Κοιτούσα κάποτε τα πλοία και φανταζόμουν πως με έπαιρναν μαζί τους σε ταξίδια τόσο μακρινά που μόνο τα όνειρα μπορούσαν ν’ αγγίξουν. Δεν ήταν μόνο πόθος ήταν και ανάγκη. Μια διέξοδος, ένα είδος διαφυγής. Έτσι κοιτάζω και σήμερα την Άνοιξη. Στέκεται στο κατώφλι μιας εποχής εξίσου μακρινής με τα ονειρικά ταξίδια, μα δεν περνά την πόρτα…
Είναι βαρύς σήμερα ο ουρανός, αυτά τα γκρίζα σύννεφα που τον αγκαλιάζουν μοιάζουν με στιγμές που αλλεπάλληλα λάθη, επέτρεψαν να κυλήσουν σα νερό μέσα από τα χέρια μας. Χέρια που ίσως γνώριζαν πώς να αγκαλιάσουν αλλά δεν γνώριζαν πώς να κρατήσουν. Μα είναι φορές που ο ήλιος κάνει την εμφάνιση του, ξεγλιστρά μέσα από τα σύννεφα και καρφώνει φωτεινές λεπίδες ελπίδας στις καρδιές που ακολουθούν ασταμάτητα τον τρελό ρυθμό της λαχτάρας. Είναι τότε που οι ευχές γίνονται προσευχές και η σκέψη πασχίζει να ταξιδέψει μεταφέροντας αυτό που αδυνατούν να μεταφέρουν τα λόγια. Είναι τότε που ακουμπάς το χέρι απαλά στο στήθος σου προσπαθώντας να αισθανθείς την Άνοιξη…
Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ - μία ακόμα δυσάρεστη κατάσταση που έχει καταντήσει ρουτίνα (η δεν θα μπορώ να κοιμηθώ ή θα ξυπνάω πολύ πριν την ώρα μου - ίδια η κούραση...). Ασυνάρτητες σκέψεις, συζητήσεις που είτε έγιναν είτε δεν έγιναν ποτέ, αναμνήσεις απο πράγματα που θυμάμαι ή νομίζω πως θυμάμαι και εικόνες από το χθες, είχανε στήσει ένα παρανοϊκό καρναβάλι στο κεφάλι μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Ήταν 3 τα ξημερώματα και ο ύπνος είχε χαθεί για τα καλά. Αποφάσισα να βγω μια κοντινή βόλτα. Έτσι κι αλλιώς, είχα πάρει την άδεια μου, δεν με πίεζε κάτι να παραμείνω στο κρεβάτι. Έξω στη νύχτα επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία. Μου θύμισε εποχές καραντίνας. Νομίζω πως μου λείπει η καραντίνα. Δεν υπήρχε βαβούρα, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, όλοι περπατούσαν ήρεμα, προσεχτικά και εκτιμούσαν ότι είχαν. Ο ουρανός ήταν καθαρός, η νύχτα μύριζε υπέροχα, αηδόνια κελαηδούσαν, οι γάτες έκαναν ότι ήθελαν! Όλοι κάναμε σχεδόν τα ίδια πράγματα κι αυτό είναι παρηγοριά για αυτόν που δεν έχει κάτι να κάνει.
Περπάτησα για λίγο χωρίς κάποιο προορισμό, αν και τα πόδια μου ήθελαν πάλι να με οδηγήσουν στο κλειστό παράθυρο της επιθυμίας. Ξαφνικά σταμάτησα. Σε μια γωνιά, κάτω από το αδύναμο φως μιας λάμπας του δρόμου, πρόσεξα μια παράξενη κίνηση. Δυο μικρά φωτάκια, χόρευαν υπό τους ήχους μιας μουσικής που κανείς δεν μπορούσε να ακούσει. Διέγραφαν κύκλους, πήγαιναν πάνω κάτω, σταματούσαν ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά ξεκινούσαν και πάλι. Έκπληκτος με αυτό το αλλόκοτο θέαμα, αποφάσισα να πλησιάσω όσο μπορούσα πιο προσεχτικά. Στο μυαλό μου επέστρεφαν μνήμες από παλιές ιστορίες, αφηγήσεις του Μπαλάνου για μυστήρια φώτα, μαρτυρίες του Αικατερινίδη για εξωγήινες παρουσίες, διηγήσεις του Πολίτη για νεράιδες και ξωτικά… Τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε, αυτό όμως δεν αναιρούσε το μαγικό θέαμα. Ήταν δυο όμορφες πυγολαμπίδες, αυτά τα υπέροχα έντομα που ποτέ έως τώρα δεν είχα δει στην πόλη και, υποθέτω, ερωτοτροπούσαν. Θυμήθηκα πως ξημέρωνε Άνοιξη. Αύριο η μέρα θα ήταν μεγαλύτερη της νύχτας, η πολυπόθητη εαρινή ισημερία ήταν προ των πυλών και το δικό μου μικρό φωτάκι, αυτό της ελπίδας που επιμένει να παραμένει αναμμένο, υψώθηκε για να κάνει παρέα στις πυγολαμπίδες. Ξέρω πως ήταν μια αυταπάτη, αλλά η διάθεση μου έφτιαξε. Είδες τι μπορούν να προκαλέσουν δυο απλές, μικροσκοπικές πυγολαμπίδες και η νύχτα σαν ευωδιάζει όνειρα; Είναι κάποια φωτάκια που έλαμψαν κάποτε στην ζωή μας, που αν τα θυμόμαστε, έχουν την ικανότητα να φωτίζουν, σαν την αλήθεια, τα σκοτάδια μας…
Πνιγόμαστε στην θλίψη των ανεκπλήρωτων ονείρων μας… Τις νύχτες, κάθε ύπνος είναι κι ένας μικρός θάνατος - σκιώδεις μορφές ψιθυρίζουν στο αφτί μας λάθη και ενοχές, και ο λύκος της ψυχής μας, στρέφεται με απόγνωση στο φεγγάρι, ουρλιάζοντας πόθους και παράπονα. Τι κάνεις; Τι σκέφτεσαι απόψε; Γέμισα με όσα μου λείπουν ένα μπουκάλι και το πιοτό που πίνω γεμίζοντας ξανά και ξανά το ποτήρι μου, έχει μόνο την γεύση σου. Ένα κοτσύφι έχει σταθεί σε μια κολώνα κοντά στο μπαλκόνι και τραγουδά (τι κάνει τέτοια ώρα εκεί;). Αυτό που σε εμάς μοιάζει τραγούδι είναι μονάχα η αγωνία του. Έχει χαθεί… Κάποιον ψάχνει…
Πέρασε η ώρα… Όσο μεγάλη κι αν ήταν σήμερα η μέρα, δεν γινόταν να αποτρέψει τον ερχομό της νύχτας. Νύχτωσε και η ελπίδα σκοτείνιασε. Ψάχνω για πυγολαμπίδες μα δεν βλέπω καμία. Μήπως τις ονειρεύτηκα; Η παρέα μου απόψε είναι η μουσική. Ο Nutini, τα Κρίνα, ο αξιαγάπητος υπέρβαρος Χαβανέζος που, με ένα τραγούδι, έφτιαξε το soundtrack της ζωής μου. Ανοιξιάτικη βραδιά, απελπισμένη αναμονή. Το άρωμα της επιθυμίας μεθά πιο γρήγορα απο το ποτό, θαρρείς πως βιάζεται να με ρίξει σχεδόν λιπόθυμο στο κρεβάτι. Η ζάλη προσκαλέι νέα λάθη. Δεν έρχεται η Άνοιξη. Θα έρθει όμως στα όνειρα μου. Υποθέτω, κάτι είναι κι αυτό...
Καληνύχτα, όνειρα γλυκά, καλό ξημέρωμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....