Κάποιος μου είχε πει κάποτε, πως οι πραγματικά σημαντικοί άνθρωποι στην ζωή μας είναι αυτοί που μας γνωρίζουν νέες μουσικές και μας κάνουν να τις αγαπήσουμε. Μουσικές που ίσως δεν άκουγες ποτέ, που πίστευες πως ποτέ δεν θα σου άρεσαν, και γίνονται ξαφνικά κομμάτι της ζωής σου…
Την πρώτη φορά που οι γονείς μου αποπειράθηκαν να με στείλουν κατασκήνωση (πόσο να ήμουν; 8; 9; κάπου εκεί γύρω…) αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση! Γενικά ποτέ δεν υπήρξα ότι πιο γενναίο κυκλοφορεί εκεί έξω, και η πάλη να πείσω τους γονείς μου να αλλάξουν απόφαση γινόταν με ασταμάτητους λυγμούς και δυνατό κλάμα. Δεν άλλαξαν απόφαση όμως. Όταν είδα το αυτοκίνητο τους να απομακρύνεται και εγώ να έχω παραδοθεί στα χέρια μιας άγνωστης, πίστευα πως με είχαν εγκαταλείψει και πως δεν θα τους έβλεπα ποτέ ξανά. Μην βιάζεσαι να χαμογελάσεις και να με πεις μελοδραματικό, απλώς πάντα ήμουν ανυπόφορα (για εμένα) ευαίσθητος και αθεράπευτα συναισθηματικός…
Για να μπορέσω να επιβιώσω έκανα αυτό που κάνουν συνήθως όλα τα παιδιά της τότε ηλικίας μου. Έγινα βάρος σε κάποιον μεγαλύτερο μου και του κόλλησα σαν τσιμπούρι. Τον γνώρισα το πρώτο βράδυ που ξάπλωσα στον θάλαμο, καθώς το κρεβάτι μου ήταν δίπλα στο δικό του. Θυμάμαι ότι για να κοιμηθεί ξάπλωνε ανάσκελα και σταύρωνε τα χέρια του στο στήθος. Εξαιρετικά μακάβριος τρόπος για να κοιμάται κάποιος, όμως εγώ προσπαθούσα να μιμηθώ τον τρόπο που εκείνος κοιμόταν, γιατί αφού ήταν μεγαλύτερος κάτι παραπάνω θα ήξερε. Εκείνο το πρώτο βράδυ που πονούσα τόσο πολύ, εκείνο το βράδυ που αισθανόμουν εγκαταλειμμένος και τρομοκρατημένος, εκείνο το βράδυ έγινε ξαφνικά τόσο μαγικό, σαν την πρώτη φορά που βρέθηκα στο ομορφότερο μπαλκονάκι του κόσμου να κρατάω στην αγκαλιά μου όλη μου την ζωή, κοιτάζοντας το φεγγάρι...
Κοιτούσα γύρω μου τρέμοντας κάτω από το σεντόνι, φοβισμένος αλλά και εκστασιασμένος γιατί πόρτα και παράθυρα ήταν ανοιχτά και έβλεπα το ασημένιο φως του φεγγαριού να εισέρχεται απαλά μέσα στον θάλαμο κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν απόκοσμα. Είχα σταυρώσει τα χέρια μου στο στήθος όπως ο διπλανός μου κι ανάμεσα τους έσφιγγα τρυφερά ένα σταυρουδάκι της μητέρας μου -με την ίδια αγάπη και νοσταλγία που κρατώ συχνά δικά σου αντικείμενα- με το βλέμμα καρφωμένο στην ανοιχτή πόρτα σα να επεξεργαζόμουν κάποιο σχέδιο απόδρασης. Υπήρχε μια παράξενη ένταση στην ατμόσφαιρα και κανείς δεν κοιμόταν. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
«Κατερίνα, βάλε μας το τραγούδι…»
Η Κατερίνα (το μοναδικό όνομα που έχω συγκρατήσει από εκείνη την τόσο μακρινή εμπειρία) ήταν η ομαδάρχισσα μας και είχε το κρεβάτι της δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του θαλάμου.
«Σε παρακαλούμε…» ακούστηκε μια άλλη φωνή, «…βάλε μας το τραγούδι…»
«Σε παρακαλούμε…» φώναξαν σχεδόν όλοι μαζί.
Τι ήθελαν όλοι αυτοί; Για ποιο τραγούδι μιλούσαν; Η περιέργεια είχε σκεπάσει για λίγο τον πόνο μου.
«Καλά, καλά…» είπε η Κατερίνα. «Θα το βάλω, αλλά μετά ύπνο, εντάξει;»
Κάπου δίπλα της υπήρχε ένα κασετόφωνο. Πάτησε το κουμπί που άνοιγε το πορτάκι και έβαλε μέσα μια κασέτα. Έπειτα πάτησε το play…
Ήταν η πιο παράξενη και πιο όμορφη μουσική που είχα ακούσει μέχρι τότε (και είχα από πολύ μικρός αρκετά καλές μουσικές επιρροές). Δεν είχε λόγια, ήταν μόνο μουσική, μα ήταν από αυτές τις μουσικές που δεν χρειάζονται λόγια, γιατί τις εικόνες τις φτιάχνεις εσύ στο μυαλό σου. Με μάγεψε, ξέχασα την λύπη μου, το σκοτάδι δεν ήταν ανησυχητικό αλλά ευπρόσδεκτο και μια μελωδική γαλήνη ήρθε μαζί με το φως του φεγγαριού να ζωγραφίσει χαμόγελα στα πρόσωπα μας. Είχε κάτι το μυστηριακό αυτή η μελωδία, ένιωθα να ξεγλιστρώ έξω στη νύχτα θέλοντας να αγκαλιάσω το φεγγάρι. Η Κατερίνα, με το πάτημα ενός κουμπιού είχε καταφέρει να πάρει μακριά κάθε μου λύπη και φόβο, μου είχε γνωρίσει έναν κόσμο που στα μάτια μου (τα μάτια ενός παιδιού – και πολύ αργότερα, τα μάτια ενός ενήλικα…) ήταν ότι πιο μαγικό μπορούσα να ζήσω και να μετατρέψει την πιο δύσκολη νύχτα της ζωής μου, στην πιο όμορφη. Έμαθα τότε, προς απόλυτη ευχαρίστηση και συγκίνηση μου, πως κάθε νύχτα πριν κοιμηθούμε, η Κατερίνα θα μας έβαζε να ακούσουμε αυτή την μελωδία. Έμαθα τότε πως οι Κατερίνες της ζωής μας είναι εξαιρετικά σπάνιες και πως αν χαθούν, το κενό τους τίποτα δεν το αναπληρώνει…
Καθώς τότε δεν γνώριζα τίποτα για αυτό το τραγούδι και καμία εικόνα δεν μπορούσε να επηρεάσει την φαντασία μου, η καρδιά μου συνέθετε ελεύθερη συναισθήματα που μετέφραζε σε εικόνες το μυαλό μου. Και αυτό ήταν πραγματικά μοναδικό! Αργότερα βέβαια, έχοντας δει την ταινία στην οποία το συγκεκριμένο κομμάτι ακούστηκε, μην έχοντας δηλαδή «αμόλυντο» μυαλό, κάθε φορά που το άκουγα στο νου μου ερχόταν το πρόσωπο του Clint Eastwood να παίζει το πούρο του στο στόμα, μιας και επρόκειτο για το κυρίως θέμα από την ταινία «The Good, the Bad and the Ugly» και ο συνθέτης του ήταν φυσικά, ο μεγαλοφυής Ennio Morricone. Από εκεί και έπειτα όμως, έχοντας περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είδα αυτή την ταινία, η συγκεκριμένη μελωδία δεν μου θυμίζει Spaghetti Western, αλλά εκείνη τη μαγική βραδιά.
Και αυτό είναι που την κάνει τόσο μελαγχολική…
Και αυτό είναι που την κάνει τόσο μελαγχολική…
Μελαγχολικές είναι, κατά την άποψη μου, όλες οι μελωδίες του Morricone, ακόμα και αυτές που τις διακατέχει ο δυναμισμός του De Palma, ακόμα και αυτές που συνοδεύουν εξαιρετικές στιγμές τρόμου του Carpenter. Και αν και πιστεύω πως έχω δει όλες τις ταινίες των οποίων το soundtrack (η μέρος αυτού) έχει συνθέσει ο τεράστιος Ιταλός «μαέστρος» (και πρόκειται πραγματικά για εξαιρετικές ταινίες), σχεδόν ποτέ, κάθε φορά που μια μελωδία στοιχειώνει όμορφα την ψυχή μου , η εικόνα που σχηματίζεται δεν αφορά άμεσα την ταινία. Πάντα με ταξιδεύει, πάντα με οδηγεί εκεί που η καρδιά μου θέλει να πάει - όσο κι αν το μυαλό μου επιμένει σε διαφορετική διαδρομή. Σαν όλα εκείνα τα τραγούδια που μου γνώρισες, με στίχους που αδυνατούσα να καταλάβω, αλλά δεν τόλμησα ποτέ να μεταφράσω μήπως και χαθεί κάτι από την μαγεία της πρώτης εντύπωσης...
Αγαπημένη μου μουσική στιγμή του Morricone είναι το «Σινεμά ο Παράδεισος», όπου οι μελωδίες μου προκαλούσαν πάντοτε ανάμικτα συναισθήματα. Ξυπνούν γλυκές η πικρές αναμνήσεις που συχνά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτή την λατρεμένη μου ταινία. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την τετριμμένη (αλλά και αληθή) διαπίστωση του «Αυτή είναι η μαγεία της Μουσικής», όσο με το «Αυτή είναι η μαγεία του Συνθέτη». Ναι, ο Morricone υπήρξε και θα είναι για πάντα ένας μοναδικός και μεγαλοφυής μουσικοσυνθέτης. Και πολλές όμορφες μελωδίες που αναγνωρίζει η καρδιά σου, ακόμα κι αν τυχαίνει να μην το γνωρίζεις, είναι δικές του. Κι αν το ψάξεις, θα ανακαλύψεις πως είναι πολλές…
Την αμέσως επόμενη χρονιά που βρέθηκα ξανά στην κατασκήνωση, ούτε πονούσα ούτε φοβόμουν μήπως με εγκαταλείψουν. Αντίθετα ένιωθα μια συγκρατημένη ανυπομονησία κι έναν ανομολόγητο ενθουσιασμό. Αν και εραστής των εμπειριών, όταν μια εμπειρία με σημαδέψει με τρόπο όμορφα ανεξίτηλο δεν την κρατώ επιζητώντας μετά μια διαφορετική, με την αισιόδοξη πεποίθηση πως υπάρχει πιθανότητα να είναι καλύτερη, αλλά αντίθετα διεκδικώ με πάθος την επανάληψη της. Αυτό εγκυμονεί βέβαια τον φόβο της απογοήτευσης, όμως τα πρώτα συναισθήματα είναι πάντα τα πιο αληθινά... Και πολλοί επιστρέφουμε σαν φαντάσματα στις στιγμές που αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στον χρόνο με την ελπίδα πως κάθε φορά μπορεί να είναι ξανά πρώτη φορά…
Όταν οι γονείς μου με άφησαν στα χέρια μιας ακόμα άγνωστης, δεν πανικοβλήθηκα, αλλά τους αποχαιρέτησα ανυπομονώντας να έρθει το βράδυ και να βρεθώ ξανά στον θάλαμο μου. Ο πόνος όμως αυτή την φορά ήταν αβάσταχτος. Δίπλα μου δεν υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος να κοιμάται ανάσκελα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, αλλά ένας μικρούλης που έκλαιγε ασταμάτητα, με τον ίδιο τρόπο που έκλαιγα κάποτε εγώ. Η πόρτα και τα παράθυρα του θαλάμου, αν και είχε ένα πανέμορφο ολόγιομο φεγγάρι, ήταν τώρα κλειστά... Η Κατερίνα, δεν ήταν εκεί. Την θέση της είχε πάρει ένας τύπος που έδειχνε χωρίς κανέναν ενδοιασμό πως ο εαυτός του είχε μεγαλύτερη σημασία από τα φοβισμένα παιδικά βλέμματα που προσπαθούσαν μάταια να κοιμηθούν.
Και χωρίς Κατερίνα δεν υπήρχε μουσική. Και χωρίς μουσική δεν υπήρχαν και οι μελωδίες του Ennio Morricone... Το φεγγάρι περίμενε έξω από την πόρτα αλλά τίποτα, κανένας δεν το προσκαλούσε...
Βρήκα τις τέντες κατεβασμένες...Αβάσταχτη σιωπή, θλιβερό σκοτάδι. Η πόλη άδειασε, οι περιπλανήσεις είναι πια άσκοπες. Και είναι και πάλι, πανσέληνος….
Βρήκα τις τέντες κατεβασμένες...Αβάσταχτη σιωπή, θλιβερό σκοτάδι. Η πόλη άδειασε, οι περιπλανήσεις είναι πια άσκοπες. Και είναι και πάλι, πανσέληνος….
© Notis 2020
Λίγο πριν τον θάνατο του, ο Ennio Morricone έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα:
«Εγώ, ο Ένιο Μορικόνε, έχω πεθάνει.
Το ανακοινώνω σε όλους τους φίλους μου που ήταν πάντα δίπλα μου και σε εκείνους που είναι μακριά. Σας χαιρετώ με μεγάλη τρυφερότητα. Αδύνατον να σας κατονομάσω όλους.
Θέλω όμως να αναφερθώ στον Πεπούτσιο (εννοεί τον Giuseppe Tornatore) και την Ρομπέρτα, φίλους αδερφικούς, σταθερά παρόντες στα τελευταία χρόνια της ζωής μας.
Μονάχα για έναν λόγο σας αποχαιρετώ όλους με αυτόν τον τρόπο και επιθυμώ να έχω μια ιδιωτική κηδεία: Δε θέλω να ενοχλήσω κανέναν.
Αποχαιρετώ με μεγάλη τρυφερότητα την Ινές, τη Λάουρα, τη Σάρα, τον Έντσο και τον Νόρμπερτ, γιατί μοιράστηκαν με εμένα, και την οικογένεια μου, ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Θέλω να θυμάμαι με αγάπη τις αδελφές μου, Αντριάνα, Μαρία, Φράνκα, και τους αγαπημένους τους. Να ξέρετε πως σας αγάπησα πολύ.
Έναν αποχαιρετισμό έντονο και βαθύ στα παιδιά μου, Μάρκο, Αλεσάντρα, Αντρέα και Τζιοβάνι, στη νύφη μου Μόνικα, και στα εγγόνια μου Φραντσέσκα, Βαλεντίνα, Φραντσέσκο και Λούκα.
Ελπίζω να καταλαβαίνουν πόσο τους αγάπησα.
Και τέλος (μα όχι τελευταία) στη Μαρία. Με την οποία ανανέωσα την απίστευτη αγάπη που μας ένωσε και δυστυχώς εγκαταλείπω.
Σε εκείνη το πιο πονεμένο αντίο...».
Θέλω όμως να αναφερθώ στον Πεπούτσιο (εννοεί τον Giuseppe Tornatore) και την Ρομπέρτα, φίλους αδερφικούς, σταθερά παρόντες στα τελευταία χρόνια της ζωής μας.
Μονάχα για έναν λόγο σας αποχαιρετώ όλους με αυτόν τον τρόπο και επιθυμώ να έχω μια ιδιωτική κηδεία: Δε θέλω να ενοχλήσω κανέναν.
Αποχαιρετώ με μεγάλη τρυφερότητα την Ινές, τη Λάουρα, τη Σάρα, τον Έντσο και τον Νόρμπερτ, γιατί μοιράστηκαν με εμένα, και την οικογένεια μου, ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Θέλω να θυμάμαι με αγάπη τις αδελφές μου, Αντριάνα, Μαρία, Φράνκα, και τους αγαπημένους τους. Να ξέρετε πως σας αγάπησα πολύ.
Έναν αποχαιρετισμό έντονο και βαθύ στα παιδιά μου, Μάρκο, Αλεσάντρα, Αντρέα και Τζιοβάνι, στη νύφη μου Μόνικα, και στα εγγόνια μου Φραντσέσκα, Βαλεντίνα, Φραντσέσκο και Λούκα.
Ελπίζω να καταλαβαίνουν πόσο τους αγάπησα.
Και τέλος (μα όχι τελευταία) στη Μαρία. Με την οποία ανανέωσα την απίστευτη αγάπη που μας ένωσε και δυστυχώς εγκαταλείπω.
Σε εκείνη το πιο πονεμένο αντίο...».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....