Το πρόβλημα, βλέπεις, είναι πως φέτος ερήμωσες πολύ νωρίς την πόλη - όμως αυτή είναι μια μοναξιά που δεν μπορείς να την καταλάβεις… Κάθε περιπλάνηση είναι άσκοπη και όλο αυτό το κενό προσπαθεί να γεμίσει η ελπίδα και τα σχέδια για ένα ακόμα καλοκαίρι. Μα τα «κουκιά» βγαίνουν δύσκολα φέτος και, έτσι που έχουν εκτοξευθεί πια οι τιμές, το ταξίδι είναι οικονομικά ασύμφορο. Βέβαια, αν υπήρχε, έστω και μια τόση δα πιθανότητα να περιμένεις (κάτι σαν προσδοκία – pass), το μόνο πρόβλημα θα ήταν η ημερομηνία αναχώρησης… Κλείνω λοιπόν τα μάτια και ζω ξανά, με την παραμικρή λεπτομέρεια, το πιο παράξενο και πιο δύσκολο καλοκαίρι της ζωής μου. Ίσως, κάπως, κάποτε, μπορέσω τελικά να γίνω κατανοητός…
Μπαίνοντας στο πλοίο (διάλεξα σκόπιμα το Μύκονος γιατί με αυτό είχα ταξιδέψει την πρώτη, αλησμόνητη, φορά) η αίσθηση του οικείου χαλάρωσε κάπως το άγχος, έτσι, η απόφαση που τόσο δύσκολα πάρθηκε βασανίζοντας με μήνες ολόκληρους, έδειχνε σωστή. Έδειχνε σωστή και υπέροχη. Ανεβαίνοντας βιαστικά τα σκαλοπάτια από το υπόγειο 1 όπου κατάφερα (με την πιεστική «βοήθεια» του παρκαδόρου) να στριμώξω το αυτοκίνητο μου, ήξερα που ακριβώς να πάω και ποια θέση στο μελαγχολικό κατάστρωμα ήταν η κατάλληλη για να καθίσω (η εμπειρία από το πρώτο ταξίδι όπου ο άνεμος παρέσερνε καθίσματα και η φουρτουνιασμένη θάλασσα κατέβρεχε αλύπητα τους υπνόσακους, είναι κάτι που δεν ξέχασα ποτέ…). Ακολουθώντας πιστά την ρουτίνα ενός προγράμματος που επαναλάμβανα κάθε φορά με επιμέλεια, άπλωσα πάνω στο τραπέζι ένα τετράδιο (πάντα έπαιρνα ένα τετράδιο μαζί μου γιατί στις διακοπές πίστευα ότι θα μου έρθει η μεγάλη έμπνευση και φυσικά, για να σημειώνω τα έξοδα. όπως μου είχες δείξει…), το βιβλίο (πρώτη φορά εφοδιάστηκα με 4 καινούργια βιβλία για τις διακοπές και δεν μπόρεσα να τελειώσω ούτε ένα), και το κουτί με τα κρακεράκια (πόσο επιθυμούσα να είχα και μερικά αλμυρά «ψαράκια»), και προσπάθησα να βολευτώ όσο καλύτερα γινόταν…
Το μόνο που έλειπε για να ολοκληρωθεί η ρουτίνα του ταξιδιού που είχα συνηθίσει, δυστυχώς, να πραγματοποιώ μονάχος, ήταν το τηλεφώνημα… Το τηλέφωνο όμως, ακουμπισμένο στο τραπέζι πάνω στο τετράδιο, ήταν σιωπηλό. Έτσι, οι 8 ώρες θα περνούσαν μουτζουρώνοντας το τετράδιο με απόπειρες αναζήτησης των κατάλληλων λέξεων που θα συνθέσουν τις κατάλληλες προτάσεις για να δημιουργήσουν το κατάλληλο μήνυμα που σχεδίαζα να στείλω την κατάλληλη στιγμή, και με ατέλειωτους φανταστικούς διαλόγους όπου δεν τα χάνω από απρόσμενες επιθέσεις, δεν ξεχνώ – αμυνόμενος – τι θέλω να πω, γίνομαι (επιτέλους) κατανοητός και παραθέτω την αλήθεια εκεί όπου τόσο άδικα έχει φωλιάσει το ψέμα (δεν είναι παράξενο που, κάποιες φορές, η αλήθεια ενός ανθρώπου δεν ακούγεται ποτέ;)…
Δύσκολο ταξίδι… Πολύ κούνημα, πολλές σκέψεις, πολλές αναμνήσεις. Όταν ξεκίνησα να το σχεδιάζω εξέτασα κάποιες διαφορετικές επιλογές, μα ήταν μάταιο. Πάντα ένας ήταν ο προορισμός (πώς να είναι άλλος;). Έζησα χρόνια πολλά με την επιθυμία, κοιτάζοντας εικόνες, βίντεο, ιστορίες, γεγονότα και περιγραφές… Μέρες και νύχτες ονειρευόμουν την στιγμή που θα γινόμουν ξανά μέρος μια πραγματικότητας την οποία θυμάμαι, γαμώτο, να βιώνω. Έχοντας μεγάλη φαντασία (κάποτε αυτό το θεωρούσα όπλο, τώρα μάλλον είναι η καταδίκη μου) πίστεψα πως αυτή η «πράξη» θα μετρούσε, πως η απόφαση θα έπειθε για την αλήθεια, αλλά κι αυτό, όπως οι ατέλειωτες φανταστικές συζητήσεις, ήταν μέρος μιας πραγματικότητας που υπάρχει μονάχα στο μυαλό μου (και στην καρδιά μου). Μα όσο η ώρα περνούσε, όσο περισσότερο πλησίαζα σε ότι ονειρευόμουν, η πιθανότητα να βιώσω ξανά κάτι απ’ όσα τόσο αγάπησα, μετέτρεπε την παρόρμηση σε ελπίδα. Όπως συχνά υποστήριζες, «ποτέ δεν ξέρεις…»…
Έτσι, με μόνη συντροφιά το διαρκώς σιωπηλό τηλέφωνο (που το κοιτούσα ασταμάτητα λες και με αυτόν τον τρόπο θα προσκαλούσα επιτέλους το αναπάντεχο), δεκάδες λερωμένες σελίδες στο τετράδιο, άπειρες φανταστικές συζητήσεις που προσευχόμουν κάποια από αυτές να συμβεί - έστω μια φορά - στην πραγματικότητα, η ψυχή μου άγγιξε το παρελθόν και οι ώρες πέρασαν με τον ίδιο τρόπο που περνούσαν πάντα όποτε ερχόμουν: με μια γλυκιά προσμονή... Και ξαφνικά, οι γνώριμοι (πανέμορφοι) πράσινοι όγκοι εμφανίστηκαν στον ορίζοντα! Η θάλασσα έριξε από πάνω της το βαθύ σκούρο χρώμα που φορούσε σε ολόκληρο το ταξίδι, και ντύθηκε ξανά την οικεία μπλε απόχρωση της επιθυμίας (το μαγικό χρώμα που της δίνει το νησί όταν αγκαλιάζει τις ακτές του - το χρώμα που έβλεπα πάντα να λάμπει στα μάτια σου…). Είχα φτάσει!
Η ζωή έβρισκε πάλι κάτι από τον παλιό της εαυτό, η ψυχή μου είχε βγει απ’ το σκοτάδι. Είχα φτάσει! Είδα τις στέγες των σπιτιών από τα απόμακρα χωριά Καλλιθέα και Δρακαίοι, το μεγάλο και το μικρό (πιο αγαπημένο αυτό, γιατί μόνο εκεί πήγαμε μαζί) Σεϊτάνι, το Ποτάμι και, κάπου στο βάθος ανάμεσα στα δέντρα, τους Καταρράκτες και μια από τις πιο επεισοδιακές και υπέροχες ημέρες της ζωής μου. Και, σε λίγο, μπήκαμε στο Καρλόβασι…
Μέχρι το πλοίο να δέσει στο λιμάνι και ν’ ακούσω 3 φορές να φωνάζουν εκνευρισμένα από τα μεγάφωνα τον ιδιοκτήτη του οχήματος που ανήκε σε εμένα, να πάει αμέσως στο γκαράζ νούμερο 1, ήμουν κρεμασμένος στα κάγκελα της κουπαστής κοιτάζοντας δακρυσμένος μια εικόνα που ποτέ δεν χόρτασα να κοιτάζω… Μα εικόνα που αγαπούσα πάρα πολύ, μια εικόνα που φοβόμουν πως δεν θ’ αντίκριζα ξανά…
Ξεχάστηκα… Ζούσα ξανά. Είχα φτάσει! Ερχόμουν…
Παράξενο πράγμα η συνήθεια, πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για μια αγαπημένη συνήθεια… Είχα τέσσερα χρόνια να βρεθώ στο νησί, τα πάντα όμως ήταν τόσο οικεία… Ήταν όπως τα είχα αφήσει, σα να μην είχε περάσει ούτε μια ημέρα (άραγε είχε περάσει;). Θυμήθηκα την τελευταία φορά σε αυτό ακριβώς το λιμάνι… Γύριζα την πλάτη στον κόσμο μη με δουν που έκλαιγα… Τότε έκλαιγα που έφευγα. Τώρα έκλαιγα που ήρθα…
Κάτι που πάντα λάτρευα να κάνω με το που πατούσα το πόδι μου στο λιμάνι, είναι να προσποιούμαι τον ντόπιο που, μ’ εκείνη την υπερήφανη γνώση του τόπου του, παραμερίζει τους πάντες να περάσει γιατί ξέρει τι πρέπει να κάνει, ξέρει που πρέπει να πάει. Αυτό το νησί είχε γίνει και εμένα ο τόπος μου (αυτό τουλάχιστον, επιθυμούσα), εδώ αγάπησα, εδώ έκλαψα, εδώ προσπάθησα, εδώ ονειρεύτηκα. Ήμουν ένας υπερήφανος ντόπιος που ήξερε που θέλει να πάει και πώς να πάει! Λάτρευα επίσης (και ζήλευα, γιατί ποτέ δεν το είχα βιώσει) να βλέπω εκείνους που περίμεναν ανυπόμονα στο λιμάνι, να τρέχουν με δάκρυα στα μάτια να αγκαλιάσουν όποιον περίμεναν καθώς εκείνος έβγαινε από το πλοίο. Είναι πολύ όμορφο να σε περιμένουν. Δίνει αξία και στους δύο: και σε αυτόν που τον περιμένουν και σε εκείνον που περιμένει…
Όλα τόσο αγαπημένα, τόσο επιθυμητά, τόσο οικεία μα και τόσο διαφορετικά… Πώς να μην είναι διαφορετικά; Κανείς δεν με περίμενε. Πώς να μην είναι διαφορετικά, αφού έλειπες;Οδηγώντας αργά και με την καρδιά μου να χτυπά με έναν αλύπητα ξέφρενο ρυθμό, βγήκα από το λιμάνι. Για λίγες στιγμές θυμήθηκα πως είναι να είσαι ευτυχισμένος. Και επέτρεψα σε αυτή την «ευτυχία» να με παρασύρει. Στον κόμβο, καθώς η λαχτάρα με έκανε απρόσεχτο, πήρα λάθος στροφή και άρχισα να ανηφορίζω. Όταν συνειδητοποίησα προς τα πού κατευθύνομαι, δεν σταμάτησα αλλά συνέχισα χαρούμενος, απολαμβάνοντας μια διαδρομή που δεν είχα κάνει ποτέ από αυτή την κατεύθυνση. Πόσο όμορφα ήταν… Δέντρα, δάσος και στον ορίζοντα η θάλασσα… Πήγαινα προς Μαραθόκαμπο και, καθώς σκαρφάλωνα το βουνό, το ταλαιπωρημένο μυαλό μου ταξίδευε στο χθες, σε μια εκδρομή που ήθελα πάντα τόσο πολύ να επαναλάβουμε… Ρουφούσα λαίμαργα κάθε εικόνα, κάθε λεπτομέρεια, κάθε στιγμή, περισσότερο νιώθοντας παρά βλέποντας, όμως μετά από λίγη ώρα σταμάτησα (σε ένα πολύ συμπαθητικό μαγαζάκι ανάμεσα στα δέντρα, που πουλούσε μέλι και άλλα ντόπια προϊόντα) και έκανα αναστροφή, γιατί δεν ήθελα να φτάσω στον προορισμό μου από αυτόν τον δρόμο, αλλά από τον «κανονικό», εκείνον που είχα διασχίσει άπειρες φορές, εκείνον που περνούσε από όλα τα αγαπημένα σου μέρη.
Γύρισα βιαστικά πίσω (δεν ήταν ότι με πίεζε ο χρόνος, αλλά η ελπίδα…), να προλάβω να ρίξω μια ματιά στην όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με θέα το Ποτάμι και τα μοναδικής ομορφιάς, ηλιοβασιλέματα (πώς να ξεχάσω την πρώτη μας φορά εκεί…), να περάσω έξω από το Hippies που τόσο μας άρεσε αλλά μόνο μια φορά επισκεφτήκαμε (τι όμορφη που ήταν εκείνη η «επεισοδιακή» ημέρα…) και να βγω έπειτα (πάλι βιαστικά) στην εθνική οδό ακολουθώντας την γνώριμη, αγαπημένη διαδρομή…
Κάθε εικόνα που αντίκριζα, κάθε μέρος που περνούσα, ήταν και μια έντονη ανάμνηση. Και σε όλη την διαδρομή δεν σταμάτησα στιγμή να σου μιλάω. Γιατί τα πάντα ήταν όμορφα, μα όχι τόσο όμορφα όσο ήταν όταν τα κοιτούσαμε μαζί…
Πέρασα από το Λιβαδακι, την επιβλητική σαν την κοιτάς από ψηλά, Τσαμπου (μια παραλία, για πάντα συνδυασμένη με μία από τις πιο όμορφες ημέρες της ζωής μου: καφεδάκι το πρωί στον Λουκά, μπανάκι μετά στην Τσαμπου, κοκκινιστό και μουσακά στις Μπλε Καρέκλες…). Μπήκα στον Άγιο Κωνσταντίνο για να βγάλω μερικές φωτογραφίες (δεν είχα καμία από εκεί!), πέρασα από τα Αυλάκια με την τόσο εντυπωσιακή θέα του βουνού και της θάλασσας (σε θυμάμαι να βαδίζεις εκεί δίπλα στον δρόμο…) και, καθώς αναπολούσα το χθες, έπεσα ξαφνικά σε κίνηση! Στον δρόμο εκτελούνταν έργα. Πριν από 4 χρόνια, φεύγοντας, έπεσα πάνω σε έργα (μου κατέστρεψαν και την εξάτμιση!). Τώρα, ερχόμενος, έπεσα πάλι σε έργα! Ανόητη σύμπτωση θα μου πεις, όμως η ελπίδα έκανε τα πάντα να μοιάζουν με οιωνούς…
Συνεχίζοντας μια διαδρομή που έμοιαζε περισσότερο με όνειρο, έφτασα στο γεφυράκι, εκεί που τα τεράστια πλατάνια αλλάζουν τελείως το τοπίο, εκεί που ξεκινά ο δρόμος με τις νεράιδες και τα ξωτικά και οδηγεί στις γραφικές και τόσο αγαπημένες σου, Μανωλάτες… Οι αναμνήσεις ζωντάνεψαν - θυμάμαι κάθε στιγμή, με κάθε λεπτομέρεια (τις ημέρες μου στο νησάκι τις πέρασα αναβιώνοντας αναμνήσεις, επαναλαμβάνοντας στιγμές. Στις Μανωλάτες πήγα την τρίτη μου μέρα στο νησί. Σταμάτησα, φυσικά, να πιω νερό από την πηγή, χάζεψα με νοσταλγία το μαγικό τοπίο, επισκέφθηκα τα ίδια ακριβώς μέρη, τα ίδια μαγαζάκια, φωτογράφισα τα ίδια σημεία. Στον Λουκά δεν έφτασα πρωί αλλά μεσημεράκι, και αντί για καφέ ήπια μια μπυρίτσα. Κάθισα όμως, στο ίδιο τραπέζι. Στην γωνιά, είχε και πάλι κάτι γατάκια που έπαιζαν...).
Συνέχισα προς Βουρλιώτες με τον άνεμο να μεταφέρει ακόμα το άρωμα εκείνης της αξέχαστης ημέρας (πέρασα από εκεί την ημέρα που έφευγα. Σχεδίαζα ένα γεύμα στις Μπλε Καρέκλες, έτσι για τον αποχαιρετισμό, αλλά ήταν πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο. Έτσι, έκανα μια βόλτα στα όμορφα διακοσμημένα του σοκάκια, και επισκέφθηκα μια ακόμα φορά την γραφική του πλατεία. Δεν ήταν το ίδιο…). Όταν έφτασα στην αγαπημένη σου Τσαμαδού, σταμάτησα για λίγο στον Ναυαγό, να αποτυπώσω κάθε εικόνα, κάθε θύμηση και να ηρεμήσω την καρδιά μου που δεν είχε σταματήσει στιγμή τον τρελό της ρυθμό (στο Ναυαγό, πήγα μια ημέρα που από τα «δικά μας» μέρη φυσούσε νοτιάς και, ομολογώ, με την ελπίδα πως μπορεί να είχαν κι άλλοι την ίδια ιδέα. Δεν είχε πολύ κόσμο και το νερό ήταν μαγεία! Οι αναμνήσεις με τύλιξαν με το χρώμα της θάλασσας. Έτσι, αποφάσισα να επαναλάβω μία ακόμα αλησμόνητη στιγμή: Μετά το μπανάκι στην Τσαμαδού, βόλτα στο Κοκκάρι, καφεδάκι και κρύο τσάι στο café με τις μπαμπού καρέκλες και τα πολύχρωμα μαξιλάρια – θυμήθηκα πως κάποτε κάναμε χαζά αστεία και γελούσαμε - πίτσα στο συμπαθητικό μαγαζάκι στην άκρη του λιμανιού κάτω από το ελάφι, και, σαν έπεσε ο ήλιος, μοχίτο στο Café Del Mar. Μα δεν ήταν το ίδιο…).
Συνεχίζοντας, πέρασα από τα Λεμονάκια (δεν πρόλαβα, αν και το ήθελα, να κάνω και εκεί μια βουτιά), μπήκα για λίγο με νοσταλγία στο αγαπημένο σου Κοκκάρι να ανάψω ένα κεράκι σε εκείνη την εκκλησία που πήγαμε κρυφά την μικρούλα, κάποτε, έναν δεκαπενταύγουστο, και, φθάνοντας στον Κέδρο, αν και το τοπίο με είχε παρασύρει σε ότι ονειρευόμουν τόσα χρόνια, πάτησα το γκάζι γιατί η ώρα περνούσε και σχεδίαζα (καλώς η κακώς) διάφορα. Πέρασα πάνω από το Μαλαγάρι (και τον Γιοκαρίνη!) και σαν πήρα τον δρόμο προς αεροδρόμιο, έκανα μια σύντομη στάση στο κλασσικό σημείο, για να χαζέψω από ψηλά, το Βαθύ (Το Βαθύ δεν κατάφερα να το επισκεφθώ. Ήθελα να πάω στο Λιβαδάκι και στην Αγία Παρασκευή, όμως κάποιες μοναχικές στιγμές η μοναξιά τις κάνει και αιμορραγούν. Και δεν άντεχα να περάσω από το νοσοκομείο… Κοιτάζοντας όμως από ψηλά, καθισμένος για λίγο στο παγκάκι, θυμήθηκα εκείνη την δύσκολη αναχώρηση, με το χαλασμένο πλοίο του Αγούδημου, την πολύωρη καθυστέρηση, τη νύχτα… Κάποτε ακόμα και η ταλαιπωρία είχε αξία…)…
Στην διασταύρωση, λίγο πριν συνεχίσω προς τα εκεί όπου ανήκει η καρδιά μου, κοίταξα με θολά μάτια τις πινακίδες που έδειχναν προς Μυκάλη, Κέρβελη και Ποσειδώνιο. (Τόσες αναμνήσεις: Η Μυκάλη την πρώτη φορά που η θάλασσα ήταν απίστευτα κρύα αλλά τόσο υπέροχη και την δεύτερη στην κυρά Μαρία, η καταπράσινη Κέρβελη, για μπανάκι κάτω από τα αρμυρίκια και φαγητό μετά σε κείνο το γραφικό μαγαζάκι – που δεν είχε κόσμο - με τη νύχτα να πέφτει αργά και τόσο μαγικά, το Ποσειδώνιο με την θέα που κόβει την ανάσα, τα γαλανά νερά και το ταβερνάκι πάνω στο κύμα…). Η ζωή, τόσο άδικα σκληρή τις περισσότερες φορές, δεν επέτρεψε – για διάφορους λόγους και με συγκεκριμένους τρόπους - την επανάληψη αυτών των στιγμών (αυτό βέβαια δεν σήμαινε πως κάποια στιγμή δεν θα συνέβαιναν ξανά, με λίγη υπομονή…) και δεν θα το επέτρεπε ούτε αυτή την φορά (μόνο την Μυκάλη επισκέφτηκα, η Κέρβελη και το Ποσειδώνιο, αν και προσπάθησα, πονούσαν πολύ – ποιος ξέρει; Ίσως κάποια άλλη φορά…)…
Ο ήλιος είχε ξεκινήσει το ταξίδι του προς την δύση και ένιωθα πως έπρεπε να βιαστώ, γιατί ήλπιζα πως είχα πολλά να κάνω. Πέρασα τον Μεσόκαμπο βλέποντας με θλίψη τα σημάδια από την περσυνή πυρκαγιά, στον δρόμο που την τελευταία φορά που ήρθα είχα σβήσει τα φώτα και οδηγούσα με το φως του φεγγαριού ενώ κάπου στο βάθος ξεμύτιζε ο ήλιος, και η καρδιά μου – που υπέφερε στο ταξίδι – πλέον φτερούγιζε ευτυχισμένη. Πέρασα και από την Γλυκόριζα που, μαζί με την Κέρβελη, ήταν οι παραλίες που ήθελες να μου δείξεις πρώτες όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στο νησί… Και, μετά την τελευταία απότομη στροφή, μπήκα στο Πυθαγόρειο…
Έκανα στην άκρη, να κοιτάξω από ψηλά μια ολόκληρη ζωή. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος, τα πόδια μου έτρεμαν και δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στο πρόσωπο μου. Εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα επισκεπτόμουν κάθε μέρα το Πυθαγόρειο, κοιτάζοντας το όμως κρυμμένος (λόγω «περιοριστικών μέτρων») από το αγαπημένο μου σημείο στα παγκάκια του Ταρσανά ή στην παραλία ξαπλωμένος τη νύχτα στην γνωστή ξαπλώστρα, έτσι, η ανάγκη να παρκάρω αμέσως το αυτοκίνητο, να πάρω στα χέρια μου την βαλίτσα και να κατηφορίσω τρέχοντας το πλακόστρωτο δρομάκι, ήταν επιτακτική. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που, δεν γίνεται, σίγουρα θα την άκουσες…
Ένα κομμάτι του εαυτού μου (αυτό που δεν διστάζει) είχε ήδη βγει από το αυτοκίνητο, είχε φτάσει στην πλατεία Ειρήνης, είχε στρίψει αριστερά στο στενάκι…Ένα κομμάτι όμως. Ο υπόλοιπος εαυτός μου που παρέμεινε στο αμάξι, έβαλε, με βαριά καρδιά πρώτη, και έστριψε δεξιά στον σταθμό, κοιτάζοντας με μια απερίγραπτη θλίψη (και πόθο) την κρεπερί όπου θα έδινα ότι έχω και δεν έχω για να με κεράσεις ξανά, μια κρέπα…
Μπήκα για λίγο στο Ποτοκάκι (στο beach volley έκανα τα περισσότερα μπάνια μου – η δύναμη της συνήθειας ή κάτι άλλο; - ελέγχοντας πάντα καθώς έφτανα, τα σταθμευμένα αυτοκίνητα μην τύχει και «ενοχλήσω»). Έκανα αναστροφή στο μέρος όπου προσπάθησα να δουλέψω μόνο και μόνο για να παρατείνω την διαμονή μου και όχι για να κάνω καριέρα (δεν μου προξένησε καμία εντύπωση που εκεί ακριβώς ετοίμαζαν ένα καινούργιο ξενοδοχείο) και γύρισα στον κεντρικό δρόμο. Πέρασα την Γλυφάδα που είναι υπέροχη όταν δύει ο ήλιος και, ναι (το περίμενες, ε;) με έπιασε το ένα και μοναδικό φανάρι σε αυτή την πλευρά του νησιού! Κέρδισα έτσι χρόνο να προσπαθήσω να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι. Οδηγούσα σχεδόν στα τυφλά καθώς τα δάκρυα είχαν θολώσει την όραση μου, επαναλαμβάνοντας μια διαδρομή που ένιωθα να την έχω κάνει πιο συχνά από οποιαδήποτε άλλη και αυτό με έκανε λιγάκι δύσπιστο για το που ακριβώς βρισκόμουν. Το επιθυμούσα τόσο πολύ αυτό το ταξίδι… Τόσο πολύ…Η μεγάλη πινακίδα στην άκρη του δρόμου, είχε χαραγμένη επάνω της την επιθυμία, και μου υπενθύμιζε πως για να την συναντήσω έπρεπε να στρίψω αριστερά. Μόλις άναψε το πράσινο, με την καρδιά μου να χτυπά ανυπόμονα και ακόμη πολύ δυνατά, έστριψα αριστερά. Βγήκα στον επαρχιακό δρόμο αναπνέοντας λαίμαργα την διαδρομή που τόσο πολύ λάτρευα, κοιτάζοντας ευτυχισμένος τα χρυσά χωράφια, τις ελιές και τα αμπέλια, τις εξοχικές κατοικίες, τους ντόπιους που οδηγούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάθε τύπο οχήματος, τα χρόνια που είχαν κατακαθίσει μαζί με την σκόνη στην άκρη του οδοστρώματος… Πέρασα την έξοδο για Χώρα, το αεροδρόμιο, την διασταύρωση για Μύλους και Παγώνδα, θυμήθηκα που είναι η στροφή που «δεν με παίρνει» και πρέπει να ελαττώσω ταχύτητα, και πέρασα μπροστά από το (ξεχωριστό, για εμένα) δρομάκι που οδηγεί στο Mare Deus και στην πιο μαγική νύχτα όλης μου της ζωής… (Το Mare Deus, όσο δύσκολο κι αν ήταν, στάθηκε αδύνατο να μην το επισκεφθώ και, όπως ήταν φυσικό, επέλεξα να καθίσω στο ίδιο ακριβώς σημείο: στις ξαπλώστρες στην άκρη δεξιά – θυμάμαι πως εκεί γνώρισα πρώτη φορά την Ρία και μας κέρασε λιχουδιές που είχε φτιάξει… Έκανα μερικές μοναχικές βουτιές και περίμενα, όπως τότε, να έρθει η νύχτα. Νομίζω πως πρέπει να ήταν όμορφα. Όμως, ήταν απίστευτα μοναχικά και, παρόλο που η παραλία φωτιζόταν ξανά από την ασημένια λάμψη της πανσελήνου, δεν υπήρχε πια η μαγεία…).
Τελευταία στροφή… Έκοψα ταχύτητα και σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά στο γεφυράκι, την «είσοδο» του Παραδείσου. Σε αυτό το σημείο πάντα ένιωθα πως περνούσα σε μια άλλη διάσταση, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου κατοικεί μόνιμα η αλήθεια – πάντα εκεί θα κατοικεί… Θέλω να περιγράψω χωρίς υπερβολές αυτό που ένιωθα, μα είναι αδύνατο. Ήταν σα να πέφτεις κλαίγοντας σε μια αγκαλιά που σου έχει λείψει αφόρητα, σα να βρίσκεσαι εκεί που νιώθεις με όλο σου το είναι πως ανήκεις, σα να ξυπνάς από έναν απίστευτα μακρόχρονο εφιάλτη… Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι, δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω. Έτρεμα σαν μικρό παιδάκι, νιώθοντας ταυτόχρονα ευτυχία και πόνο. Δεν είναι το μέρος, είναι ο άνθρωπος. Είναι, όπως σου έχω ξαναπεί, ο τρόπος που σε κάνει ο άλλος να αγαπήσεις κάτι κοιτάζοντας το με τα μάτια του. Είναι στιγμές. Είναι αυτό που δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί στον άλλο μοιάζει αδιάφορο ενώ για εσένα είναι όλος ο κόσμος. Είναι τα δάκρυα που ακόμα θυμάμαι να προσπαθώ να κρύψω όταν συνειδητοποίησα πως για μία γαμημένη πόρτα, οι πιο αληθινές και υπέροχες στιγμές δεν θα επαναλαμβάνονταν ξανά, και πως θα έπρεπε πλέον να ανταγωνίζομαι για να κατορθώσω να διατηρήσω δικό μου ότι αγαπώ και τελικά, να χάσω την μάχη. Εκεί είχα, όχι δικό μου αλλά μαζί μου, ότι ασταμάτητα επιθυμώ τόσα χρόνια, έστω κι αν φοβόμουν να το παραδεχτώ (κυρίως στον εαυτό μου). Είναι ένα ράντζο κι ένα μπαλκόνι, είναι αβγά και τηγανιτές πατάτες, είναι έρωτας χωρίς δισταγμούς και ανασφάλειες, είναι καβγάδες αγάπης, είναι ότι ονειρευόμουν αλλά δεν θυμόμουν, όταν ξυπνούσα, το όνειρο. Είναι, για πάντα, η αλήθεια…
Η ταμπέλα μπροστά από το γεφυράκι, με την πιο όμορφη λέξη στον κόσμο γραμμένη επάνω της, έλαμψε κάτω από τον ήλιο που έδυε, μου χαμογέλασε αναγνωρίζοντας με και με υποδέχθηκε, νομίζω με χαρά… «Γεια σου και πάλι…» μου είπε, ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, σα να γνώριζε πως θα ερχόμουν ξανά και με περίμενε... Βγήκα από το αυτοκίνητο και την άγγιξα να βεβαιωθώ πως ήταν πραγματική. Ήθελα να την αγκαλιάσω. Αμέσως με τύλιξε η μυρωδιά των θάμνων, των αγριόχορτων, των φύλλων του καλαμποκιού, της θάλασσας… Πόσο όμορφα μυρίζει εδώ η θάλασσα… Πόσο γλυκά, γεμάτη υποσχέσεις και όνειρα, σε αγκαλιάζει…
Επέστρεψα στο αυτοκίνητο και, ξεκινώντας αργά, πέρασα το γεφυράκι, πέρασα στην άλλη διάσταση και μπήκα στο λατρεμένο μας Ηραίον…
Ήξερα πως θα είναι δύσκολο, δεν περίμενα όμως να είναι τόσο δύσκολο (Θεέ μου, πονούσε πολύ…)… Ένα σωρό αντιφατικά συναισθήματα χτυπούσαν σαν σάκο του μποξ την καρδιά μου: Θλίψη και χαρά, λαχτάρα και πόνος, αναμνήσεις κι ελπίδες, ομορφιά και μοναξιά…
Η ανυπομονησία με βασάνιζε, ήθελα να σταματήσω στη μέση του δρόμου και να τρέξω να δω ξανά όσα, τόσο πολύ, είχα αγαπήσει και αγαπούσα ακόμα με όλη μου την ψυχή. Ένιωθα σαν όλοι – όλα – να με περίμεναν και παράλληλα, ένας παρείσακτος… Ο μόνος που σίγουρα με περίμενε ήταν ο Σιδέρης (πάντα δεν έλεγα πως αν τύχει και δεν μπορούμε να μείνουμε στο υπέροχο σπιτάκι, θα νοικιάσουμε δωμάτιο στο ξενοδοχείο που έχει το όνομα σου;) και μάλιστα με το κλειδί στο χέρι. Χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να με αναγνωρίσει, να με θυμηθεί, και μόλις έμαθε περισσότερες πληροφορίες, θέλησε αμέσως να κουβεντιάσουμε, να συγκρίνουμε βιώματα, να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλον. Μα ο χρόνος με πίεζε. Πλέον ήξερα πως δεν γινόταν να αντισταθώ. Η ευτυχία και ο πόνος είναι δυο συναισθήματα που δεν παλεύονται ταυτόχρονα. Ότι είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις μουτζουρωμένες σελίδες του τετραδίου στην διάρκεια του ταξιδιού φώναζε πια επιτακτικά πως θέλει να ειπωθεί. Η ανάγκη να μοιραστώ αυτή την πραγματικότητα για να την κάνω να υπάρξει, ξανά. Επιτακτικές ανάγκες, βιαστικές αποφάσεις. Αυτό είναι το κόστος που πληρώνει πάντα ο μόνος…
Το δωματιάκι ήταν απλό αλλά πολύ συμπαθητικό (ποτέ δεν θέλησα ανέσεις), με δύο κρεβάτια (το ένα έδειχνε αφόρητα αδειανό), ένα μικρό ψυγειάκι (διατηρούσε αλλά δεν πάγωνε), με το μπαλκόνι να κοιτάζει δυστυχώς στην πίσω πλευρά απ’ όπου δεν βλέπεις ποιος μπαίνει στο χωριό, και χωρίς τηλεόραση (δύο θα τα περνούσαν όμορφα, ένας πολύ μοναχικά…). Όμως, είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει, ανέτελλε πανσέληνος (ότι πιο ιδανικό) και είχα ένα δισταχτικό σχέδιο να πραγματοποιήσω…
Το πρώτο πράγμα που έκανα βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, είναι να ακολουθήσω ανυπόμονος, την αγαπημένη διαδρομή: Πέρασα έξω από το Βάρκα (μπορεί να μην ήταν πια το ίδιο, αλλά η παραλία ήταν ίδια και το τραπεζάκι πάνω στην θάλασσα καλούσε ξανά για κόντρες στο τάβλι και παγωμένη μπυρίτσα), είδα το σπιτάκι της Ρίτσας, το ακατάστατο στενάκι με το παλιό μαγαζάκι της Δώρας, και. τέλος, έφτασα… Στάθηκα τρέμοντας μπροστά στο σπιτάκι που έζησα τις πιο μαγικές στιγμές της ζωής μου, κάτω ακριβώς από το πιο όμορφο (και σίγουρα πιο αγαπημένο) μπαλκονάκι του κόσμου (υπήρξαν βράδια που, περνώντας από κάτω, είδα δυο σκιές να κάθονται αγκαλιασμένες εκεί κοιτάζοντας το φεγγάρι, και ένα φωτάκι να λάμπει πάνω στο κάγκελο, δείχνοντας, σαν φάρος, τον δρόμο της αγάπης…)… Η πόρτα που οδηγούσε επάνω ήταν φραγμένη από δεκάδες κουτιά και καφάσια της ταβέρνας και έδειχνε, ειλικρινά, τόσο μελαγχολική... Ήθελα πολύ να την ανοίξω (άραγε ανοίγει;), να ανέβω τρέχοντας τα σκαλοπάτια και να πέσω, γλυκά, στην αγκαλιά που λαχταρώ τόσα χρόνια, με όλη μου την ψυχή…
Πρέπει να έδειχνα πολύ παράξενος έτσι όπως στεκόμουν με πόδια που έτρεμαν και μάτια γεμάτα δάκρυα, γιατί όλοι στο Νεκτάριο είχαν σταματήσει ότι έκαναν και κοιτούσαν εμένα. Στο διπλανό μπαλκόνι φάνηκε κάποιος (ο θείος!) και κοιτούσε κι εκείνος. Έπρεπε να φύγω. Ήταν τόσο δύσκολο όσο και το να έρθω - ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Αυτό που τελικά με γλίτωσε από πιθανούς μπελάδες, ήταν η νύχτα και η πανσέληνος που σε λίγο θα φώτιζε τον ουρανό. Ήταν η παρότρυνση να έρθω στο Πυθαγόρειο, να αγοράσω από την κάβα δυο μπύρες και ένα κρύο τσάι σε περίπτωση που δεν υπάρχει όρεξη για αλκοόλ, και να ξαπλώσω στην ξαπλώστρα στο Νότο, μπροστά στην θάλασσα, περιμένοντας. Το σπιτάκι, θα το επισκεπτόμουν έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα, το πρωί για Καλημέρα, το βράδυ για Καληνύχτα. Τώρα απλώς το αποχαιρετούσα. Για λίγο…
Μπήκα στο αυτοκίνητο και οδήγησα γρήγορα προσπαθώντας να προλάβω τη νύχτα (πάλι δεν κατέβαζαν σκάλα στα φώτα όσοι έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση!). Την διαδρομή θα μπορούσα να την κάνω και με κλειστά μάτια, έτσι, σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχα φτάσει. Το πάρκινγκ ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από την τελευταία φορά που το είχα δει και ήταν γεμάτο αυτοκίνητα. Με αρκετό κόπο, κατάφερα να χωθώ κάπου κι εγώ. Αργότερα, αυτό το «κατάφερα κάπου να χωθώ» το πλήρωσα ακριβά, γιατί διαπίστωσα πως κάποιος με είχε χτυπήσει στο φτερό. Κάποιος, πάντα, με κάποιον τρόπο, κατάφερνε να με «χτυπήσει» σε αυτό το νησί…
(Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, ακριβώς μπροστά στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο αγαπημένο μου κάστρο, ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο… Το κάστρο κοιτούσα, και το κόκκινο φεγγάρι πάνω από τα τείχη του, καθώς έσβηνε η ελπίδα και οι παλάμες μου ίδρωναν ακριβώς όπως έκαναν συχνά οι δικές σου. Το κάστρο, που τόσο λάτρευα να καθόμαστε στα τείχη του τη νύχτα και να κοιτάζουμε τα φώτα στο Ηραίον, κοιτούσα, όταν επιβάλλονταν προσβολές, περιορισμοί και απαγορεύσεις…)
Την στιγμή όμως που έβγαινα από το πάρκινγκ, ένιωθα ευτυχία. Είχε νυχτώσει πια και αν και επιθυμούσα να περάσω από το κάστρο και το «μπαλκόνι μου» και να πω και δυο κουβέντες με το ψαράκι, δεν μπορούσα να το κάνω τέτοια ώρα (θα το έκανα φυσικά, όλες τις υπόλοιπες μέρες…). Περπατώντας στην κεντρική αγορά, έκανα σχέδια: Ποιους ανθρώπους θα συναντούσα, με ποιους ήθελα να μιλήσω, ποια μέρη θα επισκεπτόμουν. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που τους έχω στην καρδιά μου και θα ήθελα να πούμε μερικές κουβέντες. Η θεία Μπιμπή (είναι καλά; Το είδα το σπιτάκι που κρίθηκε ακατάλληλο μετά τον σεισμό), η Ελευθερία (τι έγινε το μαγαζάκι της;), τα πρώην αφεντικά σου (οι μόνοι άνθρωποι σε ολόκληρο το νησί που θέλησαν πραγματικά να με βοηθήσουν και, είτε με συμπαθούν είτε όχι, αυτή τους την κίνηση δεν θα την ξεχάσω ποτέ), η Αγγελικούλα (πόσο μου άρεσε εκείνα τα πρωινά που ανταλλάσαμε μερικές κουβέντες σκουπίζοντας τις αυλές μας), οι κοπελιές στο Orange (ιδιαίτερα εκείνη – δεν θυμάμαι πια το όνομα της – που χαμογελούσε γλυκά όταν ερχόμουν να αγοράσω το τοστάκι σου), ο Χαλαράς και τα χαζά αστεία του, ο τυπάκος στην κάβα που μου έκλεινε πονηρά το μάτι όταν πήγαινα τα βράδια να αγοράσω τα τσιγάρα σας και έβαζε δυνατά Pink Floyd…)… Όλα τα πρόσωπα ήταν γνώριμα και αναρωτιόμουν καθώς οι ματιές μας συναντιόνταν, ποιος με θυμόταν και σε ποιόν, ακόμα, είχα καταλήξει αποκρουστικός.... Κοιτούσα ενθουσιασμένος τον κόσμο και τα καταστήματα, είδα τις νέες προσθήκες, λυπήθηκα με τα μαγαζιά που είχαν κλείσει… Ήταν σα να αντικρίζω έναν γνωστό και αγαπημένο πίνακα, όπου ο καλλιτέχνης πρόσθετε και αφαιρούσε πράγματα, κρατώντας πάντα το βασικό του θέμα απείραχτο. Ένιωθα χαρούμενος. Ένιωθα παράξενα, δύσκολα, μα χαρούμενος. Βρισκόμουν πάλι, σπίτι…
Έφτιαξα το πρόγραμμα μου έτσι ώστε να ζει πάντα μέσα του η ελπίδα και να γεμίζει τις ώρες μέχρι την επιστροφή στο αδειανό δωμάτιο, αργά τη νύχτα. Η μέρα ξεκινούσε με μια βόλτα στο χωριό. Περνούσα κάτω από το μπαλκονάκι για την – απαραίτητη - Καλημέρα και, περπατώντας παραλιακά, σχεδίαζα που θα πιω το καφεδάκι μου και θα κάνω το μπάνιο μου – αν θα πραγματοποιήσω κάποια εκδρομή η θα προτιμήσω τα «στέκια». Έφτανα μέχρι το Επταστάδιο, κοιτούσα με πόθο την θάλασσα και έβγαζα φωτογραφίες. Επιστρέφοντας διάλεγα τα εσωτερικά δρομάκια, έβγαινα στην πλατεία («τι κάνετε εκεί;»… «παίζουμι ποδόσφαιρου»…) και έπειτα πήγαινα στο αυτοκίνητο. Όλα σχεδόν τα πρωινά, όπου κι αν αποφάσιζα ότι θα κάνω μπάνιο, προσέχοντας και ακολουθώντας «κρυφές» διαδρομές, πήγαινα στο αγαπημένο μου μπαλκόνι, κάτω από το κάστρο, να αφήσω λίγα λουλουδάκια που «έκλεβα» από αυλές και γλάστρες, στο ψαράκι (είχε μείνει καιρό χωρίς επίσκεψη) και κάποια μηνύματα ειλικρίνειας με μαρκαδόρο που, όπως και η αλήθεια μου, δεν αποδείχθηκε ανεξίτηλος. Καθόμουν εκεί για λίγο, κοιτάζοντας την θάλασσα (πάντα την θάλασσα) και, κάνοντας φανταστικές συζητήσεις, προσπαθούσα να ξεγελάσω τον πόνο και την μοναξιά μου. Με την δύση του ηλίου έπινα το ουζάκι μου στο pappa beach και ήταν όμορφα, όχι όμως μαγικά γιατί έλειπε ένα ακόμη ποτηράκι ούζο, έλειπαν και μερικά χαζά αστεία (θύμισα μάλιστα και στην Μαρία – την ιδιοκτήτρια – εκείνη την πρώτη επίσκεψη, όταν μας διηγήθηκε την ιστορία της τότε με την φωτιά και ποιοι την βοήθησαν και, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, μας θυμήθηκε! Ρώτησε που ήσουν… Την ίδια ερώτηση, της απάντησα, κάνω χρόνια τώρα, και εγώ…).
Μόλις νύχτωνε βρισκόμουν πάντα στο παγκάκι στον Ταρσανά στην άκρη του Πυθαγορείου με μια μπιρίτσα και ένα κρύο τσάι στο χέρι (παρέα με μια ηλικιωμένη κυρία που ψάρευε και με ρωτούσε διαρκώς ποιον περιμένω…), και αργότερα, κουρασμένος και απογοητευμένος που μαζί με το φεγγάρι έδυσε και η ελπίδα, επέστρεφα στο Ηραίο με βήμα τόσο βαρύ όσο η καρδιά μου (δεν μπόρεσα όμως ν’ αντισταθώ. Δυο φορές πλησίασα όσο πιο κοντά μπορούσα, να δω, έστω στα κλεφτά, τα γνώριμα σοκάκια και την αυλίτσα – χωρίς πια την κληματαριά…). Φθάνοντας στο Ηραίο, ακολουθούσα τον παραλιακό δρόμο χαζεύοντας τα μαγαζάκια και όσους διασκέδαζαν – τι ωραίο που είναι να διασκεδάζεις, και κατέληγα στον Θέμο για δυο ακόμα μπίρες, είτε συζητώντας μαζί του στο μπαρ μήπως σπάσει όλη αυτή η ανυπόφορη σιωπή, είτε καθισμένος στο ίδιο τραπεζάκι, κοιτάζοντας το φεγγάρι…
Επέστρεφα περνώντας από την πλατεία του χωριού, έκοβα δεξιά στο στενάκι ανάμεσα στο Βαρελάκι και το Κύμα και περνούσα κάτω από το μπαλκονάκι για να πω την – απαραίτητη – Καληνύχτα. Έφτανα στην παραλία. πλησίαζα δισταχτικά (μήπως πέσω πάνω σε κανένα ζευγαράκι) τις πιο απόμακρες ξαπλώστρες του Βάρκα και ξάπλωνα λίγο να απολαύσω τη νύχτα, να πολεμήσω τη μοναξιά μου και ν’ ακούσω ξανά και ξανά το τραγούδι της θάλασσας που τόσο μου είχες λείψει όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος, γύριζα στο δωμάτιο όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, ελπίζοντας να με πάρει κι εμένα, κάποια στιγμή, ο ύπνος…
Την πρώτη μου μέρα στο νησί, όπως σου έχω ήδη πει, ξύπνησα πολύ νωρίς, πριν χαράξει και έκανα μια βόλτα στο Ηραίο. Ήταν απίστευτα ήσυχα, απίστευτα όμορφα. Όμως δεν ήσουν εκεί… Περπάτησα όλα το χωριό και ξάπλωσα σε μια ξαπλώστρα στο Βάρκα περιμένοντας τον ήλιο. Θυμάσαι εκείνο το πρωινό; Το πιο όμορφο θέαμα στον κόσμο, σα να σε βλέπω να κοιμάσαι, είναι ο ήλιος όταν ξυπνάει στο Ηραίο… Μαγεία. Αλλά, τίποτα δεν είναι τόσο όμορφο όσο ήταν σαν το κοιτούσαμε μαζί. Ήταν όμως κάτι που ένιωθα πως όφειλα να κάνω…
Μοναδική συντροφιά στο αυτοκίνητο, είχα τον ανεμιστήρα! Καθισμένος άνετα στο πίσω κάθισμα απολάμβανε το ταξίδι που είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον πως θα πραγματοποιούσαμε ξανά. Αυτή την φορά δεν προσέφερε τις νοσταλγικές υπηρεσίες του, έκανε απλώς διακοπές - έτσι είχα κάποιον να του δείχνω όλα αυτά που η αγάπη μου τα έκανε τόσο μαγικά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανα μόνος μου διακοπές, όμως ήταν η πιο μοναχική. Και είναι αλήθεια παράξενο πως, μέσα σε τόση σιωπή, τόση μοναξιά και θλίψη, η μαγεία παρέμενε. Υποθέτω πως αυτή είναι η δύναμη της αγάπης…
Την τελευταία ημέρα μου στο νησάκι (άλλαξα τα εισιτήρια για να φύγω νωρίτερα), έκανα τα συνηθισμένα ψώνια (σούμα και σουβενίρ για δωράκια), και έκανα και μια τελευταία βόλτα να αποχαιρετήσω το χωριό. Δεν ήθελα να φύγω. Το σπιτάκι έδειχνε πιο μελαγχολικό από ποτέ. Κάθισα στα σκαλοπάτια στο Κύμα και το κοιτούσα. Οι αναμνήσεις περνούσαν πια σαν ερινύες από το μυαλό μου και, όταν τα δάκρυα θόλωσαν ξανά την όραση μου, η εικόνα άλλαξε, πήρε το χρώμα που έχουν συνήθως τα όμορφα όνειρα. Στο πεζουλάκι δίπλα στην πόρτα, είδα την γιαγιά να κάθεται ήσυχα, παίζοντας στα χέρια της εκείνη την πτυσώμενη βέργα με τον μαγνήτη στην άκρη. Μου χαμογελούσε με τον ίδιο τρόπο που χαμογελούσε και σε εκείνη την φωτογραφία που της είχα βγάλει, την φωτογραφία που δεν πίστευα ποτέ πως θα κοσμούσε την τελευταία της κατοικία. Η γιαγιά, χωρίς ποτέ να το έμαθε, χωρίς ποτέ να το είχε, ίσως, επιδιώξει, μου είχε κάνει ένα υπέροχο δώρο. Γι’ αυτό, όσο άδικο κι αν φαντάζει, πάντα θα την ευγνωμονώ (της το έλεγα άλλωστε κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, να της αφήσω ένα λουλουδάκι και να της ανάψω το καντηλάκι…).
Έπειτα η γιαγιά έφυγε… Κοίταξα ψηλά, το μπαλκονάκι. Στην δεξιά πλευρά κρεμόταν η κουρτίνα μπαμπού και πίσω της, διέκρινα την σκιά σου, καθισμένη στην καρέκλα, να απολαμβάνει ένα κρουασανάκι που είχες αλείψει με μερέντα και να χαζεύεις την θάλασσα. Την πρώτη φορά που σε αντίκρισα να χαζεύεις την θάλασσα, συνειδητοποίησα πως και η θάλασσα χάζευε εσένα! Γι’ αυτό είχε αποτυπωθεί, για πάντα, στα μάτια σου…
Όταν σκούπισα τα μάτια μου, η πόρτα ήταν και πάλι φραγμένη με κιβώτια και καφάσια και το μπαλκονάκι κλειστό με μια τέντα. Το aircondition ήταν ακόμη εκεί, μα δεν ήταν καλά καλυμμένο ώστε να μην το φθείρουν ο άνεμος και τα κύματα... Έφερα το δάχτυλο στα χείλη μου, έστειλα ένα φιλί στο σπιτάκι κι έπειτα ακούμπησα το δάχτυλο στην καρδιά μου (έτσι σε χαιρετώ τόσα χρόνια τώρα…) και σηκώθηκα να φύγω. Πριν κινήσω για το πλοίο, πέρασα από το Πυθαγόρειο, άφησα ένα τελευταίο λουλουδάκι στο ψαράκι, περπάτησα με προσποιητό θάρρος στο λιμάνι, έφτασα μέχρι την άκρη του και έριξα μερικές κλεφτές ματιές στην παραλία στο Ρεματάκι μήπως και η τύχη μου έδινε μια ακόμα όμορφη εικόνα (την πιο όμορφη απ’ όλες) να πάρω μαζί μου στην επιστροφή. Δεν ευτύχισα… Γύρισα πίσω και πήγα στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα να ανάψω ένα κεράκι (η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεν είχε άλλα κεριά αναμμένα, όμως ένιωθα πως δεν ήμουν μόνος. Άραγε είχες περάσει από εκεί;). Ήθελα να καθίσω κάπου να πιω έναν καφέ, μα δεν τόλμησα (το «τέρας» μου έχει στερήσει κάθε δύναμη, κάθε αυτοπεποίθηση). Μπήκα στο αυτοκίνητο και με καρδιά που το βάρος την δεν μπορούσα να αντέξω, πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Μια τελευταία στάση στους Βουρλιώτες και έπειτα το πλοίο που θα με προσγείωνε βασανιστικά στην αφόρητη πραγματικότητα…
Η πρώτη μου βραδιά πίσω στην πόλη, πίσω στην ερημιά, πίσω στο σκοτεινό μου δωμάτιο, ήταν σα να μην υπήρξε. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και ήταν σα να μην είχα σηκωθεί ποτέ. Ο ύπνος – παράξενο – με πήρε αμέσως, ίσως γιατί βιαζόμουν να ονειρευτώ. Και ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα την πρώτη μου βραδιά στο νησί μετά από τόσα χρόνια. Και η ανάμνηση που έχω πια, είναι αυτή του ονείρου. Ίσως τελικά, όλα να ήταν όνειρο…
Έφτασα στον Ταρσανά, από την μεριά του Νότου όμως, μην τύχει και με δει κανα μάτι. Εκεί, ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα στην άκρη της παραλίας, την στιγμή που το φεγγάρι πρόβαλε κατακόκκινο πίσω από το βουνό, κάθε σκιά που ένιωθα να πλησιάζει νόμιζα πως ερχόταν για εμένα… Από την ταβέρνα που είχε ελάχιστο κόσμο, ακούγονταν σιγανές ομιλίες και ο ρυθμικός ήχος που κάνουν τα πιρούνια πάνω στα πιάτα. Περίμενα… Δεν ξέρω αν φταίει η μεγάλη μου φαντασία, ο τρόπος που ακόμα θυμάμαι κάποια πράγματα, η αισιοδοξία που βασανίζει πάντα την ελπίδα, όμως πραγματικά πίστευα πως κάθε όμορφη ανάμνηση δεν στοίχειωνε μονάχα εμένα, πως ίσως υπήρχαν φορές που ένιωθες την ανάγκη της στιγμής, αναπολούσες την αξία και την αλήθεια της και επιθυμούσες και εσύ, όπως εγώ, να την επαναλάβεις…
Η ώρα περνούσε. Το φεγγάρι ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό και ο μόνος που επαναλάμβανε την στιγμή, ήμουν μονάχα εγώ. Κανείς δεν ερχόταν. Μα η στιγμή παρέμενε πεισματικά έντονη, η ανάμνηση της αναζωπύρωνε την φλόγα που τρεμόπαιζε τόσα χρόνια στην καρδιά, και η προσμονή έφλεγε στην ψυχή. Δεν γινόταν διαφορετικά. Η παρουσία μου έπρεπε να κοινοποιηθεί. Ίσως ήταν λάθος (πως μπορεί να είναι λάθος;), όμως το φεγγάρι ήταν μαγικό και η θάλασσα τραγουδούσε πάλι το ίδιο τραγούδι... Το μήνυμα που τόσες ώρες παίδευα συνθέτοντας το στο ταξίδι και διορθώνοντας το στην ξαπλώστρα, έφυγε…
Πέρασε πάνω από τα παγκάκια στην άκρη του Ταρσανά όπου μου άρεσε τόσο να κάθομαι και να χαζεύω τα φώτα του χωριού, περπάτησε στο λιθόστρωτο δρόμο του λιμανιού ανάμεσα από τον κόσμο που σχεδιάζε που θα έτρωγε ή που θα έπινε το ποτό του, έστριψε στο σοκάκι που βγάζει στην πλατεία Ειρήνης που ήταν γεμάτη κόσμο, πέρασε από το λατρεμένο εκκλησάκι του Άη Νικόλα σταματώντας στα απότομα σκαλοπάτια που ακολουθούσαμε κάθε βράδυ για να πετάξουμε τα σκουπίδια, άγγιξε την πόρτα στο, μελαγχολικό πια, σπιτάκι της Μπιμπής (υπήρχε ακόμα η μυρωδιά από τα κεφτεδάκια με τα αμπελοφάσουλα…), έστριψε δισταχτικά αριστερά στο σοκάκι, καληνύχτησε τον κυρ Βαγγέλη που καθόταν στην βεράντα κοιτάζοντας τους περαστικούς και τέλος, στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα που δεν είχε πια το κουκλάκι της μικρούλας να κρέμεται στην κλειδαριά… Χάζεψε λίγο την αυλίτσα που έδειχνε μελαγχολική γιατί δεν την σκίαζε πια η όμορφη κληματαριά και μπήκε στην αυλή. Η καγκελόπορτα έτριξε όμορφα - ο ήχος της αγάπης - αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να την ακούσει. Χτύπησε την πόρτα και, περίμενε…Ένα μήνυμα ακόμα, (όπως τόσα άλλα), να στέκεται μετέωρο περιμένοντας, σαν απελπισμένο φάντασμα που παλεύει, μάταια, να έρθει σε επαφή με τα πρόσωπα που αγαπά και του λείπουν. Μετέωρο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στην επιθυμία και την αδικία, με την αλήθεια να βγαίνει δισταχτικά από τα χείλη του αλλά να μην υπάρχουν αφτιά να την ακούσουν.
Χτύπησε άλλη μια φορά την πόρτα. Σιωπή… Κάθισε ήσυχα στο πεζουλάκι, εκεί που τοποθετούσαμε τα παπούτσια θαλάσσης και τις πέτρες που ζωγράφιζε η μικρούλα, και αποκοιμήθηκε... Εκεί βρίσκεται ακόμα. Χτυπά την πόρτα όλη μέρα ως αργά το βράδυ, και περιμένει. Μέχρι που στο τέλος, κουρασμένο από την αναμονή, αποκοιμιέται. Και το πρωί, ξυπνά ξανά, μαζί με την ελπίδα και συνεχίζει να χτυπάει…
Υ.Γ. Οι φάκελοι των αναμνήσεων, επιμελώς τηρούμενοι ακόμα και τις φορές που απουσίαζα, σταμάτησαν στο 2017. Ο τελευταίος φάκελος, ίσως ο μοναδικός με την ελπίδα αποτυπωμένη σε κάθε του φωτογραφία, δεν πρόλαβε να μοιραστεί. Ο χρόνος σταμάτησε εκεί. Ότι θυμάμαι, ότι αγαπούσα, έχει την μορφή που είχε πριν 4 (5 πλέον) χρόνια. Ο φάκελος του 2021, είναι μεγαλύτερος σε όγκο από κάθε άλλη φορά, όμως πρώτη φορά έβγαλα τόσες πολλές φωτογραφίες και εσύ δεν είσαι σε καμία…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....