Γύρισα από την δουλειά και βγήκα στο μπαλκόνι να απλώσω τα βρεγμένα ρούχα της δουλειάς, τα βρεγμένα υπολείμματα καθημερινότητας. Άνθρωποι περπατούν κάτω στον δρόμο σέρνοντας τα πόδια τους, κάποιοι σέρνοντας το σκυλάκι τους, άλλοι σέρνοντας την ζωή τους…
Εκεί στο μπαλκόνι, παραδομένος στην ζέστη και την απομόνωση, αντιμετωπίζοντας τα μαρτύρια των ανθρώπων που αναβάλλουν, όσων αδυνατούν να αποφασίσουν, εικόνες και αναμνήσεις που, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ηχούν σαν κάλεσμα, έρχονται πιεστικές να μονοπωλήσουν τις σκέψεις μου. Με την βασανιστική υποψία πως αυτή η φορά μπορεί να είναι η τελευταία φορά, λερωμένος από τον ιδρώτα και τη μοναξιά, προσπαθώ να σχεδιάσω τις διακοπές μου…
Είναι πάντα δύσκολο το ταξίδι, πάντα μοναχικό… Αλλά χωρίς το ταξίδι η ανυπαρξία, μέρες που πάλι θ’ αδειάζουν άσκοπα. Μια απόφαση που αδημονούσε καιρό να παρθεί μα σκοτείνιαζε από τον δισταγμό και την αμφιβολία, οδηγώντας σε αλλεπάλληλες επίπονες αναβολές. Γιατί δεν ήμουν σίγουρος αν η πόλη είχε ερημώσει. Την ένιωθα έρημη, την έβλεπα έρημη, παραδομένη σε μια ανούσια επανάληψη, μα η επιθυμία έφεγγε ακόμη κάποια βράδια στο παράθυρο… Η ελπίδα δεν τριγυρνούσε στα πάρκα και τις πλατείες, η αγάπη δεν στόλιζε με την αβέβαιη ομορφιά της τις μελαγχολικές στάσεις των λεωφορείων, η καλημέρα σκόνταφτε σε κλειστά παράθυρα η καληνύχτα όμως, εισχωρούσε σε ανοιχτά. Έδειχνε έρημη η πόλη μα δεν ήμουν σίγουρος. Έτσι φοβόμουν πως, αν έφευγα, ίσως έπαιρνα μαζί μου την ερημιά. Γιατί το ταξίδι αυτό το κάνω για να βρεθώ ξανά κοντά σε ότι αγαπώ, κυρίως όμως, γιατί δεν μπορώ μακριά απ’ ότι αγαπώ…
Μου λείπει τόσο πολύ η φωνή σου… Ο κόσμος έχει βυθιστεί σε μια απέραντη σιωπή και μόνο στα όνειρα αναπαράγονται ήχοι. Σκόρπιες σκέψεις περιφέρονται άναρχα στο μυαλό μου πιέζοντας με να τις βάλω σε μια σειρά, μα το μυαλό δεν σταματά ποτέ να σκηνοθετεί γλυκόπικρα σενάρια και φανταστικές ιστορίες με ευτυχή κατάληξη. Ισορροπώντας δισταχτικά ανάμεσα στην ελπίδα και τη ματαιότητα, με μια μεγάλη «Συγνώμη» χρόνια τώρα κρεμασμένη στην άκρη των χειλιών και ένα αβάσταχτο «Γιατί;» αποτυπωμένο στο βλέμμα, αναζητώ, ένα ακόμη καλοκαίρι, μια δεύτερη ευκαιρία στον «απαγορευμένο» Παράδεισο. Μπροστά στην θάλασσα, στην ανατολή του ηλίου, τότε που όλες οι αλήθειες είναι ακόμη αμόλυντες και καθαρές, μπροστά στην θάλασσα, στην δύση του ηλίου, τότε που η αγάπη χρωματίζει κόκκινο τον ορίζοντα, μπροστά στην θάλασσα, τη νύχτα, αγκαλιά με τον πόθο, μπορούμε ξανά να ονειρευτούμε, μπορούμε να διεκδικήσουμε όσα υποσχεθήκαμε, όσα μας ανήκουν. Ίσως η ελπίδα να μοιάζει εμμονή, μα τα χρόνια περνούν και μόνο η ελπίδα καθυστερεί, έστω για λίγο, το πέρασμα τους. Και η αγάπη μοιάζει εμμονή, και το μίσος μοιάζει εμμονή, ο εγωισμός, είναι εμμονή….
Ο Παυλίδης θα βρίσκεται ξανά στην σκηνή, όπως και τότε. Κάτω από ένα μελαγχολικό φεγγάρι που θα βρίσκεται στην χάση του, θα κλείνει τα μάτια του (το ίδιο ίσως να κάνουν και κάποιοι απο το πλήθος) και θα τραγουδά: Δεν μπορώ να ορκιστώ ότι έχω πια διορθωθεί κι ότι άλλαξα, θέλω απλά να σου πω, πάμε μια βόλτα μαζί ως τη θάλασσα…
Σάββατο βράδυ… Ένα ακόμα Σαββατόβραδο που η μοναδική διαφορά που έχει από τα υπόλοιπα βράδια είναι η ψευδαίσθηση πως διαρκεί περισσότερο: ίδια ρουτίνα, απλά πέφτεις αργότερα στο κρεβάτι. Το φως της επιθυμίας έχει σβήσει, πήγε να ανάψει αλλού, πολύ μακριά. Η πόλη ερήμωσε. Όλα δείχνουν σκοτεινά, όλα είναι άσκοπα...Το δωμάτιο στο μοναχικό ξενοδοχειάκι που έχει το όνομα σου είχε κλείσει από καιρό, έκλεισαν πλέον και τα εισιτήρια. Ακούω το νησάκι να με καλεί. Ένας μικρός ήχος, σχεδόν ψίθυρος, που πάλλεται στην καρδιά μου. Είναι ο τόπος μου, η διαφυγή μου, η Νίκη μου, είναι πόνος μα και ελπίδα. Άραγε θα κάτσω λιγότερο απ’ όσο υπολογίζω ή κάποιο θαύμα, από αυτά που γίνονται στον Παράδεισο, θα παρατείνει την διαμονή μου; Θαρρώ πως στο νησί είναι κάποιοι που θα χαρούν σαν με δουν - κάποιο άλλοι όχι – μα εγώ όταν πηγαίνω, πηγαίνω για όλους. Όλους θέλω να τους δω, όλοι μου λείπουν. Μεταφέρω την χαρά και την θλίψη μου, φόβο και λαχτάρα, πόνο και αγάπη... Αυτές είναι οι αποσκευές μου. Μόνο που, όσο περνάνε τα χρόνια, τις νιώθω όλο και πιο βαριές και θα ήταν υπέροχο να άπλωνες ξανά το χέρι να βοηθήσεις. Ξέρεις, πάντα αυτές ήταν οι αποσκευές μου και ήταν πάντα βαριές…
Απόψε είναι η παραμονή της Μεταμορφώσεως. Έχω πολλά χρόνια να δω την αναπαράσταση της ναυμαχίας και να χαζέψω τα πυροτεχνήματα, μα έχω ακόμα εκείνη την εικονίτσα που μας έδωσε ο παπάς την πρώτη μου φορά στο νησί, φυλαγμένη πάντα στο αγαπημένο μου τσαντάκι. «Όλα τα πράγματα μου αναθυμούνται μιαν ώρα που περάσαμε μαζί…»… Αγόρασα τα άπαντα του Καρυωτάκη από ένα βιβλιοπωλείο που δεν υπάρχει πια, όταν ήμουν 17 χρονών. Τότε με είχε μαγνητίσει ο τρόπος με τον οποίο κάποιος γράφει τον πόνο του, πολύ αργότερα κατάλαβα. Από τους ποιητές πάντα δανειζόμαστε ότι μας συμφέρει…
Έκανα μια βόλτα
στο πανηγύρι της γειτονιάς, σχηματίζοντας με την φαντασία μου που δεν σταματά
να με βασανίζει, εικόνες μιας άλλης εποχής, αλλοτινών στιγμών. Ψώνισα δυο-τρία
πραγματάκια για τις διακοπές για να μπω στο κλίμα της αυταπάτης. Είδα σε έναν
πάγκο κάτι νεροπίστολα και εκείνα τα μπαλονάκια που τα γεμίζεις νερό για να
μπουγελώσεις τους άλλους. Πώς να μην δακρύσω; Θέλησα να τ’ αγοράσω μα η μοίρα
με χαστούκισε με όλη την δύναμη της επαναφέροντας με στην άδικη πραγματικότητα:
Η μικρούλα δεν είναι πια μικρούλα. Δεν με θυμάται...
Η νύχτα είναι όμορφη μέσα στην ηρεμία του Αυγούστου, μα η μοναξιά την κάνει βαριά, αποπνικτική. Σχεδίαζα μια βόλτα με τον μικρό, μα ούτε αυτός είναι πια μικρός και η παρέα μου δεν τον δελεάζει. Μακάρι κάποια στιγμή να καταλάβει πόσο τον αγαπώ, πόσο τον χρειάζομαι. Μακάρι να καταλάβαινες πόσο σε χρειάζομαι γιατί σε αγαπώ. Γεμίζω άλλη μια φορά το ποτήρι και συλλογιέμαι το νησί. Είμαι πολύ κουρασμένος. Νιώθω αβεβαιότητα, νιώθω ενοχές. Κάθε φορά που αποφασίζω να φύγω, νιώθω ενοχές. Κυρίως για τους δικούς μου που θα αφήσω πίσω και δεν μπορώ να τους προσφέρω όσα τους αξίζουν. Αναβάλλω, πάλι, ότι έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως κάποτε θα κάνω, με την ψευδαίσθηση πως υπάρχει χρόνος. Είναι ανάγκη να μοιράζεσαι ότι λατρεύεις, μα ο χρόνος που ο άνθρωπος περνά μοναχός τον κάνουν απόμακρο. Η μοναξιά στήνει παγίδες στις οποίες θαρρούμε πως πέφτουμε συνειδητά. Προσεύχομαι να μου δοθεί άλλη στιγμή η ευκαιρία, με πιο «ιδανικές» συνθήκες, και αυτό είναι εγωιστικό. Καθώς μεθάω, κλείνω τα μάτια να δω όλα εκείνα τα μέρη στο νησάκι που τόσο αγαπώ και βλέπω το πρόσωπο σου…
Στην τηλεόραση παίζει τον «Βράχο». Ήμουν φαντάρος όταν προβλήθηκε. Την είχα κοπανήσει από το στρατόπεδο για να έρθω Αθήνα να δω την ταινία μαζί με τον Μήτσο και την Φένη. Ήμουν άρρωστος, είχα πυρετό. Είναι η πρώτη και μοναδική ταινία στην οποία τα μάτια μου έκλεισαν, ίσως και να με πήρε ο ύπνος. Άσχετο, θα μου πεις, δεν διαφωνώ, αλλά το μόνο που κάνω τα τελευταία χρόνια είναι να αναπολώ. Κάποια πράγματα είναι όμορφο να τα θυμάσαι. Κάθε στιγμή μπορεί να είναι η κατάλληλη στιγμή για αναπολήσεις. Όπως και οι διακοπές. Μια διαρκής αναπόληση και μια μάταιη προσπάθεια αναβίωσης του χθες. Δεν έχει απομείνει άλλωστε, κάτι άλλο. Η απόφαση πάρθηκε και, αν και μπορεί να αλλάξει, δεν αλλάζει. Τι άλλο έχω να χάσω εκτός από την αξιοπρέπεια που διατυμπανίζουν εκείνοι που ποτέ δεν έχασαν κάτι; Τι έχω να κερδίσω; Νομίζω τον εαυτό μου, νομίζω τα πάντα…
Έφυγε και ο Ανδρέας Τσουκαλάς, παίρνοντας μαζί του ότι είχε απομείνει από την μακρινή εφηβεία μου. Ήθελα να σου μιλήσω για όσα απλόχερα μου δώρισε, μα δεν θα το κάνω. Δεν αντέχω. Κουράστηκα με τόσες απώλειες. Θα τον θυμάμαι πάντα να καλεί, με τον μοναδικά ρομαντικό του τρόπο, τις αναμνήσεις, ανοίγοντας τους την πόρτα της καρδιάς... Έφυγε και η υπέροχη και τόσο ταλαιπωρημένη Sinead. Τα δακρυσμένα μάτια της την στιγμή που ομολογεί πως «τίποτα δεν συγκρίνεται με σένα» θα είναι πάντα η αλήθεια όσων ταυτίζονται με το αριστούργημα του Prince. Και αυτό είναι το παράδοξο soundtrack που συνοδεύει τις προετοιμασίες των διακοπών μου, ένα ακόμα σιωπηλό σαββατόβραδο. «Στο κάθε της φιλί ξαναγεννιόμουν και όταν γελούσε αυτή ανοίγαν λες οι ουρανοί εμπρός μου…» και «tears from the moon fall down like rain, I reach for you, I reach in vain…» την ώρα που βλέπω με την φαντασία μου τα πυροτεχνήματα να χρωματίζουν τον ουρανό στο Πυθαγόρειο και σκιές να τραγουδούν τις μελωδίες των Πυξ Λαξ στο Ηραίον…
Η καρδιά μου έχει πραγματοποιήσει ήδη το ταξίδι το οποίο διστάζω ακόμη να κάνω. Πρέπει να την ακολουθήσω. Ξέρει καλά τον δρόμο...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....