Ήταν από τις ελάχιστες φορές που ο ουρανός έκλεψε για λίγο το βλέμμα μου από την θάλασσα… Όχι πολύ. Είναι αδύνατο άλλωστε. Μόνο όσο χρειάζεται η απρόσμενη στιγμή που θυμίζει πως είναι να κάνεις όνειρα…
«Κατοικώ εδώ, σχεδόν απέναντι, από το 1975, κι όμως, είναι η πρώτη φορά που κάθισα εδώ να κοιτάξω τον ήλιο που δύει…» είπε ο τύπος, ο ντυμένος με την ακριβή βερμούδα, τα παπούτσια του τένις με την μαλακή σόλα για να μην χαράζει το ξύλο του καταστρώματος και το φοσφοριζέ αντιανεμικό μπουφάν γνωστής (απλησίαστης) εταιρείας που ειδικεύεται στην ένδυση ιδιοκτήτων (η όσων θέλουν να μοιάζουν με ιδιοκτήτες) θαλάσσιων σκαφών. Φορούσε και μαύρα γυαλιά ηλίου –από αυτά που κρύβουν όλο σχεδόν το πρόσωπο- και αυτό ήταν λάθος του, αν όντως ήθελε να παρακολουθήσει το ηλιοβασίλεμα, γιατί σκοτείνιαζαν τον ουρανό, διαστρέβλωναν τα χρώματα. Ο τύπος με πλησίασε μόλις με είδε να στρίβω τσιγάρο. Αν και για πρώτη φορά μετά από 45 (!) χρόνια είχε βγει να χαζέψει το ηλιοβασίλεμα, ξέχασε (!) να φέρει μαζί του τα τσιγάρα του (δεν ξέχασε όμως να φέρει τον αναπτήρα του!). «Γαμημένε Κορονοϊέ…» σκέφτηκα λαχταρώντας να μου αδειάσει την γωνιά. «Ποιος κάθεται μετά να απολυμαίνει καπνοθήκη, χαρτάκια και φιλτράκια;»… Άσε που δεν κράτησε τις αποστάσεις. Κάθισε ακριβώς δίπλα μου (όμως εγώ, αν πρόσεξες μέσα στην άδικη σου άρνηση, κρατήθηκα δύο μέτρα μακριά σου, αν και τα χέρια μου -υπακούοντας στην δική τους λογική, το δικό τους ένστικτο- είχαν ήδη κινήσει να βρουν τα δικά σου…)…
Δεν είπαμε περισσότερα. Μόλις έφτιαξε το τσιγάρο του, πήγε και κάθισε παρακάτω. Δεν είπε καν ευχαριστώ. Μόνο κούνησε το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο σα να άφηνε αυτή την τόσο δύσκολη λέξη να την πει το τσιγάρο αντί αυτός. Έβγαλε έπειτα από την τσέπη του μπουφάν ένα επικών διαστάσεων κινητό τηλέφωνο και τηλεφώνησε σε κάποιον. Μιλούσε πολύ δυνατά. Ξέρεις, τις μέρες της Καραντίνας, αλλά και αυτές της «κανονικότητας», έχει πάρα πολύ κόσμο εδώ. Απόψε δεν είχε, η θάλασσα ήταν υπέροχη (μα και πότε δεν είναι;), ο ουρανός εντυπωσιακός (σκέφτηκα πως κάπου εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, είναι που κοιμούνται τα όνειρα), επικρατούσε μια γλυκιά ψύχρα, και ο τύπος, ήταν μια ηχορύπανση! Και εκεί που είχα αρχίσει να τον μισώ, τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο:
«Έπρεπε να είσαι εδώ… Είναι τόσο όμορφα…»
«Τόσο όμορφα, που πονάει» σκέφτηκα κοιτάζοντας τον. Με είδε που τον παρατηρούσα, αλλά αδιαφόρησε. Τότε ήταν που ο θύμος έγινε συμπάθεια, ακριβώς γιατί αδιαφορούσε που τον κοίταζα. Έμεινε λίγο σιωπηλός, ίσως ακούγοντας τον συνομιλητή του στο τηλέφωνο, ίσως αφήνοντας την σιωπή να πει τα δικά της, και τέλος, είπε: «Κρίμα να μην είσαι εδώ…» και έκλεισε το τηλέφωνο. (Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως δεν μίλησε με κανέναν στο τηλέφωνο, ίσως έκανε πως μιλά γιατί ήθελε να μιλήσει, ίσως εγώ άκουσα αυτά που σκεφτόμουν... Τι σημασία έχει;).
Έπειτα σηκώθηκε από το παγκάκι, με κοίταξε (νομίζω πως χαμογέλασε) και πέταξε κάτω το τσιγάρο. Γύρισε την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα και απομακρύνθηκε αργά, μάλλον για να κρυφτεί ξανά εκεί που ξεθώριαζε... Σχεδόν απέναντι, από το 1975…
Σηκώθηκα κι εγώ. Φωτογράφισα όλα αυτά που θα σου δείξω και δεν θα τα δεις, και περπατώντας αργά σκεφτόμουν τα λόγια και τα τραγούδια που θα συνοδέψουν αυτές τις φωτογραφίες, νιώθοντας πάντα την ανάγκη να μοιραστώ μια καλή στιγμή (κι αν είναι λίγες αυτές οι στιγμές, δεν πειράζει. Τουλάχιστον αυτές προσπαθούσα πάντα να μοιραστώ, και τις άλλες, αυτές που έριχναν επάνω μου το σκοτάδι σαν βαρύ χειμωνιάτικο σκέπασμα, τις κρατούσα για τον εαυτό μου, κι ας μην άντεχε ποτέ το βάρος τους…). Γιατί και οι φωτογραφίες είναι στιγμές, ή τουλάχιστον, είναι προσπάθειες να αποτυπώσουν στιγμές, όμορφες στιγμές. Από αυτές που θυμίζουν πως είναι να κάνεις όνειρα…
Εκείνη όμως η στιγμή - η επιθυμητή μα απλησίαστη πια, θάλασσα, ο ουρανός που κοίμιζε τα όνειρα μέσα στα σύννεφα, ο τύπος που ζήτησε τσιγάρο, η έντονη αίσθηση πως είσαι εδώ (αυτή η αίσθηση που πάντα με βασανίζει αφόρητα όποτε δω, ακούσω η νιώσω κάτι όμορφο και που πάντα απουσιάζει όποτε δω, ακούσω η νιώσω κάτι άσχημο)- έπρεπε να καταλάβω πως ήταν ένα προμήνυμα του απρόσμενου, του αναπάντεχου που έρχεται συνήθως τότε που είμαστε χαμένοι στις σκέψεις μας, βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό στις αναμνήσεις, ανύποπτοι κι έτσι, απρόσεχτοι. Κάτι που προετοιμάζεις μέρες, μήνες, χρόνια μα σαν έρθει σε βρίσκει πάντα απροετοίμαστο. Κι ενώ θες να πεις τόσα πολλά, περιορίζεσαι μονάχα σε ένα αδύναμο παράπονο. Δεν βγαίνει από τα χείλη σου, βγαίνει από την καρδιά σου… Είναι ότι πλησιέστερο μπορείς να βρεις σε «κουβέντα». Και τι παράξενο… Τα μάτια τρέχουν ανυπόμονα να ακουμπήσουν δυο μάτια, τα χέρια κινούνται με λαχτάρα να κουμπώσουν σε δυο χέρια, μα τα πόδια… τα πόδια κολλάνε στο έδαφος. Είναι αδύνατο να κινηθούν. Και το μόνο που μπορείς πια να κάνεις είναι να παρακολουθείς ακίνητος όλη σου την ζωή να απομακρύνεται. Σιωπηλά, βιαστικά, άδικα…
Όμως, πως μπορεί μια στιγμή -ένα αντάμωμα, μια ξαφνική παρόρμηση- να προκαλούν ταυτόχρονα τόσο πόνο μα και τόση ευτυχία; Ίσως είναι αυτό στο οποίο αρκείσαι όταν κάθε τι άλλο μοιάζει ανέφικτο. Ίσως είναι η επιβεβαίωση πως όλα είναι καλά όταν σε βασανίζει η ανησυχία. Ίσως γιατί υπάρχεις για τέτοιες στιγμές, όσο φριχτά σπάνιες κι αν είναι. Ίσως γιατί η θάλασσα ήρθε το ίδιο αναπάντεχα κι απρόσμενα –όταν όλα ήταν μουντά και ανούσια- μέσα σε ένα όνειρο. Ίσως είναι εκείνος ο ουρανός, που κάπου εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, κοιμούνται τα όνειρα… Ίσως όλα αυτά μαζί…
("Για να ξεχάσω τα μάτια σου, πρέπει να στερηθώ τον ουρανό, πρέπει να στερηθώ την θάλασσα..." έγραψε ο Κώστας Μόντης... Πως, λοιπόν, να ξεχάσεις;)
Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα υπάρχω, δεν ξέρω αν η καρδιά φωνάξει τα λόγια που δεν προφέρει το στόμα, δεν ξέρω αν το αύριο μείνει για πάντα στο χθες, δεν ξέρω αν τα μάτια μου, περιπλανώμενα πάντα στην θάλασσα, θα βρούνε ξανά το αραξοβόλι τους, δεν ξέρω αν φυσήξει επιτέλους κάποιος άνεμος το σκοτάδι παρασύροντας το όσο πιο μακριά αντέχουν τα πνευμόνια του, όμως υπάρχει κάτι το οποίο το ξέρω καλά, είμαι πια απόλυτα βέβαιος: Πως όσο σπάνια κι αν έρχεται, όσο πολύ κι αν πονάει, πάντα θα προσφέρει ευτυχία η αναπάντεχη, απρόσμενη στιγμή, που θυμίζει πως είναι να κάνεις όνειρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....