Κάθε φορά που νομίζω πως κάτι αφαιρώ από την ταλαιπωρημένη βαλίτσα, κάτι, ως δια μαγείας, όλο προστίθεται. Όσο την αδειάζω, τόσο εκείνη γεμίζει! Αν εγώ αφαιρώ πράγματα (ρούχα, βιβλία, μπιχλιμπίδια που – προφανώς – δεν θα τα χρειαστώ ποτέ) εκείνη τι προσθέτει και δεν μπορώ μετά να την κλείσω;
Τέσσερα Καλοκαίρια μετράω, ένα θυμάμαι. Η επιθυμία ν’ αγγίξω ξανά την θάλασσα – βάσανο και λαχτάρα – καίει στην ψυχή και είναι φορές που νιώθω σαν εκείνη την ηλικιωμένη γυναίκα μπροστά στην πύρινη απόγνωση, που η φωτογραφία της έκανε τον γύρο του κόσμου κάνοντας την (χωρίς ποτέ να το θέλησε και σαφώς για εντελώς λάθος λόγους) διάσημη. Η δική της απόγνωση στοίχειωσε τον κόσμο (όσους τουλάχιστον διαθέτουν κάποια έστω στοιχειώδη ευαισθησία), η δική μου στοιχειώνει μονάχα εμένα. Οι κόποι ενός χρόνου (ένας χρόνος που φαινομενικά υπήρξε αλλά ούτε αυτόν τον αντιλήφθηκα ποτέ) συγκεντρώθηκαν με υπομονή (και ξαφνικές αλόγιστες διαταραγμένες σπατάλες) και ζητούν να ξοδευτούν με προσοχή, την ώρα που στάχτες εισχωρούν στην ψυχή μας, απελπισμένοι πέφτουν από φτερά αεροπλάνων, γυναίκες πεθαίνουν από χέρια που ποτέ δεν αγάπησαν – μονάχα εκμεταλλεύτηκαν, την ώρα που ολόκληρος σχεδόν ο πλανήτης βαδίζει με βιαστικά, τεράστια βήματα, εκατοντάδες χρόνια πίσω. Η Άνοιξη έφυγε χωρίς να έρθει, το Καλοκαίρι φεύγει επίσης και πρέπει – έστω για λίγο – να έρθει.
Δεν ξέρω τελικά αν το σύμπαν συνωμότησε ή εγώ διαλέγω να βλέπω τα πράγματα με μια οπτική που ίσως με βολεύει, αλλά κάθε φορά που νιώθω μια ξαφνική πνοή αισιοδοξίας σαν ρίγος στον αυχένα, συνήθως σκοντάφτω. Γενικά μπορεί όντως να συνωμοτεί το σύμπαν, αλλά να το κάνει γιατί απλά γουστάρει να σκαρώνει φάρσες. Και πάντα πίστευα πως στην παγίδα αυτών των φαρσών, δεν πέφτουν οι πιο απελπισμένοι αλλά οι πιο αισιόδοξοι. Μάλλον κάνω λάθος (ξανά) όμως ο απελπισμένος κυνηγά παθιασμένα την αισιοδοξία, ενώ ο αισιόδοξος κυνηγά παθιασμένα την απελπισία. Όχι, δεν θέλησα ποτέ να υποκριθώ τον φιλόσοφο, αλλά, να, κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα στις χιλιάδες ώρες μοναξιάς που ξοδεύουν την ζωή τους, έχουν περισσότερο χρόνο να σκεφτούν. Δεν καταλήγουν ποτέ σε συμπεράσματα, απλά κάνουν υποθέσεις. Και κάθε Καλοκαίρι το σύμπαν σκαρώνει ασταμάτητα, φάρσες. Κάθε Καλοκαίρι είναι αφόρητα μοναχικό, κάθε Καλοκαίρι είναι απίστευτα σιωπηλό, κάθε Καλοκαίρι όλοι εξαφανίζονται. Όλα είναι έρημα, το παράθυρο κλειστό, οι περιπλανήσεις άσκοπες. Έτσι, απ’ όλα όσα μου λείπουν τόσο πολύ, κάτι – ίσως – μπορέσω να το βρω. Ένα λυκόφως στο κάστρο, ένα πρωινό στο «μπαλκόνι», η αίσθηση του οικείου, του αγαπημένου, του χθες…
Πολλά απ’ αυτά που ξαφνικά νιώθουμε, έχουμε την εντύπωση πως θα φύγουν ή πως δεν υπάρχουν καν, όταν αγνοούμε πως τα λένε. Νομίζω πως η πρώτη «κρίση πανικού» ήταν πριν τέσσερα Καλοκαίρια, μπροστά σ’ ένα καράβι (ίσως μάλιστα, πριν το καράβι). Κρύος ιδρώτας, υπέρταση, ασταμάτητη ταχυπαλμία, γόνατα που τρέμουν ανεξέλεγκτα, αίσθηση αφόρητης κόπωσης, ζαλάδα… (Πολλά ε;) Άγχος, έλεγα, θα περάσει. Άγχος… Οι «τακτικές ανάρρωσης» που προσπάθησα να εφαρμόσω, δεν γίνεται να εφαρμοστούν και τώρα, που νιώθω το ίδιο και πλέον γνωρίζω και το όνομα αυτού που νιώθω. Και ακόμα δεν έχω κλείσει καν την βαλίτσα! Κάθε απόφαση έχει πάντα το κόστος της, όπως κάθε απόφαση μπορεί ν’ αλλάξει αν προλάβουμε κι αναγνωρίσουμε το λάθος της. Το ξέρω πως θα είναι δύσκολο. Ξέρω πως, χωρίς την εντύπωση πως θα περιμένεις, χωρίς την ασφάλεια της υποδοχής, θα είναι πολύ δύσκολο. Ξέρω πως θα πονέσει. Ίσως πονέσει πολύ περισσότερο απ’ όσο περιμένω. Μα θα ‘χει πανσέληνο. Μα θ’ αγγίξω την θάλασσα, ίσως – που ξέρεις; - να την αγκαλιάσω κιόλας. Θα πονέσει μα πώς να ξεχάσω; Και πώς να μην παραθέσω τώρα, μια αγαπημένη στιγμή από τον Κώστα Μόντη; «Για να ξεχάσω τα μάτια σου, πρέπει να στερηθώ τον ουρανό, πρέπει να στερηθώ την θάλασσα…»…
Δεν ξέρω… Δεν ξέρω αν θα ‘χω ξανά την ευκαιρία να πατήσω (έστω με το ένα πόδι) στο όνειρο, αν θα μπορέσω ξανά να δω όσα αγάπησα, αν θα ‘χω ξανά την ευκαιρία να βρεθώ εκεί που, το ‘νιωσα κάποτε και δικό μου, εκεί που αγάπησα, εκεί που ονειροπόλησα. Κάθε μέρα κάνουμε όλοι κι από ένα ταξίδι, μα είναι ελάχιστα αυτά που μπορούμε να σχεδιάσουμε τον προορισμό τους. Δεν ξέρουμε καν αν θα φθάσουμε. Απλά ταξιδεύουμε. Με πλοία, αεροπλάνα, τρένα, αυτοκίνητα, με τα πόδια, με το νου, με την καρδιά. Φορτώνομαι όσα κάποτε φορτωνόμουν μήπως και ζήσω ξανά λατρεμένες συνήθειες, κι έπειτα ξεφορτώνομαι μήπως και αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Μα κάποια πράγματα θα τα πάρω μαζί μου, έστω κι αν δείχνουν πως πια δεν χρειάζονται. Άλλωστε τους το έχω υποσχεθεί. Το «κουτί ταξιδιού», ο ανεμιστήρας, η μπλούζα που φοράω πάντα στο πλοίο, η αγωνία μου… Αυτά δεν γίνεται να μείνουν πίσω για τους ίδιους λόγους που ανέφερα παραπάνω. Η «συμβουλή» του δικού μου «ειδικού», μιας και αρνήθηκα υποδειγματικά να ακολουθήσω τις προτροπές του, είναι να προσπαθήσω όσα αγαπάω. «Έτσι…» του είπα κλείνοντας το τηλέφωνο, «…γιατί τι νόημα έχει να προσπαθείς για όσα δεν αγαπάς;»… Και μια που αναφέρθηκε το τηλέφωνο… Δεν είναι άσχημη ιδέα. Το σύμπαν βλέπεις, συνωμοτεί…
Εικόνες, συναισθήματα, επιθυμίες, δάκρυα, κρίσεις, αναμνήσεις, στιγμές… Τώρα κατάλαβα με τι γεμίζει η βαλίτσα που προσπαθώ να αδειάσω. Κι αν δεν καταφέρω τελικά να την κλείσω, δεν πειράζει. Ας μείνει ανοιχτή…
«Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό…»…
©Notis 20 Αυγούστου 2021
Υ.Γ. (πρέπει κάπου εδώ ν’ ανακοινώσω κάτι, κυρίως στους «άγνωστους» αναγνώστες που μου έχουν κάνει την τιμή και έχουν εγγραφεί μέσω mail στο blog μου. Δυστυχώς, το αυτόματο σύστημα που υποστήριζε αυτή την δυνατότητα (να λαμβάνετε με mail κάθε τι που μου κατέβαινε στο μυαλό) έπαψε την λειτουργία του και, καλώς η κακώς, δεν έχω αυτή την στιγμή την «διάθεση» να ασχοληθώ να ψάξω να βρω ή να φτιάξω μια άλλη παρόμοια υπηρεσία. Έτσι αυτές οι σπάνιες ενημερώσεις δεν θα έρχονται με mail. Ο μόνος τρόπος – προς το παρόν – να διαβάσετε κάτι από εμένα είναι να επισκέπτεστε το blog. Όπως και να έχει, ευχαριστώ πολύ…).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....