Αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να δωρίσω ώρες από την ζωή μου σε κάποιον άλλο, θα τις δώριζα σε εκείνους που επιμένουν να πορεύονται στις ανηφόρες με οδηγό την αγάπη. Σε εκείνους που, αν και βλέπουν την κλεψύδρα του χρόνου να αδειάζει, προσπαθούνε ακόμα να κερδίσουν κι άλλες στιγμές μαζί. Σε εκείνους που παρά τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και την αδίστακτη σκληρότητα της ζωής, περπατάνε, έστω πάρα πολύ αργά, πιασμένοι χέρι-χέρι…
Έχει μια έντονη θλίψη αυτό το καλοκαίρι, νιώθω την κάψα του να ιδρώνει ασταμάτητα κάθε επιθυμία. Οι μέρες κυλάνε σα να μην υπήρξαν ποτέ και οι νύχτες ξοδεύονται στην απελπισία και τη μοναξιά. Οι άνθρωποι γύρω μου είναι διαρκώς αφηρημένοι, διαρκώς οργισμένοι… Η πόλη είναι πια τόσο εχθρική, τόσο αφιλόξενη, τόσο μελαγχολική. Γιατί ερήμωσε φέτος τόσο νωρίς; Που είσαι; Δεν υπάρχουν προορισμοί, δεν υπάρχει προσμονή. Που να πάω; ... Την ώρα που πρόσεξα τα δυο γεροντάκια να βαδίζουν βασανιστικά αργά, πιασμένοι τόσο γλυκά χέρι-χέρι, ένας ταλαίπωρος, από αυτούς που αποκαλούμε θεότρελους, στάθηκε πάνω από την κοπελιά δίπλα μου φωνάζοντας με όλη την δύναμη της φωνής του: «Δώσε μου τσιγάρο!». Εκείνη τρόμαξε, πανικοβλήθηκε, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσάντα της και του το έδωσε τρέμοντας. Ο θεότρελος το πήρε χωρίς να πει τίποτε άλλο. Ένας τύπος από την κλασσική παρέα θαμώνων που πιάνουν όλα σχεδόν τα τραπέζια, πετάχτηκε από την θέση του, πρόλαβε τον θεότρελο και πήρε το πακέτο από τα χέρια του. Τράβηξε από μέσα ένα τσιγάρο, του το έδωσε, «Φύγε τώρα» του είπε και επέστρεψε το πακέτο στην κοπελιά δίπλα μου. Ο «θεότρελος», σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα, κάθισε σε ένα παγκάκι και με ένα αλλόκοτο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο βρώμικο πρόσωπο του, απόλαυσε το τσιγάρο του. Θα μπορούσα να είχα αντιδράσει κι εγώ (θα μπορούσα;), δίπλα μου καθόταν η κοπελιά, μα δεν το έκανα. Όλη μου η προσοχή ήτα στραμμένη στα γεροντάκια που βάδιζαν πιασμένα χέρι-χέρι…
Συλλογιέμαι συχνά τον παράξενο τρόπο με τον οποίο εκλέγουμε (άρα επιλέγουμε) να ορίσουμε κάποιους διαχειριστές της ζωής μας. Ο κόσμος είναι ένα αλλόκοτο μέρος να ζει κανείς, γεμάτος θλίψη, λακκούβες και ανισότητες, ένα σκοτεινό δάσος που κατοικείται από φρικτά τέρατα, εκατοντάδες παγίδες και λαβυρίνθους, ένα μέρος που εμείς το λειτουργούμε, εμείς το βιώνουμε, εμείς μοχθούμε, εμείς πονάμε και όχι εκείνοι που επιλέξαμε να το διαχειρίζονται κι όμως, σκύβουμε το κεφάλι σε κάθε τους απόφαση, αποδεχόμαστε κάθε τους διαταγή, αθωώνουμε κάθε τους ενοχή και συνεχίζουμε την όποια πορεία χάραξε για εμάς, όχι η μοίρα αλλά ο εκάστοτε διαχειριστής. Βλέπουμε κουρασμένοι τα χρόνια μας να περνάνε, κάθε επόμενο βήμα μας φέρνει πιο κοντά στο τέλος, μα δεν μπορούμε να ζήσουμε, δεν μπορούμε να μοιραστούμε λίγες στιγμές ευτυχίας με εκείνους που αγαπάμε, γιατί δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει τρόπος,.. Περισσότερες υποχρεώσεις, περισσότερες ανάγκες, περισσότερες ώρες και χρόνια δουλειάς, καθόλου ελεύθερος χρόνος, καμία διασκέδαση, μηδαμινή επικοινωνία, χαμένη ζωή… Και κάθε φορά που πέφτει το βλέμμα μου σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να περπατούν πιασμένοι χέρι-χέρι κοιτάζοντας με ταπεινό χαμόγελο αποδοχής κόσμο να απολαμβάνει κάνοντας θόρυβο πράγματα που εκείνοι αδυνατούν να απολαύσουν, αναρωτιέμαι: Γιατί; Με ποιο δικαίωμα κάποιος δεν τους επιτρέπει να ζήσουν;
Φέτος φοβάμαι να σχεδιάσω τις διακοπές μου. Μερικές φορές σκέφτομαι πως το μόνο που θέλω είναι να έχω μέρες που θα τις αδειάσω ξαπλωμένος στο κρεβάτι και νύχτες που θα τις ξορκίζω με παγωμένη μπύρα. Είναι μια κούραση που δεν ξεπερνιέται, δεν καταλαγιάζει, την κατανοώ μα δεν την αντέχω. Όμως μου λείπει τόσο πολύ η θάλασσα, το μπλε της επιθυμίας, το δροσερό της άγγιγμα, η ελπίδα που αναζωπυρώνεται κάθε φορά που επιχειρώ αυτό το μοναχικό ταξίδι. Με κάθε επίσκεψη στο αγαπημένο μου νησάκι, ξοδεύω πολλά (όχι μόνο χρήματα) για ελάχιστες μέρες πλάνης, χωρίς να είμαι απόλυτα βέβαιος για το τι ακριβώς κάνω και επιστρέφω φτωχότερος (όχι μόνο από χρήματα) γνωρίζοντας πια πως, πράγματι, δεν έκανα τίποτα. Αν το σκεφτώ κυνικά, γιατί χρειάζεται να ξοδέψω ένα τεράστιο πόσο, μόνο για μερικές βουτιές και κάποιες μελαγχολικές επισκέψεις σε μέρη που θολώνουν οι αναμνήσεις; Καταλήγω πως αυτό που τελικά κοστίζει περισσότερο είναι η ελπίδα. Η ανάγκη όσων ακολουθούν το χτυποκάρδι τους. Γιατί η ερημιά είναι αβάσταχτη και σκοτώνει κάθε διάθεση, θάβοντας την στην απραξία. Ένα τίποτα που σκεπάζει μαζί με την Αφρικάνικη σκόνη, την πόλη. Η ελπίδα κοστίζει πολύ. Ένα κόστος που πάντα θα πληρώνει όποιος δεν μπορεί να ζει μακριά απ’ ότι αγαπά…
Το ηλικιωμένο ζευγάρι στάθηκε για λίγο μπροστά από το τραπέζι μου, να ξαποστάσει. Τα χέρια τους παρέμεναν, πάντα, ενωμένα. Κοίταξαν, με αυτή την γλυκιά «αυθάδεια» που έχουν οι ηλικιωμένοι, τα τραπέζια και τον κόσμο που έπινε και έτρωγε. Νομίζω πως στο βλέμμα τους διέκρινα καημό. Αξίζει στους ανθρώπους κάτι καλύτερο… Αξίζει να ζήσουν καλά, ήσυχα, με αξιοπρέπεια όσο χρόνο τους απομένει. Να μπορούν να αγαπιούνται, να μπορούν να πληρώσουν το φαγητό τους, να μπορούν να διασκεδάσουν, να μπορούν να κάνουν διακοπές. Η ζωή δεν είναι προνόμιο, γιατί επιτρέπουμε να μας την στερούν;
Η γυναίκα τράβηξε απαλά τον σύζυγό της, να συνεχίσουν. Μπορεί να ήθελε εκείνη την στιγμή ένα παγωτάκι, ένα δροσερό αναψυκτικό, μια λιχουδιά, κάτι… δεν ξέρω, μπορεί. Αν το ήθελε, δεν το ζήτησε, δεν έδειξε να στεναχωριέται. Αυτό που χρειαζόταν και που κανένας διαχειριστής της ζωής μας δεν κατανοεί, το είχε: Ένα χέρι (ίσως λίγο ιδρωμένο) καλά κουμπωμένο μέσα στο δικό της. Με αργό βήμα, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια τους, κρατημένοι πάντα από το χέρι, έστρεψαν την πλάτη σε όσους διασκέδαζαν και απομακρύνθηκαν. Ήταν και η στιγμή που τράβηξα την φωτογραφία. Δεν παραβίαζα, πιστεύω, κάτι προσωπικό, ήθελα να αποτυπώσω και να μοιραστώ κάτι το αξιοζήλευτο. Η αγάπη είναι κάτι που πρέπει να ζηλεύουμε, όχι οι ζωές των «προνομιούχων»….
Τους έβλεπα να απομακρύνονται και προσευχόμουν να έμεναν έτσι για πάντα, αλλά αυτό δυστυχώς, είναι αδύνατο. Μακάρι, τουλάχιστον, να έφευγαν μαζί. Χέρια που κρατούνται τόσα χρόνια με αγάπη, με κατανόηση, με υπομονή, θα λυγίσουν, θα μαραθούν, αν αποχωριστούν... Αυτή, να ξέρεις, σε περίπτωση που τα μάτια μου δεν αντικρίσουν τους επόμενους μήνες το υπέροχο μπλε της επιθυμίας, είναι η εικόνα που θα συντροφέψει ένα ακόμη δύσκολο καλοκαίρι. Προσπαθούν να επιβιώσουν οι άνθρωποι. Συχνά, αν και το θέλουν, δεν έχουν πολλά να δώσουν. Έχουν όμως να δώσουν αγάπη. Το καταλαβαίνεις, γιατί περπατούν πάντα πιασμένοι χέρι – χέρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....