crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Δεν συνεχίζεται…



Ξύπνησα τα χαράματα με την εντύπωση πως ήμουν μόνος πάνω στη Γη! Μουσκεμένος από τον ιδρώτα κάποιου ονείρου που είχε ξεθωριάσει, αλλά ακόμη τριγύριζε βασανιστικά κάπου μέσα μου (σαν εκείνες τις απίστευτα εκνευριστικές μύγες που θαρρείς σε περιγελούν), βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα από ψηλά τον έρημο δρόμο και δεν υπήρχε τίποτα, ούτε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ούτε πρωινοί διαβάτες, τίποτα. Ήταν μια βαριά αίσθηση μοναξιάς που την ένιωθα να ξαπλώνει σαν πάχνη πάνω στην πόλη.

Ντύθηκα βιαστικά και χωρίς να φτιάξω καφέ (εγκληματική συνήθως κίνηση αλλά ο πανικός δεν στέκεται ποτέ σε παρόμοιες λεπτομέρειες) βγήκα στον δρόμο προσπαθώντας να καταλάβω τι στο καλό συνέβαινε. Δεν υπήρχε τίποτα, δεν ακουγόταν τίποτα. Υπήρχα μονάχα εγώ, ο έρημος δρόμος και οι αδειανές πολυκατοικίες που είχαν όλες τα παράθυρα τους κλειστά. Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα (δεν θυμάμαι τι ακριβώς φώναξα αλλά δεν έχει σημασία), καμία απάντηση. Έτρεξα πάνω κάτω, δεν είδα κανέναν. Ο κόσμος την είχε κοπανήσει (ίσως μεταναστεύσει σε άλλον πλανήτη) και εγώ κοιμόμουν. Με είχαν ξεχάσει; Με είχαν παρατήσει; Ότι κι αν είχε συμβεί, το γεγονός ήταν πως ήμουν μόνος, απόλυτα μόνος, και, παραδόξως, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα με μπόλικη ανησυχία, ήταν το τι θα έκανα με τόσο άπλετο χρόνο. Ο χρόνος, γι’ αυτόν που τον έχει άφθονα ελεύθερο περνά εξίσου βιαστικά με εκείνον που δεν τον έχει, μα πολύ πιο βασανιστικά όταν δεν ξέρει πώς να τον γεμίσει.

Όταν προσπαθείς να ξεπεράσεις τον τρόμο της ξαφνικής μοναξιάς, συμβαίνει κάτι αλλόκοτο: Αρχικά σε κατακλύζει μια θεότρελη αίσθηση ελευθερίας. Νιώθεις σα να απαλλάσσεσαι από ένα παράλογα ασήκωτο βάρος, πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις ότι θέλεις όποτε και όσο το θέλεις, αναλώνεσαι σε ύπουλες καταχρήσεις (άμα σου κάνει κέφι καταστρέφεσαι κιόλας) και έχεις την ψευδαίσθηση πως απολαμβάνεις αυτή την υποτιθέμενη ελευθερία. Η Ελευθερία είναι γλυκό βάσανο, πικρή επιθυμία, ανεξέλεγκτος πειρασμός (είναι και πολλά ακόμη). Μα της αρέσει να ντύνεται συχνά με ψευδαισθήσεις…
     Μετά έρχεται η ανάγκη… Η ανάγκη για επαφή. Η ανάγκη να κουβεντιάσεις, να συναναστραφείς, να αγκαλιάσεις. Ανάγκες επιτακτικές, ανάγκες αφόρητες, ανάγκες που όσο δεν ικανοποιούνται αυξάνουν το βάρος της μοναξιάς. Αλλά, όπως γίνεται συνήθως όταν στην θέση του οδηγού κάθεται η ανάγκη, το αποτέλεσμα είναι να χάσεις τον δρόμο. Δεν υπάρχει χάρτης να σου δείχνει την πορεία, ταμπέλες να σε καθοδηγούν… Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να χαθείς.

Ύστερα ακουστήκαν οι φωνές. Παλεύοντας με τη μοναξιά και προσπαθώντας να καταπολεμήσω όλες εκείνες τις ανάγκες, στα ταλαίπωρα αφτιά μου (που τεμπέλιαζαν λόγω της απόλυτης σιωπής), έφτασαν ανθρώπινοι ήχοι. Φωνές, ομιλίες, γέλια, τραγούδια. Όμως ο δρόμος ήταν έρημος, τα σπίτια αδειανά, η πόλη εγκαταλελειμμένη. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί έξω, παρά μονάχα ο εαυτός μου που εξακολουθούσε να μάχεται τις ανάγκες του. Φωνές, ομιλίες, γέλια, τραγούδια… Ήχοι απλοί, ήχοι καθημερινοί, ήχοι τόσο οικείοι, αλλά εκείνη την στιγμή όμως ηχούσαν αλλόκοτα άγνωστοι, με μια ανησυχητικά μεταφυσική χροιά που μου πάγωνε το αίμα και παράλληλα με γέμιζε θλίψη. Άνθρωποι συζητούσαν, άνθρωποι τραγουδούσαν, άνθρωποι γελούσαν, άνθρωποι έπιναν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους, έτρωγαν και τα μαχαιροπήρουνα χτυπούσαν ασταμάτητα τα πιάτα, έκαναν έρωτα φωνάζοντας σα να ήταν η πρώτη τους φορά, αγκαλιάζονταν, τσακώνονταν, γελούσαν. Άνθρωποι στον δρόμο, στα αυτοκίνητα, στα μαγαζιά, στα μπαλκόνια, παντού ανάμεσα μου μα εγώ δε μπορούσα να δω κανέναν. Ήταν η πόλη στοιχειωμένη ή εγώ τα είχα χάσει;

Έπειτα άρχισα να διακρίνω σκιές. Σκιές ανθρώπων. Κάθονταν στα μαγαζιά συζητώντας, στα μπαλκόνια πίνοντας και γελώντας, στα αυτοκίνητα οδηγώντας, στις κρεβατοκάμαρες κάνοντας έρωτα, στον δρόμο περπατώντας (αυτές οι τελευταίες περνούσαν από μέσα μου χωρίς να μπορώ να τις αγγίξω, αφήνοντας πίσω τους ένα ψυχρό ρεύμα, παρόμοιο με αυτό του ψυγείου όταν ανοίγεις μούσκεμα στον ιδρώτα την πόρτα του). Σκιές που αγνοούσαν εντελώς την παρουσία μου σα να μην υπήρχα και που δε μπορούσα ούτε να αγγίξω, ούτε να τους μιλήσω. Σκιές που επιβεβαίωναν τη μοναξιά μου και ενίσχυαν τις ανάγκες μου. Σκιές από το παρελθόν, σκιές από το παρόν… Σκιές –τι φρίκη- και από το μέλλον;

Με κυρίευσε πανικός. Έπρεπε να σκεφτώ, έπρεπε να ηρεμήσω, να καταλάβω που βρισκόμουν και τι είχε συμβεί, αλλά ήταν αδύνατο. Φόβος, μοναξιά, ανάγκη, πανικός, έντονα συναισθήματα τσουβαλιασμένα άτακτα στο ίδιο σακί: εμένα! Ξάφνου, κάτι έλαμψε κάπου μέσα μου, σαν αυτά τα μικρά φωτάκια που υποτίθεται ότι σηματοδοτούν την έξοδο μέσα από κάποιο θεοσκότεινο τούνελ, και μια μικροσκοπική σταγόνα ελπίδας κύλησε στο μέτωπο μου μαζί με τον κρύο ιδρώτα. Ήταν μια ιδέα (η μοναδική που είχα) και όφειλα να την εφαρμόσω.

Έτρεξα γρήγορα στο σπίτι μου και ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Είχα την απόλυτη πεποίθηση πως αν κοιμόμουν όλα θα σταματούσαν. Γιατί θα κοιμόμουν μέσα στον ύπνο μου και αυτό θα σήμαινε ότι δεν είχα ακόμη ξυπνήσει! Και τότε, με μεγάλη μου ανακούφιση, θα διαπίστωνα πως όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα υπομονετικά να με πάρει ο ύπνος…

(δεν συνεχίζεται…)


Notis 8/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com