Ο χρόνος με τυλίγει σαν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης που θέλει να θάψει κάτω από κόκκινο χώμα κάθε επική απόπειρα χαρτογράφησης της ύπαρξης μου. Κόκκινο, όπως το χρώμα του πάθους, εκείνο που κατεύθυνε τυφλά τα βήματα μου οδηγώντας με σε μικρές υπέροχες καταστροφές και τώρα σιγοσβήνει σαν φλόγα σε ξεχασμένο καντήλι. Προσποιούμαι πως περιμένω την βροχή να έρθει και να αναλάβει το ξέπλυμα αυτής της ενοχλητικής σκόνης, αλλά, ας μη γελιόμαστε… η σκόνη του χρόνου δυστυχώς δεν ξεπλένεται. Αυτό που απομένει μετά το πέρασμα της βροχής, είναι μονάχα λάσπη…
Διαβάζω κάτι που έγραψε ο Charles Baudelaire (ήρθα σε επαφή με το έργο του -κακώς σύμφωνα με κάποιους- σε πολύ νεαρή ηλικία όταν οι μουσικές και κοινωνικές επιρροές εκείνης της εποχής έφεραν στα χέρια μου «Τα Άνθη του Κακού»), και το μυαλό μου υποπίπτει σε μαρτυρικούς συλλογισμούς: «Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο στο οποίο κάθε ασθενής διακατέχεται από την επιθυμία να αλλάξει το κρεβάτι του…». Θυμάμαι πως μεγαλώνοντας και εισχωρώντας σ’ αυτό το ατέλειωτο σκοτεινό τούνελ, πάντα στην άκρη του αχνόφεγγε ένα μικρό φως. Τώρα πια, συνειδητοποιώντας με φρίκη πως βρίσκομαι ακόμα μέσα στο τούνελ διερωτώμενος αν οδηγεί τελικά κάπου, δεν αχνοφέγγει τίποτα και το σκοτάδι πυκνώνει με κάθε μου βήμα. Το πρόβλημα με αυτό τα τούνελ είναι πως δε μπορείς να γυρίσεις πίσω, με κάθε βήμα που κάνεις μπροστά πίσω σου ορθώνεται ένα αδιαπέραστο τείχος. Υπάρχουν μονάχα δυο επιλογές: είτε να σταματήσεις εκεί που βρίσκεσαι είτε να συνεχίσεις μες το σκοτάδι. Το νοσοκομείο είναι παλιό και παρατημένο στην τύχη του. Τα κρεβάτια του, σκουριασμένα ράντζα με βρώμικα σάπια στρώματα, είναι όλα κατειλημμένα και υπάρχουν εκατοντάδες όρθιοι που περιμένουν με αφύσικη υπομονή να αδειάσει κάποιο. Κι όμως… τον ασθενή τον διακατέχει ακόμα αυτή η επιθυμία, έστω κι αν η αλλαγή κρεβατιού μπορεί να κοστίσει την θέση σε κάποιον όρθιο. Ο ασθενής δεν επιθυμεί να βγει από το νοσοκομείο. Θέλει μόνο ν’ αλλάξει κρεβάτι.
Η επιθυμία είναι ελπίδα που εισβάλλει χωρίς προειδοποίηση στο μυαλό, σαν τις καμπύλες που τα μάτια σου αδυνατούν να παρακάμψουν όσο κι αν προσπαθείς, ενώ αγκομαχάς να μην αποκαλυφθεί η λαγνεία στο βλέμμα σου. Ένας μικρός προσωπικός χώρος που υπάρχουν στιγμές που γεμίζει μεθυστικά χρώματα, την ανάμνηση των οποίων μάχεσαι να διατηρήσεις αλλά εκείνη γελώντας χαιρέκακα απομακρύνεται βιαστικά. Και ένα πρωί, ξυπνώντας από έναν ταραγμένο γεμάτο όνειρα ύπνο, κοιτάς στον καθρέφτη και βλέπεις το λυκόφως. Εκείνη την μαγική στιγμή όπου η μέρα αγγίζει για λίγο τη νύχτα, πριν η δεύτερη αναλάβει τα ηνία. Το σκοτάδι πέφτει αργά και το νιώθεις να σε παγώνει συνειδητοποιώντας πως δεν ήρθε για λίγο αλλά σκοπεύει να μείνει. Να μείνει και να σκοτεινιάζει όλο και πιο πολύ, σαν εκείνο το τούνελ που πια δεν έχει άκρη στην οποία αχνοφέγγει κάποιο φωτάκι. Το σκοτάδι σκεπάζει την ζωή, επιταχύνει τον χρόνο και κρύβει χωρίς ποτέ να εξαφανίζει, τις επιθυμίες. Μπορεί να θολώνει η όραση, το μάτι όμως δεν χορταίνει ποτέ τις καμπύλες.
Πρέπει ν’ αρπάξεις κάθε πολύχρωμη στιγμή με κόκκινες, γαλάζιες, άσπρες η ροζ πινελιές πάθους, να γευτείς τα έντονα αρώματα πικάντικης βανίλιας ή καυτής κανέλας που έρχονται ξαφνικά να συνταράξουν σαν σεισμός τα θεμέλια των συναισθημάτων σου και να ευχηθείς μετά, πως αν το ίδιο ξαφνικά χαθούν τα αρώματα και τα χρώματα, να παραμείνει τουλάχιστον η ανάμνηση τους (γιατί οι έντονες αναμνήσεις, καλές η κακές, έχουν την τάση να ξεθωριάζουν τόσο γρήγορα; ). Η ζωή σε προσπερνά σε αυτό τον άνισο αγώνα δρόμου και κάποια στιγμή βρίσκεσαι να τρέχεις μόνος. Τα χρώματα πάντα θα δημιουργούν εκρηκτικές εικόνες στο μυαλό, τα αρώματα πάντα θα μεθούν σαν δυνατό κρασί, μα θα βρίσκονται πια τόσο μακριά που δεν θα μπορείς να ανακάμψεις. Η απόσταση θα μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο και ο αγώνας θα μοιάζει με μάταιη διαδικασία, με σεμνή τελετή. Ο χρόνος δεν είναι γιατρός, είναι αδίστακτος δολοφόνος. Τουλάχιστον μην του επιτρέπουμε να μας δολοφονεί χωρίς μάχη.
Η πραγματικότητα έχει την τάση να φθείρει την αλήθεια. Μέχρι να σε προσγειώσει ή να σε προδώσει, θα σκοτεινιάζει από τις αλήθειες που φθείρονται από την κόκκινη σκόνη του χρόνου που επιδιώκει διακαώς να καθίσει επάνω σου, να σε σκεπάσει σαν σάβανο. Μπορείς να την ξεσκονίσεις; Τα πάντα αλλάζουν όταν σε αλλάζει η πραγματικότητα και θέλουν να σβήσουν γιατί δε μπορούν να αντέξουν το βάρος της αλήθειας. Μου είπε κάποιος, κάποτε:
«Είχα δουλειά πριν απ’ όλους στην παρέα. Δούλεψα από μικρός όταν οι άλλοι διάβαζαν και είχα πάντα χρήματα στην τσέπη μου. Τότε είχα πολλούς φίλους. Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα και όλοι ήθελαν να πάμε για ένα καφέ, ένα ποτό, αν και πάντα μου άρεσε να πίνω με καλή παρέα στο μπαλκόνι. Τώρα δεν έχω δουλειά. Κάποια χρόνια τώρα χαροπαλεύω, ελπίζοντας κάπου να μου κάτσει ένα μεροκάματο και να πάρω τσιγάρα. Τώρα δεν έχω πολλούς φίλους, ίσως δεν έχω κανέναν. Το τηλέφωνο χτυπά κυρίως από συνήθεια. Νιώθω τελευταία επιλογή, όταν ο άλλος δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει η οφείλει που και που να τιμά την συνήθεια. Εγώ, νιώθοντας αυτή την αλήθεια να με καταπλακώνει, δεν τολμώ να επιδιώξω περισσότερα γιατί γίνομαι βάρος. Και η παρέα στο μπαλκόνι, τις σπάνιες αλλά ψεύτικες στιγμές που συναντιέται, πίνει ελάχιστα, βαριέται, δεν ενδιαφέρεται και δεν έχει τίποτα να συζητήσει…»
Η πραγματικότητα έχει την τάση να φθείρει την αλήθεια…
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι αυτό που κάνει τόσο πολύπλοκη και κάποιες φορές τόσο αβάσταχτη, αυτή την ζωή; Την ζωή που ομορφαίνουν τα χρώματα και πλουτίζουν τα αρώματα. Την ζωή που θέλει να σκεπάσει η κόκκινη σκόνη του χρόνου και να ορίσει η αλήθεια αυτών που επιβουλεύονται τον έλεγχο της. Την ζωή που με σκυμμένο κεφάλι δανείζουμε ή επιτρέπουμε την κλοπή της. Είναι η μοίρα; Είναι όλα προδιαγραμμένα; Οι πόθοι δεν είναι αδιέξοδοι, οι επιθυμίες δεν είναι βάρος, ίσως μάλιστα να είναι η σπίθα που θα τολμήσει να ανάψει το φωτάκι που θα αρχίσει και πάλι να αχνοφέγγει στο βάθος του τούνελ. Αρκεί να μην την δανείζουμε την ζωή, να μην επιτρέπουμε την κλοπή της. Που ξέρεις, ίσως να μπορούμε να αποφύγουμε το πεπρωμένο ή έστω να το πείσουμε να κάνει που και που, τα στραβά μάτια.
Το παραμύθι κρύβει την αλήθεια! Ο Τζακ ανέβηκε στην μαγική φασολιά, πήγε στην χώρα των γιγάντων, αλλά όταν επέστρεψε το μόνο που ήθελε να πάρει και να έχει πάντα μαζί του, ήταν ένα «φασολάκι»! Ένα μικρό καρπό από αυτή την φασολιά, ίσως το ίδιο το φασολάκι που φύτεψε στην αρχή…
Πολλές φορές, καθισμένος εκεί στη μέση του τούνελ αδύναμος να συνεχίσω βαθύτερα στο σκοτάδι, προσπαθώ να αποβάλω από επάνω μου την λάσπη που έφτιαξε η βροχή από την σκόνη του χρόνου. Είναι δύσκολο, το νιώθω και μάταιο, αλλά τι άλλο μου απομένει να κάνω; Τι άλλο από το να προσπαθώ να ελευθερωθώ από την λάσπη και να βαδίσω βαθύτερα μέσα στο σκοτάδι;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....