Ξύπνησα μια άσχημη ημέρα και ο κόσμος φαινόταν απαίσιος. Με είχε μαγέψει ένα μεταμεσονύχτιο όνειρο θερινής νυκτός…
Θέλησα να σαλπάρω με την φαντασία μου κάπου οικεία, άλλωστε με είχε συνεπάρει η φωνή του Hugh Cornwell και το ταξίδι αν και μελαγχολικό, όφειλε να με οδηγήσει σε έναν προορισμό, έστω αδιέξοδο. Κοντά στην απάτη κατοικεί η αλήθεια, και το αέναο μοιρολόι του ανέμου που πάντα μαρτυρά τα μυστικά που ποτέ δεν σταμάτησα να ακούσω μα υποτίθεται πως αναζητώ, αποκάλυπτε από την αρχή την διαδρομή του συγκεκριμένου ταξιδιού αφήνοντας βασανιστικό ερώτημα να αιωρείται ο προορισμός, και η διαδρομή, ψεύτικη και συνάμα αληθινή, ποτισμένη με τα ξόρκια της νύχτας, έμοιαζε με ανομολόγητο πόθο που παρασύρει τυχοδιώκτες σε ναυάγια. Ένα ακόμη ναυάγιο στην ζωή που η μοίρα έντυσε λαβύρινθο, ίσως να ήταν και αναπόφευκτο.
Τα «μαγεμένα» πλήκτρα του Dave Greenfield σήμαναν την έναρξη του ταξιδιού, μα προτού ο Όμπερον θελήσει να εκδικηθεί την Τιτάνια, ο γέρος που καθόταν και παρακολουθούσε όλη νύχτα την βροχή, επανέλαβε τα ίδια πράγματα για τα οποία μιλούσε με το ίδιο πάθος από το 1983, μα κανείς δεν του έδινε σημασία. Μίλησε ξανά για την ομορφιά που κρύβουμε μέσα μας μα προτιμούμε να δείχνουμε την ασχήμια και για τον πόνο από τον οποίο ποτέ τίποτα δεν διδαχθήκαμε. Και καθώς υποδέχθηκε τα μεσάνυχτα έβαλε να πιει ένα ακόμη ποτό, φιλοσοφώντας για ποιον λόγο συμβαίνουν τα πάντα. Ένα γέρος που ποτέ δεν θα ξαναβρείς, που ίσως χάνεται για πάντα, μα τα λόγια του αντηχούν μέσα στη νύχτα σαν όνειρο. Πάντα θα αντηχούν και ποτέ κανείς δεν θα τους δίνει σημασία.
Είδα τον “Robin Goodfellow”, γνωστό στους περισσότερους ως ο σκανδαλιάρης Puck, να μαζεύει ξανά από τα μαγικά λουλούδια εκείνο τον χυμό που κάποτε έδωσε και σε εμένα να πιω και αυτή η γεύση παραμένει στο στόμα μου σαν ερινύα, που αυτή την φορά αντί να τον δώσει στον Λύσανδρο, αποφάσισε να τον πιει ο ίδιος για να βιώσει από πρώτο χέρι τις ιστορίες που πάντα άκουγε τους άλλους να διηγούνται, και σαν είδε την Έλενα η ψυχή του φωτίστηκε, αδιαφόρησε για τον Δημήτριο, παρέβλεψε τις εντολές του Όμπερον του βασιλιά των ξωτικών, και άφησε την καρδιά του να τον οδηγήσει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, σε ένα μαρτύριο χωρίς ανταμοιβή. Παραδομένος στον πόθο και χωρίς να υπάρχει κάποιος να πάρει τα μάγια μακριά, ο Puck με το κεφάλι σκυφτό περπατά μονάχος στο δάσος, απαρηγόρητος και σιωπηλός, ελπίζοντας πως κάποιος η κάτι θα διορθώσει αυτό του το λάθος. Μέσα καλοκαιριού, μεσάνυχτα, και το όνειρο δεν θέλησε να τελειώσει ποτέ…
Ένα πράγμα σίγουρα με βοήθησε να βγάλω τη νύχτα
και με οδήγησε κάπου αλλού, ανάμεσα στο σωστό και το λάθος
Και τα μεσάνυχτα, αν δεν μπορείς να κοιμηθείς
ίσως σε κάνω να ακούσεις
Μετά τα μεσάνυχτα, θα καθίσουμε μέχρι τα μισά της νύχτας
ίσως και περισσότερο
και θα ξεκινήσω να σου λέω για ποιον λόγο γίνονται όλα…
Ίσως ξυπνήσουμε μια όμορφη ημέρα και ο κόσμος θα μοιάζει υπέροχος
ένα μεταμεσονύχτιο όνειρο θερινής νυκτός, θα μας έχει μαγέψει…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....