Ξεθωριάζει το Καλοκαίρι και εμείς επιδιδόμαστε αβοήθητοι σ’ ένα ανελέητο κυνηγητό με τις αναμνήσεις. Άραγε είμαστε εμείς που κυνηγούμε τις αναμνήσεις ή οι αναμνήσεις που κυνηγάνε εμάς;
Η πόλη, πλημμυρισμένη ανεξίτηλες στιγμές, χάνεται σιωπηλή στην ερημιά ενός ακόμη καλοκαιριού… Μέρες χωρίς σκοπό, νύχτες χωρίς ουσία. Η μοναξιά μάχεται με την αξιοπρέπεια, η προσμονή με τις ενοχές. Είναι απίστευτο πως μια απρόσμενη στιγμή μπορεί να κάνει την καρδιά να φτερουγίσει από ευτυχία και, συνάμα, μπορεί να την βυθίσει στην απόγνωση. Αρκεί μια κίνηση, αρκεί ένα βλέμμα… Όταν νομίζεις πως όλα έχουν ερημώσει, επιτρέπεις στον εαυτό σου να είναι παραπάνω απρόσεχτος καθώς ψιθυρίζεις σε σκοτεινά παράθυρα τις Καληνύχτες σου, έτσι, υποθέτεις πως αυτές οι «λακούβες» στον δρόμο δεν είναι λάθη και δεν πειράζει και τόσο αν τύχει και πέσεις μέσα τους. Παγίδες που στήνει η ζωή στους απελπισμένους. Όταν δεν αντέχεις να είσαι μακριά απ’ ότι αγαπάς, αυτή η ανάγκη μπορεί να γίνει παγίδα. Κάθε προσπάθεια αλήθειας, κάθε απόπειρα απολογίας – τα βλέφαρα που κλείνουν αμέσως μήπως και αποτυπώσουν την εικόνα που μοιάζει πια με όνειρο – καταδικάζεται από μια απίστευτα βασανιστική έλλειψη αυτοπεποίθησης που, χρόνια τώρα, αναδημιουργεί ένα νέο, αποκρουστικό, εαυτό. Τα λόγια, χωρίς ένταση, χωρίς χρώμα, πριν προλάβουν να ειπωθούν, προσκρούουν πάνω σε θεόρατα τείχη που ορθώνει καθημερινά η δειλία. Είναι, ξέρεις, κάποιες «ασθένειες» που δεν θεραπεύονται με ψέματα…
Λείπει ο κόσμος, λείπει χρόνια… Στου δρόμους συναντώ σκιές από ό,τι κάποτε υπήρξε. Συλλογιέμαι μερικές φορές τις στιγμές που ανοίξαμε σε κάποιον την καρδιά μας, τους φόβους και τις ανησυχίες που αποκαλύψαμε, τους πόθους και τα όνειρα που εκμυστηρευτήκαμε,,, Τι απέγιναν άραγε όλες αυτές οι λέξεις; Τα σαββατόβραδα η πλατεία ντύνεται γιορτινά, χαρούμενα πιτσιρίκια κόβουνε βόλτες φορώντας τα καλά τους, πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα και χαμογελαστά διασκεδάζουν σε μαγαζάκια με χαμηλό φωτισμό, από τα μπαλκόνια ακούγονται γέλια, ποτήρια που τσουγκρίζουν και ζωηρές συνομιλίες. Ήχοι ζωής… Ήχοι του χθες… Ο χρόνος τρέχει, η ζωή φεύγει. Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν υπάρχω…
Το καλοκαίρι είναι πάντα τόσο θλιβερό, τόσο μοναχικό, δίνει ακόμα υποσχέσεις που ποτέ δεν εκπληρώνει, μα αυτή η πλάνη είναι δελεαστική, κάποιες φορές είναι λυτρωτική. Κοιτάζω την θάλασσα, την φαντάζομαι να χαϊδεύει απαλά τα πόδια σου και ο πόθος ξυπνά παρορμήσεις, που, με την σειρά τους, γεννούν κι άλλα λάθη. Τι να κάνω; Που να πάω; Όταν η καρδιά ξέρει τι αναζητά, δεν υπάρχει άλλος προορισμός. Τα όμορφα όνειρα ξεχνιούνται με το ξύπνημα, οι εφιάλτες μας ακολουθούν όλη την ημέρα. Πόσο μου λείπεις… Είμαστε παγιδευμένοι σε έναν αόρατο ιστό που υφαίνει μεθοδικά ο εγωισμός. Έχω ακόμα στα μάτια μου την αναπάντεχη ομορφιά, και στα αφτιά μου ηχούν λόγια που δεν άκουσα. Έμεινα εκεί, στην άκρη του δρόμου, και ήθελα μόνο να ξαπλώσω, να κλείσω τα μάτια μου και αν τ’ ανοίξω ξανά, ν’ αντικρίσω τα δικά σου, φωτεινά, σαν την θάλασσα, να διώξουν το σκοτάδι. Έμεινα εκεί, στην άκρη του δρόμου, να αναρωτιέμαι ποιος είμαι. Να αναρωτιέμαι τι είμαι, Έμεινα εκεί, να μυρίζω το άρωμα της επιθυμίας που απομακρυνόταν βιαστικά μέσα στη νύχτα…
Μοιράζομαι συχνά με το τίποτα τη μοναξιά μου, όπως εκείνα τα παιδιά στο πάρκο που, με δειλές, απελπισμένες κινήσεις (κλοτσώντας μπουκάλια, σχεδιάζοντας με ξυλαράκια κύκλους στο χώμα…), προσπαθούν να κινήσουν κάποιο ενδιαφέρον, μα στο τέλος, εισπράττουν μονάχα αδιαφορία, συχνά περιφρόνηση. Μοιράζομαι την αγάπη με στίχους και εικόνες, με την ελπίδα πως έστω ένα μικρό ψήγμα αλήθειας θα βρει μια χαραμάδα να περάσει, θα βρει τον δρόμο που ασταμάτητα αναζητά, πως ίσως ένας «από μηχανής θεός» θα έρθει να απεγκλωβίσει τόσες φυλακισμένες σκέψεις, θα δοθεί επιτέλους αυτή η ευκαιρία που μονοπωλεί τις προσευχές μου. Μα η σιωπή παραμένει βαριά. Εφτά χρόνια αναμνήσεις, εφτά χρόνια βυθισμένα στην σιωπή και το άδικο. Μοναδική συντροφιά η ελπίδα. Όταν κάποιος αδικείται δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει κατανοητός. Όλοι έχουμε τις αλήθειες μας και όλων οι αλήθειες πρέπει να ακουστούν…
Ξεθωριάζει το καλοκαίρι, τα περιθώρια στενεύουν. Κάθε χρόνο είναι και πιο δύσκολα. Τα «Σ’ αγαπώ» που δεν μπορούμε να φωνάξουμε, τα βλέμματα που τρέμουμε ν’ ανταλλάξουμε, ο χρόνος που παλεύουμε να κερδίσουμε, γίνονται μασκοφορεμένοι δήμιοι μπροστά στην αγχόνη, έτοιμοι να αποκεφαλίσουν προσδοκίες. Στενεύουν τα περιθώρια και μη γνωρίζοντας αν και πότε θα επέλθει η ερημιά, κάθε σκέψη διαφυγής, κάθε σχέδιο απόδρασης, στέκεται μετέωρο ανάμεσα στον δισταγμό και την απόφαση. Να μείνω ή να φύγω; Κι αν φύγω, πότε να φύγω; Δεν ξέρω αν θα με βρει ξανά εδώ η ερημιά να περιπλανιέμαι άσκοπα κυνηγώντας αναμνήσεις ή αν θα με ακολουθήσει εκεί, να περιπλανιέμαι άσκοπα κυνηγημένος από αναμνήσεις…
Είναι αδύνατο να ζεις μακριά απ’ ότι αγαπάς…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....