Βρίσκεσαι πάνω σε μια σκηνή, σε ένα απόκοσμο θέατρο σκοτεινό και φθαρμένο, με αόρατους θεατές να σε παρακολουθούν πάνω σε αδειανά καθίσματα, και όσο κι αν η θέση σου το μαρτυρά, δε νιώθεις ηθοποιός, δεν είσαι ηθοποιός, δεν υπήρξες ποτέ ηθοποιός. Το θέατρο είναι ο χρόνος, η σκηνή είναι το στάσιμο εκείνο σημείο στο οποίο έχεις αφήσει τον εαυτό σου να περιμένει, και καθώς τα χρόνια περνούν, η αυλαία μπροστά σου κλείνει. Κλείνει σταθερά, κλείνει όλο και πιο γρήγορα και γνωρίζεις καλά πως σύντομα, αντί για κενά καθίσματα, θα βρεθείς να κοιτάζεις μονάχα ένα βαρύ υφασμάτινο παραπέτασμα…
Ο θείος μου (που κάποιες φορές μου λείπει περισσότερο απ’ όσο μπορώ να διαχειριστώ), έμενε σε ένα (τότε) καταπράσινο σημείο της Πεντέλης, μέσα σε μια συμπαθητική παράγκα που αποκαλούσε με καμάρι, σπίτι του. Η παράγκα αυτή μέσα στα χρόνια είχε πάρει πολλές μορφές και σχήματα (από κανονικό σπίτι σε παράγκα και από παράγκα σε σπίτι που έμελλε να μην ολοκληρωθεί ποτέ) και άσκουσε πάνω μου μια παράξενη επιρροή. Την αντιμετώπιζα σαν κάτι το μοναδικό, ίσως και εξωπραγματικό! Η πρώτη φορά που πέρασα εκεί τη νύχτα μου -παιδάκι γεμάτο επιθυμία να γνωρίσει όσο γίνεται περισσότερα- συνοδεύτηκε από το πιο «βίαιο» ξύπνημα που είχα βιώσει ως τότε. Ο θείος μου ήρθε και με ξύπνησε από τα άγρια χαράματα, με ύφος επιτακτικό και αυστηρό και κατάλαβα πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να διαπραγματευτώ την «διαταγή» του. Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι, με τα σημάδια της μέρας που έκανε δειλά την εμφάνιση της, να είναι μόλις ορατά. Έκανε ψύχρα, αλλά η συγκεκριμένη στιγμή της ημέρας, η τόσο ουτοπικά πλημμυρισμένη με ελπίδα, είχε κάτι το μαγικό, που με ωθούσε να αδιαφορήσω για το κρύο.
«Γιατί με ξύπνησες τόσο νωρίς;» τον ρώτησα με νυσταγμένη φωνή.
«Για να ακούσεις τα αηδόνια…».
Τα αηδόνια ηχογραφήθηκαν με ένα ακριβό (για εκείνη την εποχή) δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, σε κασέτα. Μια 60λεπτη κασέτα την οποία ο θείος μου άκουγε συχνά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, όταν πια τα αηδόνια είχαν την ίδια τύχη με το δάσος της περιοχής, όπου οι φλόγες, το τσιμέντο και οι νεόπλουτοι αστοί, φρόντισαν να εξαφανίσουν. Στα χρόνια που πέρασαν, η μαγεία εκείνης της μοναδικής στιγμής και του ήχου που διατηρώ πια μονάχα ως ανάμνηση της ανάμνησης, αποτέλεσαν παράδειγμα για κάτι που έμελλε να συνειδητοποιήσω πολύ αργά και που συχνά αναρωτιέμαι αν όντως συνειδητοποίησα. Δεν έχει όμως σημασία. Σημασία έχει μόνο ότι εκείνο το χάραμα ο θείος μου ξύπνησε απλά για να ακούσω τα αηδόνια…
Τα χρόνια περνάνε γεμίζοντας φαντάσματα το θέατρο. Ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως όταν καθίσεις στην καφετέρια όπου κάποτε σύχναζες, όλοι σε κοιτάζουν σα ν’ αντικρίζουν κάτι γελοία γραφικό. Ο πληθυντικός πονάει σαν μαχαιριά και το μπλουζάκι με την στάμπα των Ramones κάθεται πάνω σου σαν στολή πιλότου φορεμένη από υπουργό άμυνας. Οι «φίλοι» σου σε αγνοούν, κάποιοι σε θυμούνται όταν οργανώνουν κάτι που απαιτεί κόσμο και κάποιοι αδιαφορούν επιδεικτικά να σου ευχηθούν όταν γιορτάζεις. Δεν νιώθεις ηθοποιός, δεν είσαι ηθοποιός, δεν υπήρξες ποτέ ηθοποιός, όμως είσαι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζεις καθημερινά την υποκρισία. Το θέατρο έχει πολλά καθίσματα που μοιάζουν κενά γιατί πάνω τους κάθονται κενοί θεατές. Θέλεις δουλειά αλλά απαγορεύεται να κάνεις τον υπάλληλο σε pet shop, θέλεις μουσική αλλά απαγορεύεται να έχεις δικά σου ακούσματα, έχεις επιθυμίες… απαγορεύονται! Τα μοναδικά τηλεφωνήματα που δέχεσαι είναι από προσφορές κινητής τηλεφωνίας και η νύχτα διαρκεί περισσότερο ακόμα και μετά την αλλαγή ώρας. Και πώς να μιλήσεις για αηδόνια σε μια απόλυτα διεφθαρμένη και αλλόκοτα διεστραμμένη κοινωνία; Πώς να καλέσεις στην παράγκα σου ανθρώπους που το Survivor τους διχάζει περισσότερο απ’ ότι το πρόσφατο, υποτιθέμενο δημοψήφισμα;
Σηκώνεσαι ένα πρωί, κοιτάζεις το είδωλο σου στον καινούργιο σου καθρέφτη και σαν ξεπεράσεις το σοκ, τρέχεις νευριασμένος στο κατάστημα με τους καθρέφτες και διαμαρτύρεσαι έντονα, φωνάζοντας σαν κάφρος τηλεοπτικής εκπομπής, πως σου πούλησαν ελαττωματικό προϊόν! Μάταια προσπαθεί ο πωλητής (όσο πιο ευγενικά του το επιτρέπει η αστεία περίσταση) να σε πείσει πως το «ελαττωματικό προϊόν» δεν είναι ο καθρέφτης αλλά εσύ! Δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρει. Όχι μόνο γιατί αδυνατείς να συνειδητοποιήσεις την αλήθεια (ποια αλήθεια; Αυτό δεν είναι αλήθεια!), αλλά γιατί είσαι απόλυτα βέβαιος πως αυτό που υποτίθεται πως αποκάλυψε ο καθρέφτης, δεν είσαι εσύ! Έχεις μάλιστα και ακράδαντα επιχειρήματα για να υπερασπιστείς την άποψη σου, όπως για παράδειγμα το:
«Γιατί έδειχνε εχθές ο καθρέφτης άλλο πρόσωπο; Ε;».
Το χειρότερο με τον χρόνο είναι πως πρόκειται για έναν σαδιστή χιουμορίστα, που γουστάρει να στήνει τραγελαφικές φάρσες στην πραγματικότητα.
Επιλέγεις τελικά να επιστρέψεις σπίτι σου χωρίς τον «ελαττωματικό» καθρέφτη και αν είσαι τυχερός, ίσως πάρεις πίσω και τα χρήματα σου. Μέσα στο σπίτι υπάρχουν οι παλιότεροι καθρέφτες, όπως για παράδειγμα αυτός στο σαλόνι ή ο άλλος στο δωμάτιο, καθρέφτες αληθινοί χωρίς ελαττώματα, όπου φανερώνουν σωστά την πραγματικότητα. Δείχνουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Όπως ακριβώς τα βλέπεις. Όπως παραμένουν επάνω στην σκηνή, σε εκείνο το στάσιμο σημείο όπου τα είχες αφήσει…
Notis 4/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....