Όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά και ο παππούς μου με έπαιρναν
αγκαλιά και μου έδειχναν μέσα από έναν κήπο, την ζωή. Κάτω από τα δέντρα της
αυλής, ανάμεσα σε λουλούδια που μοσχοβολούσαν καθώς σουρούπωνε, με μάθαιναν να
ανακαλύπτω, με παρότρυναν να σκέπτομαι, μου ζητούσαν να αντιδρώ, μα πάνω απ’
όλα, με παρακαλούσαν να μην αδικώ…
Ζούσαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι, στο κέντρο μιας μεγάλης
αυλής, όπου καλλιεργούσαν διάφορα φυτά, οπορωφόρα δέντρα και λαχανικά.
Παίζοντας μαζί μου στον κήπο (που στα μάτια μου φάνταζε σαν την Μέση Γη) και
χωρίς ποτέ να μου χαλούν χατίρι, προσπαθούσαν με λόγια τόσο απλά όσο και σοφά,
να με διδάξουν αρχές που θα με βοηθούσαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος και να
κατανοήσω τον κόσμο. Δεν μιλούσαν σχεδόν ποτέ για τις δυσκολίες που είχαν
περάσει (προδομένοι επίσης από ένα ανύπαρκτο κράτος), οι ιστορίες τους για την
εποχή της κατοχής ήταν πάντα ειπωμένες με αισιοδοξία και χιούμορ και σπάνια
ανέφεραν κάτι που αφορούσε στη χούντα. Κάθε φορά, επίκεντρο της κουβέντας ήμουν
εγώ (έστω κι αν τότε λίγα μπορούσα να αφομοιώσω), οι άνθρωποι της γειτονιάς
(που σαν τους θυμάμαι ανακαλύπτω έκπληκτος πως ήταν καλοσυνάτοι) και φυσικά, το
παιδί τους.
Από πολύ μικροί, βίωσαν πολλές κακουχίες. Αντιμετώπισαν
τεράστια προβλήματα, έζησαν πολέμους και φασισμό, ξεριζωμούς και πόνο,
δικτατορίες και δήθεν αλλαγές, φτώχια και παράπονο, δεν σταμάτησαν όμως ποτέ να
ελπίζουν, να παλεύουν, και κάθε νύχτα προσεύχονταν στην Παναγιά οι θυσίες τους
να πιάσουν τόπο. Όλοι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, ζούσαν δύσκολα και φτωχά,
μα δεν θεωρούσαν άσκοπες τις μάχες που έδιναν καθημερινά, γιατί τους οδηγούσε η
ελπίδα. Όχι η ελπίδα πως κάποια στιγμή θα ανταμειφθούν για τους κόπους τους,
αλλά πως όλη αυτή η κούραση και οι στερήσεις θα οδηγήσουν σε ένα καλύτερο
μέλλον τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Άντεχαν με πείσμα και
υπομονή τόσες συμφορές, γιατί πίστευαν με όλη τους την καρδιά πως έτσι
προετοίμαζαν τον δρόμο για ένα αύριο αντάξιο του μόχθου τους.
Θυμάμαι να μου λένε να είμαι σωστός και να μην αδικώ, ενώ
παράλληλα έστρωναν το τραπέζι για να φάω ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, αποτελούμενο
από αβγά μάτια, σαλάτα με ντομάτες από τον κήπο και μισή φρατζόλα ψωμί! Δεν
αγόραζαν ποτέ ολόκληρη φρατζόλα ψωμί, είτε γιατί συχνά δεν υπήρχαν χρήματα για
τόσες πολυτέλειες, είτε γιατί ακόμη πιο συχνά μου έλεγαν πως είναι αμαρτία να
αγοράσεις τόσο ψωμί και μετά να το πετάξεις. Ότι καλό υπήρχε στο τραπέζι το
έτρωγα εγώ και εκείνοι ότι περίσσευε. Με κοιτούσαν πάντα με ένα απίστευτα
τρυφερό χαμόγελο και όταν ένιωθα το στομάχι μου να πρήζεται από το
πλουσιοπάροχο αυτό γεύμα (που κανένας πολιτικός δεν πρόκειται ποτέ να γευτεί –
γιατί εκεί το πάω…), η γιαγιά μου μάζευε με προσεχτικές κινήσεις το τραπέζι (θα
έτρωγαν μετά ότι είχε περισσέψει μαζί με φρέσκα πράσινα κρεμμύδια από τον κήπο)
και ο παππούς μου, μου υπενθύμιζε για μια ακόμη φορά να είμαι καλός άνθρωπος,
να ευχαριστώ τον Θεό για όσα έχω και να μην αδικήσω ποτέ κανέναν.
Τον περισσότερο χρόνο της παιδικής μου ηλικίας τον πέρασα
μαζί τους και ο κόσμος που γνώριζα ήταν πάντα μέσα από τα δικά τους μάτια.
Έτσι, για πολλά χρόνια θεωρούσα τους ανθρώπους καλούς, δεν φοβόμουν να περπατώ
τις νύχτες στο δρόμο και φρόντιζα να ανακαλύπτω, να σκέφτομαι, να αντιδρώ και
να μην αδικώ. Όταν βράδιαζε, καθόμασταν στην άκρη της αυλής πάνω σε κάτι ψάθινες
καρέκλες με ξύλινα πόδια (παλιά υπήρχε πάντα κάποιος να τριγυρίζει στις
γειτονίες φωνάζοντας «Καρεκλάς» και αυτές τις συγκεκριμένες καρέκλες
επιδιόρθωνε) και μιλούσαμε (στην ουσία πάσχιζαν να απαντήσουν κάθε τρελή μου
ερώτηση). Όλη τους την ζωή δούλευαν, μα η σύνταξη τους ήταν πενιχρή. Παρόλα
αυτά, μπορούσαν να πάρουν τα φάρμακα τους χωρίς να πληρώσουν (αναφαίρετο
δικαίωμα κάθε συνταξιούχου). Τα ελάχιστα ψώνια τους τα έκαναν από τον μπακάλη
της γειτονιάς και πάντα αγόραζαν τα ακριβώς απαραίτητα, χωρίς σπατάλες σε
ανούσιες ή ανύπαρκτες ανάγκες. Αγόραζαν ότι πιο φρέσκο έβρισκαν και αν κάτι
ήταν ακριβό, ήταν πολύ αξιοπρεπείς για να το επιθυμήσουν. Πλήρωναν ρεύμα και
νερό σε τιμές που ορίζει ένα πραγματικό κοινωνικό αγαθό και κανείς δεν τους
έκοβε αυτές τις παροχές γιατί δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν παράλογους
και απάνθρωπους φόρους. Ο γιατρός ερχόταν να τους δει στο σπίτι, ο ταχυδρόμος
τους παρέδιδε στα χέρια την αλληλογραφία (έπινε και ένα γρήγορο καφεδάκι), ο
γείτονας τους έφερνε αβγά από τις κότες του και εκείνοι του έδιναν αγκινάρες,
δεν τους κορόιδεψε κανένας και δεν κορόιδεψαν ούτε εκείνοι, αγαπούσαν τα ζώα
και ετάιζαν τις γάτες της γειτονιάς (τότε δεν υπήρχαν αδέσποτοι σκύλοι), δεν
είχαν αυτοκίνητο και ούτε μου φάνηκε να χρειάστηκαν ποτέ… Απλοί άνθρωποι,
φτωχοί και περήφανοι.
Μεγάλωσα όμως και κάποια στιγμή τους έχασα. Μαζί τους χάθηκε
και η Μέση Γη, που δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να την συντηρήσω. Έφυγαν
με το κεφάλι ψηλά και ζωντανή την ελπίδα για το καλύτερο αύριο των παιδιών
& των εγγονιών τους. Ότι κατάφεραν να συγκεντρώσουν με απίστευτες στερήσεις
και θυσίες (πράγματα που ούτε να φανταστεί μπορεί κάποιος από τους κοιλαράδες
που χρόνια απαρτίζουν την βουλή των Ελλήνων), το άφησαν σε εμάς, χαρούμενοι που
μπόρεσαν να δώσουν κάτι. Έφυγαν και με άφησαν απίστευτα μόνο. Ξαφνικά ο κόσμος
άλλαξε. Μόνο μέσα από τα δικά τους μάτια μπορούσα να δω την ομορφιά και την
ελπίδα και όταν έχασα αυτά τα μάτια, μου φανερώθηκε μια εντελώς διαφορετική
πραγματικότητα που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που εκείνοι ήλπιζαν πως θα
ξημερώσει.
Έφυγαν μα ίσως πρέπει πια να χαίρομαι. Δεν έζησαν να δουν
την Ελλάδα να ξεπουλιέται. Δεν έζησαν να δουν «λίστες» ληστών, να κρύβονται για
χρόνια σε συρτάρια και να εμφανίζονται παραποιημένες. Δεν έζησαν να δουν
«μπάτσους» να χτυπούνε ανελέητα συνταξιούχους και άτομα με ειδικές ανάγκες. Δεν
έζησαν να δούνε «χαράτσια» και παράλογους φόρους που βάλλουν μονάχα τους
αδύναμους και τους νομοταγείς. Δεν έζησαν να δουν την ΔΕΗ να κόβει το ρεύμα σε
νοσοκομεία την ώρα που γίνονται αιμοκαθάρσεις ή σε ανθρώπους εξαθλιωμένους που
δεν μπορούν να πληρώσουν όσα παράνομα τους ζητούν θρασύτατοι κλέφτες, ενώ
παράλληλα μεγάλες εταιρείες πληρώνουν μειωμένα ως και καθόλου χαράτσια, δήθεν
για να σώσουν θέσεις εργασίας. Δεν έζησαν να δούνε μειωμένες συντάξεις,
«πουλημένη» υγεία και ουρές βαριά αρρώστων έξω από τα φαρμακεία. Δεν έζησαν να
δούνε την απίστευτη κοροϊδία εις βάρος των φτωχών, που η κυβέρνηση τους ταΐζει
με ληγμένα τρόφιμα στα super markets.
Δεν έζησαν να δούνε το αίσχος της ατιμωρησίας, της ακυβερνησίας, της ανομίας,
της αντισυνταγματικότητας και της μαλακίας που βαράει τους πολίτες που
εξακολουθούν να στηρίζουν τους δολοφόνους τους. Δεν έζησαν να δουν τους κόπους
τους να μετατρέπονται σε μια απίστευτη παρωδία χώρας…
Όχι, ευτυχώς δεν τα έζησαν αυτά και τα λίγα που εκείνοι
έζησαν, τα έζησαν πραγματικά.
Όμως… Με πιο δικαίωμα αναιρείτε όλοι εσείς, τις προσπάθειες
τους; Πως ματαιώνετε τόσο απλά, θυσίες, στερήσεις, πόνο και φτώχια; Ξέρετε ρε
άθλιοι, τι σημαίνει να τρως ότι περισσεύει; Ξέρετε τι σημαίνει να παρακαλάς
κάθε βράδυ την Παναγία να σε έχει καλά, όχι για να ζήσεις περισσότερο, αλλά για
να μπορέσεις να τρως περισσεύματα ώστε να έχει κάτι να φάει το παιδί ή το
εγγόνι σου; Πως είναι δυνατόν να κλέβετε ρε απατεώνες τα κληροδοτήματα τους; Ποιος σας είπε ρε καθάρματα ότι μπορείτε να εμπαίζετε τις ελπίδες
και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων; Πως γίνεται να παραποιείτε χωρίς
τιμωρία, την ιστορία ενός λαού;
Τραβάτε πίσω στα κωλομέρη σας και στις στοές σας και αφήστε
την Ελλάδα στα χέρια αυτών που τα έχουν ματώσει για χάρη της. Αυτή η μισή
φρατζόλα ψωμί, αποτελεί, για εμένα τουλάχιστον, σύμβολο. Σύμβολο αγάπης,
σύμβολο υπομονής, σύμβολο ελπίδας, σύμβολο ανθρωπιάς. Αυτή η μισή φρατζόλα έχει
μεγαλώσει πολύ κόσμο, απλώς κάποιοι αργούν να την θυμηθούν. Αργούν, μα θα την
θυμηθούν.
Τόσο υπερήφανοι και αξιοπρεπείς όσο υπήρξαν αυτοί οι άνθρωποι, εσείς δεν θα υπάρξετε ποτέ!
Τόσο υπερήφανοι και αξιοπρεπείς όσο υπήρξαν αυτοί οι άνθρωποι, εσείς δεν θα υπάρξετε ποτέ!
Εσείς, που ο καθένας του θέλει στην καθισιά του 100
φρατζόλες ψωμί! Εσείς που νομίζετε πως πάντα θα ξεφεύγετε, να ξέρετε κάτι: Έχετε την άνεση μέχρι
στιγμής, να κατεβάζετε 100 φρατζόλες. Μία όμως από αυτές, θα σας κάτσει τελικά
στον λαιμό! Και θα είναι μισή…
(Αφιερωμένο στην κυρά Κατίνα και τον κυρ Αντώνη. Πράγματα που ήμουν πολύ μικρός για να σας τα πω τοτε. Σας ευχαριστώ για όλα...)
(Αφιερωμένο στην κυρά Κατίνα και τον κυρ Αντώνη. Πράγματα που ήμουν πολύ μικρός για να σας τα πω τοτε. Σας ευχαριστώ για όλα...)
Ένα από τα πιο συγκινητικά κείμενα που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό, απόδειξη ότι η καρδιά γράφει καλύτερα από το μυαλό πυκνά-συχνά. Μακάρι να μπορούσε να φτάσει και στα κατάλληλα άτομα. Να ‘σαι καλά Νότη και keep on rockin’.
ΑπάντησηΔιαγραφή