crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Στην στάση…

Όλη η ζωή σε μια στάση λεωφορείου… Μια στάση άλλοτε γεμάτη κόσμο κι άλλοτε έρημη σαν να την εγκατέλειψαν. Μια στάση που θα την προσπεράσεις γιατί δεν ξέρεις πώς να την διεκδικήσεις. Που πάει το λεωφορείο; Γιατί αρπάζει, αδίστακτα, ότι επιθυμούμε πριν να το χορτάσουνε τα μάτια μας;

Για κείνους που πραγματοποιούν χιλιάδες συζητήσεις μονάχα στην φαντασία τους, για όσους βαδίζουν με το κεφάλι σκυφτό αναζητώντας μια στιγμή που έχει παραπέσει κάπου στην άκρη του δρόμου, ο χρόνος προσποιείται πως σταματά. Η καρδιά παραμένει εκεί που, κάποτε, αφεθηκε, οι φωτογραφίες δεν αποτυπώνουν αναμνήσεις μα την πραγματικότητα και η ζωή επαναλαμβάνεται σαν εκείνες τις χιλιοπαιγμένες ασπρόμαυρες ταινίες που κάποιος νομίζει πως τις ομορφαίνει χρωματίζοντας τες. Τα πάντα δείχνουν σταματημένα στο σημείο που η θύμηση έχει σημαδέψει και όμως, παρασύρονται τελικά από την ορμητική ροή του χρόνου που βιάζεται να εκβάλλει στην θάλασσα της ανυπαρξίας. Μα όταν το βλέμμα του αφηρημένου συναντά άξαφνα την ομορφιά (σε έναν δρόμο, σε μία γωνία, σε μια στάση λεωφορείου…), η στιγμή αγκιστρώνεται στην πλάτη του χρόνου και η μνήμη αναγεννάται. Το πρώτο πράγμα που κάνεις τότε είναι να χαμογελάσεις, γιατί την έχει αυτή την ιδιότητα η ομορφιά. Μετά δακρύζεις, γιατί την έχει αυτή την ιδιότητα η ομορφιά…   

Η δύναμη που κάποιες στιγμές φαίνεται να πηγάζει βαθιά μέσα μας, βρίσκει διέξοδο μόνο σαν νιώσουμε πως κάποιος την χρειάζεται. Όταν πάψει αυτή η ανάγκη, παύει και η όποια δύναμη. Η στιγμή που ο ήλιος είναι ευάλωτος είναι όταν δύει. Τότε γκρεμίζονται οι άμυνες του, τότε παραδίδεται στη μοναξιά. Και καθώς προσπαθεί να κρυφτεί, ένα έντονο κόκκινο χρώμα, το χρώμα της ντροπής, το χρώμα της αγάπης, καλύπτει τον ουρανό, σκεπάζει την θάλασσα. Μα είναι εκείνη την στιγμή, όταν η ντροπή και η αγάπη γίνουν ένα, που εμείς μαγευόμαστε να κοιτάμε τον ουρανό και την θάλασσα: την στιγμή που ο ήλιος είναι ευάλωτος…  

Δέκα ημέρες άδειας, γεμάτες παγωνιά και σιωπή…Σκοτεινές ημέρες, ακόμη πιο σκοτεινές νύχτες. Η μόνη κουβέντα, η μοναδική υποψία συζήτησης, οι εμπειρίες από ένα τσίρκο, στην εκπνοή της άδειας που άδειασε πριν προλάβει να υπάρξει. Όταν βλέπεις τον χρόνο μπροστά σου νιώθεις πως μπορείς να κάνεις σχέδια, πλημμυρίζεις ελπίδα. Όταν σε προσπεράσει όλα κινούνται με την παράλογη ταχύτητα της λαχτάρας και της ματαιότητας. Να που φθάσαμε πια στο σημείο να μην μιλάει ο ένας στον άλλον και, σε μια σιωπηλή αρένα, υπό τις ιαχές ενός πλήθους που διαρκώς διψάει για αίμα, μάχονται συναισθήματα σε έναν αγώνα που νικητή έχει πάντα τον εγωισμό…

Έρημοι άνθρωποι βαδίζουν άσκοπα το ηλιοβασίλεμα μπροστά σε μια θάλασσα που δείχνει διαρκώς θυμωμένη. Μια θάλασσα που απαξιώνει τις επιθυμίες τους, ίσως γιατί δεν έχουν το θάρρος να την αγγίξουν, μα εκείνοι χαίρονται κάθε φορά που ένα κύμα πέφτει με δύναμη στην αμμουδιά, γιατί σταγόνες μπλε πόθου στάζουν στο πρόσωπο τους, χαϊδεύουν το δειλό κορμί τους. Ποιος έχει την δύναμη, αναρωτιόταν κάποτε ο Κωνσταντίνος Β. σε εκείνο το μελαγχολικό τραγούδι, αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει; Και γιατί, αναρωτιέμαι εγώ, πρέπει να έχει κάποιος αυτή την δύναμη; 

Ο Τζώνυ, ο ταλαιπωρημένος από αρθριτικά ηλικιωμένος σκυλάκος της πλατείας, έχει πολλούς υποστηρικτές, πολλούς που βροντοφωνάζουν πόσο τον αγαπούν - έφτιαξαν μάλιστα και ομάδα για να υπάρχουν μαζεμένοι οι καλοθελητές – μα, ουσιαστικά, κανένας δεν υπήρξε εκεί. Μόνο αυτός που πραγματικά τον αγαπά, μόνο αυτός που πραγματικά ενδιαφέρεται. Οι άλλοι την φωνάζουν την αγάπη τους, εκείνος την δείχνει. Εκείνος τον βοηθά, εκείνος προσπαθεί, εκείνος τον υπομένει. Αλλά, κάποια στιγμή – έγινε μπροστά στα μάτια μου – ο Τζώνυ πήγε να τον δαγκώσει αυτόν τον άνθρωπο όταν αυτός, για το καλό του Τζωνυ, προσπάθησε να του φορέσει – άτσαλα, είναι αλήθεια - ένα νέο κολάρο, γιατί δεν του άρεσε του Τζωνυ το κολάρο, γατί τον ενοχλούσε. Και όταν ένας καλοθελητής (από αυτούς που βροντοφωνάζουν, απλά για να δείξουν στους άλλους, την αγάπη τους) έσκασε μύτη με ένα κομμάτι φαγητό, ο, κατά τ’ άλλα αξιαγάπητος, Τζώνυ, γύρισε την πλάτη στον πρώτο και έτρεξε κουνώντας χαρωπά την ουρά του, στον δεύτερο…

Όλη η ζωή σε μια στάση λεωφορείου… Και ένα μελαγχολικό λεωφορείο ξεκινώντας από μια μακρινή και αβέβαιη αφετηρία, έρχεται, απάνθρωπα βιαστικό, να πάρει αυτή την ζωή. Δειλά βλέμματα, εχθρικά βλέμματα, ανείπωτα λόγια, σε μια στάση που μετατρέπει σε μαρτύριο ο φόβος. Ο φόβος του πόνου, ο φόβος της μοναξιάς, ο φόβος της αβεβαιότητας, ο φόβος της απόρριψης, ο φόβος της αγάπης... Ότι απομένει μετά το πέρασμα του λεωφορείου, στην στάση, είναι το άρωμα της επιθυμίας. Είναι η ανάμνηση της αγάπης…

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com