέχοντας σαν κόρη οφθαλμού τους μικρούς ή μεγάλους φίλους τους, τριγύριζαν έξω από τα πάρκα γιατί εντός απαγορεύονταν τα ζώα. Αν απαγορεύονται, τότε τι δουλειά είχαν εκεί αυτοί οι τύποι που έπιναν μπίρες καπνίζοντας, πετώντας τα αποτσίγαρα και τα γυάλινα μπουκάλια δίπλα στα παιδιά που έπαιζαν; Μια ζωή, αυτοί που σκέφτονται και τοιχοκολλούν τις απαγορεύσεις, αφήνουν πάντα απέξω σημαντικές κατηγορίες.
Η πόλη που με μεγάλωσε είχε αλλάξει μέσα σε μια νύχτα, όταν τα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετατράπηκαν από την μια στιγμή στην άλλη σε πολυτελείς σφηκοφωλιές 8 ορόφων με τεράστια υπόγεια parking, αγορασμένες από νεόπλουτους ιθαγενείς μετανάστες που πάρκαραν όμως τα τζιπ τους πάνω στα πεζοδρόμια και ψώνιζαν ρούχα από καταστήματα που συντηρούνταν έχοντας έναν πελάτη κάθε 3 μήνες. Αλλά η πόλη που με άντρωσε οπαδικά με την ιστορική ομάδα της πλατείας και το γραφικό της γήπεδο -σημείο συνάντησης με παλιούς συμμαθητές και φίλους- το οποίο αποτελεί εδώ και χρόνια το Άνδρο κάθε «διαφανή» επιχειρηματία που την πέρασε για πλυντήριο, είχε ξεχάσει πια την καλή της διαγωγή έστω κι αν βίωσε τον Εξευρωπαϊσμό το 2004 όταν προστέθηκε στο δρομολόγιο του Τραμ, και πλέον αδιαφορεί για την ιστορία και την καταγωγή της. Αδέσποτα και κατοικίδια ζώα απειλούνται με εξαφάνιση λόγω διαφόρων ξενόφερτων διατροφικών συνηθειών και πείνας, τα καταστήματα με τον ένα πελάτη ανά 3 μήνες κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο και οι σφηκοφωλιές παραβιάζονται με συχνότητα παρόμοια με αυτή που η κυβέρνηση σώζει την χώρα. Τα πεζοδρόμια είναι πια μουσεία αυτοκινήτων χωρίς πινακίδες και τα ελάχιστα τζιπ που έχουν απομείνει αποτελούν εργαλεία οδικής εκμάθησης για σοβαρές κυρίες, που πάνω στο μάθημα, ασελγούν στα παρκαρισμένα εκθέματα του μουσείου. Όμορφη πόλη που σαν έμπειρη πουτάνα έχει τους τρόπους να σου αποκαλύψει τα κάλλη της!
Αυτή η μέρα ήταν μια από τις καλές της. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, παράλληλα με το τραμ που λόγω επίταξης δεν απεργούσε, παρακολουθώντας τον κόσμο να χαζεύει βιτρίνες σχεδιάζοντας πόσα πράγματα θα αγόραζε σε καμιά τριανταριά χρονάκια που θα έβγαινε από την κρίση. Αυτά τα λιγοστά καταστήματα που παρέμεναν ανοιχτά ήταν επίσης μουσεία που πίσω από τις βιτρίνες τους εκτίθονταν πόθοι και αλλοτινές συνήθειες, με τους καταστηματάρχες να παραμένουν στις θέσεις τους καθαρά από συνήθεια, τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσουν πως ήρθε η ώρα να αποχωριστούν τα εκθέματα τους και να ασχοληθούν και αυτοί με το ευγενές άθλημα της αεργίας. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις είχαν βγάλει στον δρόμο και τους φιλόζωους που, προσέχοντας σαν κόρη οφθαλμού τους μικρούς ή μεγάλους φίλους τους, τριγύριζαν έξω από τα πάρκα γιατί εντός απαγορεύονταν τα ζώα. Αν απαγορεύονται, τότε τι δουλειά είχαν εκεί αυτοί οι τύποι που έπιναν μπίρες καπνίζοντας, πετώντας τα αποτσίγαρα και τα γυάλινα μπουκάλια δίπλα στα παιδιά που έπαιζαν; Μια ζωή, αυτοί που σκέφτονται και τοιχοκολλούν τις απαγορεύσεις, αφήνουν πάντα απέξω σημαντικές κατηγορίες.
Στην κεντρική πλατεία, υπήρχε πολύς κόσμος. Η απεργία είχε γεμίσει τον πεζόδρομο με ποδηλατάκια και ξυλοπόδαρους πωλητές μπαλονιών, που κυκλοφορούσαν γύρω από τα τραπέζια των γεμάτων καφετεριών. Καρφίτσα δεν έπεφτε! Ανάμεσα στις φωνές, τα καμπανάκια από τα ποδήλατα και τους φουσκωτούς Μπομπ Σφουγγαράκηδες, άκουγες και τα παράπονα των ενοχλημένων που δεν μπορούσαν να απολαύσουν με ησυχία τον freddo τους. Στημένοι δίπλα στα παρτέρια με τα απότιστα λουλούδια, μαύροι μικροπωλητές, παράνομοι σαφώς και φοροφυγάδες, αντιλαμβανόμενοι την χρυσή ευκαιρία που προσέφερε ο απεργιακός πυρετός, σε προκαλούσαν να αγοράσεις το «καινούργιο του Χατζηγιάννη» με κατάλευκα δόντια να φωτίζουν τα χαμόγελα στα σκούρα πρόσωπα τους. Αν οι πωλητές στα νόμιμα «δισκάδικα» σε εξυπηρετούσαν με χαμόγελα παρόμοια με αυτά των Νιγηριανών, η πειρατεία θα είχε δεχθεί εντονότατο πλήγμα!
Τα καταστήματα επάνω στην πλατεία σαφώς και ήταν ανοιχτά,
καθώς γνωρίζουν πως η απεργία είναι ίσως η μοναδική ευκαιρία να περάσει κάποιος
την είσοδο τους, κι ας μην ψωνίσει. Μέσα σε αυτόν τον πανζουρλισμό, βρήκα και
εγώ την παρέα μου καθισμένη στις άβολες καρέκλες της πιο φθηνής καφετερίας της
περιοχής, να με περιμένουν συζητώντας τις επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής
και τα πρωτόγνωρα ποσοστά ανεργίας, προβληματισμένοι όπως όλοι μας εκείνη την
ημέρα, για το μέλλον της χώρας.
«Βρε καλώς τον Αριστερό…» είπαν μόλις με είδαν, «…πως και δεν είσαι στην πορεία;». Για όσους συμμετέχουν στους κοινωνικούς προβληματισμούς πίνοντας καφέ την ώρα των κινητοποιήσεων, όποιοι συμμετέχουν σε αυτές τις κινητοποιήσεις είναι Αριστεροί! Σήμερα όμως δεν ήμουν Αριστερός. Θα ακολουθούσα και εγώ το παράδειγμα όλου αυτού του κόσμου που είχε πλημμυρίσει από νωρίς την πλατεία. Ήλιος και freddo!
«Βρε καλώς τον Αριστερό…» είπαν μόλις με είδαν, «…πως και δεν είσαι στην πορεία;». Για όσους συμμετέχουν στους κοινωνικούς προβληματισμούς πίνοντας καφέ την ώρα των κινητοποιήσεων, όποιοι συμμετέχουν σε αυτές τις κινητοποιήσεις είναι Αριστεροί! Σήμερα όμως δεν ήμουν Αριστερός. Θα ακολουθούσα και εγώ το παράδειγμα όλου αυτού του κόσμου που είχε πλημμυρίσει από νωρίς την πλατεία. Ήλιος και freddo!
«Εσείς γιατί δεν είστε ρε;» απάντησα δίνοντας παράλληλα την
παραγγελία μου στην κοπελιά με το ξεπλυμένο ξανθό μαλλί και τα κακόγουστα
τατουάζ στην πλάτη της, που ενώ γνώριζε καλά τι καφέ πίνω, ήθελε να το
επαναλαμβάνω.
«Εμείς ποτέ δεν ήμασταν…» μου απάντησε κάποιος.
«Οι σημαίες δεν θα μας βγάλουν ποτέ στους δρόμους…» είπε
πολύ σωστά, κάποιος άλλος.
«Έτσι είναι…» συμπλήρωσε ένας τρίτος. «Δεν είμαι ούτε με το
έναν, ούτε με τον άλλο. Είμαι με τον εαυτό μου. Πετάχτε ρε μια φορά κάτω τις
σημαίες και καλέστε μας όλους χωρίς χρώματα και συμφέροντα. Όλοι μαζί
ενωμένοι…»
«Από πού προκύπτει πως αν λυθούν τα προβλήματα όλων αυτών
που μας καλούν, θα λυθούν και τα δικά μου;» είπα και εγώ συμφωνώντας.
Οι μέρες που δάκρυζα αποκτώντας αναπνευστικά προβλήματα για
να αγωνίζομαι υπέρ αυτών που πίνουν καφέ ή κάθε γέρου που δεν λέει να αλλάξει
την ψήφο του, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Μπορεί η απραξία και οι επιλογές τους
να με σκότωναν σιγά-σιγά, μα μαζί μου στο τέλος θα έφευγαν και αυτοί. Είχα
γίνει πλέον οπαδός του αναπόφευκτου -η νέα φιλοσοφική τάση όσων αναζητούν
δικαιολογίες- που προστάζει να μένεις άπραγος, γιατί ότι πρόκειται να έρθει θα
έρθει ότι κι αν κάνεις
.
Η νέα ελπίδα που κολλάει στο δέρμα μας μαζί με αυτά «που μας ψεκάζουν», είναι η ελπίδα του δεν μπορεί, τα πράγματα θα φτιάξουν. Πόσο πάτο μπορεί να πιάσεις; Κανείς δεν βλέπει βέβαια πως μερικές φορές δεν υπάρχει καν πάτος. Όλοι εμείς οι άνεργοι που πίνουμε καφέ αντί να ψάχνουμε για δουλειά, όλοι οι συνταξιούχοι που αναπολούν το ότι κάποτε είχαν σύνταξη, όλοι αυτοί που κάθε μήνα πιάνουν στα χέρια τους κάτι που μοιάζει με μισθό, εκείνοι που βρέθηκαν εν αγνοία τους παντρεμένοι με παράνομους μετανάστες που ξαφνικά απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, μπορούμε να χαζεύουμε καθισμένοι αναπαυτικά σε άβολες καρέκλες νησιά να ξεπουλιούνται, χρυσορυχεία να χαρίζονται, ξένα χέρια να μας χουφτώνουν τα κωλαράκια, μια χώρα να σβήνει από τον χάρτη και να ελπίζουμε πως τα πράγματα θα αλλάξουν από μόνα τους. Ίσως, μοναδική λύση στον παραλογισμό που βιώνουμε, να είναι όντως μια θεϊκή παρέμβαση. Εφόσον οι «Ελ» δεν κατεβαίνουν και η «ομάδα Ε» κάνει τα στραβά μάτια, ποια μπορεί να είναι η λύση αν όχι η θεϊκή παρέμβαση;
Η κοπελιά έφερε επιτέλους τον καφέ μου. Τράβηξα μια γερή ρουφηξιά, άναψα τσιγάρο και τεντώθηκα ανέμελα, να απολαύσω την λιακάδα. Απεργία, ήλιος και freddo. Ήταν σα να έβλεπα την πόλη για πρώτη φορά…
.
Η νέα ελπίδα που κολλάει στο δέρμα μας μαζί με αυτά «που μας ψεκάζουν», είναι η ελπίδα του δεν μπορεί, τα πράγματα θα φτιάξουν. Πόσο πάτο μπορεί να πιάσεις; Κανείς δεν βλέπει βέβαια πως μερικές φορές δεν υπάρχει καν πάτος. Όλοι εμείς οι άνεργοι που πίνουμε καφέ αντί να ψάχνουμε για δουλειά, όλοι οι συνταξιούχοι που αναπολούν το ότι κάποτε είχαν σύνταξη, όλοι αυτοί που κάθε μήνα πιάνουν στα χέρια τους κάτι που μοιάζει με μισθό, εκείνοι που βρέθηκαν εν αγνοία τους παντρεμένοι με παράνομους μετανάστες που ξαφνικά απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, μπορούμε να χαζεύουμε καθισμένοι αναπαυτικά σε άβολες καρέκλες νησιά να ξεπουλιούνται, χρυσορυχεία να χαρίζονται, ξένα χέρια να μας χουφτώνουν τα κωλαράκια, μια χώρα να σβήνει από τον χάρτη και να ελπίζουμε πως τα πράγματα θα αλλάξουν από μόνα τους. Ίσως, μοναδική λύση στον παραλογισμό που βιώνουμε, να είναι όντως μια θεϊκή παρέμβαση. Εφόσον οι «Ελ» δεν κατεβαίνουν και η «ομάδα Ε» κάνει τα στραβά μάτια, ποια μπορεί να είναι η λύση αν όχι η θεϊκή παρέμβαση;
Η κοπελιά έφερε επιτέλους τον καφέ μου. Τράβηξα μια γερή ρουφηξιά, άναψα τσιγάρο και τεντώθηκα ανέμελα, να απολαύσω την λιακάδα. Απεργία, ήλιος και freddo. Ήταν σα να έβλεπα την πόλη για πρώτη φορά…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....