Ένας ακόμη Μάρτιος... Η φύση, ο κόσμος, τα όνειρα, οι ελπίδες, προετοιμάζονται για μία ακόμη Άνοιξη, και εκείνοι που την προσμένουν μα δεν έρχεται, φυλακισμένοι σε μια πραγματικότητα που δεν συνυπάρχει με αυτή των άλλων, παρακολουθώντας την θάλασσα να φορά τα καλά της ή ένα χελιδόνι να επισκέπτεται χαρούμενο ότι είχε, προσωρινά, αφήσει, σκύβουν το κεφάλι και προσεύχονται. Προσεύχονται να έρθει ξανά η Άνοιξη…
Βιάστηκε να έρθει φέτος ο Μάρτης. Άλλη μια χρονιά χωρίς βραχιολακι... Όλα κινούνται πια με τεράστια ταχύτητα. Παρακολουθώ με έκπληξη την μέρα να παίρνει τα πάνω της και την σιωπή, τόσο παράξενη, τόσο βαριά, ν’ αντιμάχεται όλο αυτό το ξαφνικό φως που, με την σειρά του ανταγωνίζεται το σκοτάδι, χωρίς να μπορώ να ξεφύγω από τα δίχτυα της θλίψης που διαρκώς αλλάζει πρόσωπα. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που «κοκκινάκια» σηματοδοτούσαν ερασιτεχνικές απόπειρες συζητήσεων, ο ήχος ενός γλυκού pong καλωσόριζε ένα νέο μηνύμα, ο Μπέζος διέκοπτε, προσωρινά, δειλές προσπάθειες φλερτ και τοστάκια μεταμφιέζονταν ξανά και ξανά και ξανά σε δείπνο, μα τα θυμίζει τόσο πολύ ο Μάρτιος. Στιγμές που ταξιδεύουν με τον άνεμο και κατακάθονται σαν σκόνη πάνω στη μνήμη. Είχε και τότε έρθει ο Μάρτιος. Και λίγο πριν το τέλος του, θα έφερνε και την Άνοιξη…
Κάθισα να πιω τον καφέ μου, μαζεμένος σε μια γωνιά για να φαίνομαι όσο τον δυνατόν λιγότερο και στο διπλανό τραπεζάκι κάθισε μία παρέα. Ήταν τρία αγόρια και δυο κορίτσια, νεαρής αλλά ακαθόριστης ηλικίας, καθώς πλέον τα κορίτσια δείχνουν πολύ μεγαλύτερα απ’ όσο πραγματικά είναι και τα αγόρια πολύ μικρότερα απ’ όσο πραγματικά είναι. Μιλούσαν δυνατά, αδιαφορώντας αν ενοχλούν (εξάλλου ήταν οι μοναδικοί που διασκέδαζαν και πάντα αυτοί που διασκεδάζουν ενοχλούν αυτούς που δεν διασκεδάζουν). Μιλούσαν μα αντί να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, κοιτούσαν τα κινητά τους. Σταμάτησα να τους ακούω κι έστρεψα κι εγώ την προσοχή μου στο τηλέφωνο μου, τη μοναδική μου συντροφιά. Ώσπου μια κουβέντα, ειπωμένη δυνατά αλλά με περιφρόνηση, με έκανε να στήσω ξανά αφτί.
«Βιβλία ρε Bro;…» είπε το ένα αγόρι που η μεταλλική χροιά της φωνής του φανέρωνε τα πρώτα βήματα της εφηβείας.
«Ναι ρε συ…» είπε ο άλλος με προσποιητή μαγκιά στην φωνή του.
«Ποιος διαβάζει βιβλία, ρε bro;» είπε ξανά ο πρώτος με φανερή απορία.
«Δεν ξέρω…» είπε αυτός που πάσχιζε να κάνει μάγκικη την φωνή του. «Κι εγώ αυτό είπα…»
«Υπάρχουν ρε μαλάκες άνθρωποι που διαβάζουν ακόμα βιβλία;» είπε και ο τρίτος χαχανίζοντας.
Αυτό το σχόλιο, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, έκανε τις κοπέλες να σκάσουν στα γέλια.
«Ναι ρε Bro…» επανέλαβε ο πρώτος. «Κι όμως…»
Δυο κυρίες μιας φιλοζωικής είχαν στήσει δυο πάγκους λίγο πιο πάνω και πωλούσαν διάφορα αντικείμενα ώστε να ενισχύσουν τον σύλλογο τους, Ανάμεσα τους και μερικά βιβλία. Είχα σταθεί νωρίτερα σε εκείνους τους πάγκους και είχα αγοράσει δυο βιβλία (ταλαιπωρημένα βέβαια αλλά αυτή η ταλαιπωρία τους δίνει έναν μικρό ρομαντισμό). Μάλλον σε εκείνους τους πάγκους αναφέρονταν και οι νεαροί. Το πρόβλημα δεν ήταν ο ειρωνικός τόνος σε αυτή την συζήτηση. Ήταν η έκπληξη. Τους φαινόταν πραγματικά απίστευτο το ότι κάποιος διαβάζει ακόμα, βιβλία…
Κάποτε είχα την πεποίθηση πως η νέα γενιά θα άλλαζε τον κόσμο. Θα άλλαζε εμάς. Πλέον δεν το πιστεύω. Είναι μια γενιά που κατάφεραν να την αποβλακώσουν, να την αιχμαλωτίσουν σε ένα σύστημα που μας θέλει άβουλους, αδιάφορους, απαθείς. Τώρα γιατί στα λέω αυτά; Μου λείπει πολύ να μιλάμε. Οι μοναδικοί άνθρωποι που συναναστρέφομαι πιο συχνά είναι οι συνάδελφοι μου, αλλά κανείς τους δεν διαβάζει. Τους φαίνεται, χάσιμο χρόνου! Ούτε για μουσική μπορούμε να πούμε πολλά, γιατί δεν έχουν κλείσει ποτέ τα μάτια ακούγοντας ένα τραγούδι, νιώθοντας μια μελωδία. Τα βιβλία (στις προσεγμένες τουλάχιστον εκδόσεις) έχουν στο τέλος τους 2-3 λευκές σελίδες. Είναι ένα παιχνίδι με το συναίσθημα. Ξεφυλλίζεις τις τελευταίες στιγμές από κάτι που σε άγγιξε δίνοντας χρόνο στον εαυτό σου να σκεφτεί τι διάβασε, όπως ακριβώς κλείνεις ενστικτωδώς τα μάτια όταν μια μελωδία αγγίξει την ψυχή σου. Τα πάντα είναι συναίσθημα. Και, είναι αλήθεια, διαβάζοντας, γινόμαστε καλύτεροι…
Ο Μάρτιος ήρθε ξανά και κάπου προς το τέλος του, έρχεται η Άνοιξη που, χρόνια τώρα, προσμένω. Μου λείπει να μιλάμε. Γύρω μου ανθίζουν πόθοι, οι νύχτες ευωδιάζουν υγρές στιγμές, χέρια αναζητούν να αγγίξουν, αγκαλιές να απελευθερωθούν, μα η σκοτεινή πραγματικότητα, η σιωπηλή καθημερινότητα στα όρια της ρουτίνας, περιγελούν την ελπίδα που τολμά και αναθαρρεύει ζηλεύοντας την επιτυχημένη επιμονή των χελιδονιών. Θέλει και η αναζήτηση χρόνο να ξεκουραστεί, μα είναι ρουτίνες που δίνουν σκοπό σε εκείνον που δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει. Φτιάχνεις «άτυπα» στέκια για να έχεις την αίσθηση της οικειότητας αντικρίζοντας διαρκώς τα ίδια πρόσωπα και, στα μάτια των άλλων, εκείνων που βολεύονται να θαρρούν επιλογή τη μοναξιά, δείχνεις γραφικός. Παρακολουθείς συζητήσεις στις οποίες θέλεις επίμονα να συμμετάσχεις, μα είναι μια παρόρμηση από την οποία «πρέπει» να παραιτηθείς, όπως όλες τις παρορμήσεις που αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις καθώς μεγαλώνεις. Φτιάχνεις άτυπα «στέκια» για να μπορείς να παρακολουθείς τον κόσμο καθισμένος, γιατί τα πόδια δεν αντέχουν πια τις περιπλανήσεις. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε πρόσωπα χαρούμενα και πρόσωπα σκυθρωπά, ανάμεσα σε βιαστικούς και χασομέρηδες, ανάμεσα σε άγνωστους γνωστούς και γνωστούς αγνώστους, μπορεί να δεις να περπατά, με το γλυκό αβέβαιο βάδισμα της, η επιθυμία…
Και καθώς ο Μάρτης θα φθάνει στο τέλος του, σε λίγες ημέρες από τώρα, την ποθητή στιγμή της εαρινής ισημερίας, πάλι θα ζητήσω άδεια… Γιατί όταν προσμένεις την Άνοιξη και έχεις την ελπίδα πως μπορεί και να έρθει, οφείλεις να είσαι προετοιμασμένος. Και είναι μια μέρα που πρέπει να γιορτάσω ακόμα κι αν η γιορτή μελαγχολεί. Ναι, είναι βάσανο η ελπίδα. Είναι όμως και ανάγκη, ένας τρόπος να συνεχίσουμε με κάποιον τρόπο, για όσο μας έχει οριστεί, να υπάρχουμε. Είναι βάσανο η ελπίδα, μα είναι ένα βάσανο γλυκό. Όπως η Άνοιξη… Όπως η επιθυμία…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....