crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας – Εκεί, στην Άκρη του Απείρου…


Πιστεύω πως θα το έχεις ήδη μάθει, όμως δεν γίνεται να μην σου το πω και εγώ. Δεν γίνεται να μην το κουβεντιάσουμε, έστω κι αν αυτή την στιγμή μόνο ο ένας θα μιλάει. 
Μερικές φορές μπορώ να φανταστώ τις απαντήσεις ή και τις ερωτήσεις σου και αυτή η ψευδαίσθηση συζήτησης είναι σα μικροσκοπικό φωτάκι στο βαρύ σκοτάδι όλης αυτής της σιωπής. Αυτό που πολλοί δεν κατανοούν (η προτιμούν να μην κατανοούν) είναι πως δεν είναι μόνο η χαρά που έχει αξία αν την μοιραστείς, αλλά και η θλίψη. Έτσι, αυτή η δυσάρεστη είδηση, είναι κάτι που θέλω να το μοιραστώ μαζί σου, με τον ίδιο τρόπο που ήθελα να μοιράζομαι τα πάντα μαζί σου. Κι ας μην ήταν πάντα ευχάριστα. Δεν θα είχαν αξία αν ήταν…

Έφυγε και ο Λαυρέντης… Πόσο εύθραυστοι είμαστε… Τη μία στιγμή είσαι σε ένα τραπέζι με φίλους, πίνοντας και κάνοντας αστεία, και την άλλη σε τυλίγει χωρίς καμιά προειδοποίηση το αιώνιο σκοτάδι. Τη μια στιγμή είσαι πάνω σε μια σκηνή τραγουδώντας μπροστά σε χιλιάδες κόσμο και την άλλη, για πάντα βουβός, για πάντα σκόνη. Και όσο μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε πως όχι μόνο τα δυσάρεστα νέα διαρκώς αυξάνονται, αλλά μας αγγίζουν πλέον με έναν τρόπο ανησυχητικό. Νιώθουμε πόσο εύθραυστοι είμαστε. Εμείς και οι γύρω μας. Όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούμε. Παρόλα αυτά, δεν δίνουμε ευκαιρίες, δεν συγχωρούμε, δεν συζητάμε, δεν επικοινωνούμε, δεν μιλάμε, δεν ακούμε, δεν προσπαθούμε. Κι αν κάτι συμβεί; Ακύρωσα την επόμενη συναυλία του Λαυρέντη γιατί δεν ήθελα να πάω μόνος μου, με το σκεπτικό πως, Λαυρέντης είναι αυτός, δεν σταματά ποτέ τις εμφανίσεις, θα τον δω σύντομα κάποια άλλη φορά. Όμως δεν θα τον δω. Δεν θα τον δω ποτέ ξανά. Τρέμω να αναφέρω κάποιο πιο προσωπικό παράδειγμα, όμως είναι κάτι που δεν παύει να υφίσταται. Μια φριχτή πιθανότητα. Σκεφτόμαστε πόσο εύθραυστοι είμαστε, όμως δεν το συνειδητοποιούμε...  

Ήταν πολύ νέος ο Λαυρέντης όταν παρακαλούσε την «Βασίλισσα της Σιωπής» να τον πάρει από εδώ. Και εκείνη, υποθέτω, κάποια στιγμή τον άκουσε. Υπάρχουν πολλά είδη σιωπής και κανένα δεν είναι καλό, ακόμα και αυτό που νομίζεις πως επιθυμείς. Ετοιμάζω εδώ και μέρες ένα κειμενάκι για το Καλοκαίρι, για ένα ακόμα καλοκαίρι που δεν ήρθε κι όμως, πέρασε. Το «κειμενάκι» βγαίνει «κειμενάρα» κι όσο κι αν το πετσοκόβω δεν λέει να λιγοστέψει τις λέξεις που θέλει να διαβαστούν. Και αυτές οι λέξεις έχουν επίσης αξία κι ας μην είναι ευχάριστες. Είναι ευχάριστη η ανάμνηση τους, είναι ευχάριστη η ελπίδα που πάντα κρύβεται ακόμα και μέσα στα πιο σκοτεινά κείμενα. Και τις έγραφα ακούγοντας τον Λαυρέντη, τον κύριο Μαχαιρίτσα όπως τον είχα αποκαλέσει πριν πολλά χρόνια και είχε χαμογελάσει γιατί δεν θα συνήθιζε ποτέ αυτό το «κύριε», τον Νυχοκοπτίτσα όπως τον αποκαλούσε αστειευόμενη κάποτε μια φίλη, τον Τερμίτη, που έψαχνε και αυτός ένα όνομα που να παραπέμπει σε ζουζούνι ως φόρο τιμής στους αγαπημένους του The Beatles. Έγραφα αυτές τις λέξεις και άκουγα τα παλιά του τραγούδια, τα λιγότερο γνωστά, αυτά που μας είχαν τραβήξει την προσοχή με τον Μήτσο όταν ανταλλάσαμε κασέτες. Όσες «ιδέες της στιγμής» είχε κάποτε εκείνος, δεν έπαψα ποτέ να έχω εγώ, μόνο που εκείνος κάποιες από τις ιδέες του τόλμησε να τις εφαρμόσει. Έγραψε ελάχιστους στίχους, μα πάντα συμμετείχε στην κατασκευή τους την ώρα που προσπαθούσε να τους ντύσει με μουσική. Έτσι, βιώματα άλλων ενώθηκαν με βιώματα δικά του, και ιδέες φίλων βρήκαν εφαρμογή μέσα στις δικές του. Και αν και έδειχνε διαρκώς κουρασμένος η να βαριέται (γνωστό χαρακτηριστικό του), γούσταρε πολύ αυτό που έκανε. Και δεν είχε σκοπό να σταματήσει…

Είναι πολύ δύσκολο να σκεφτώ πως αυτή η φωνή με την χαρακτηριστική χροιά, έσβησε για πάντα. Θα μου πεις, αυτές οι φωνές δεν σβήνουν ποτέ, και αυτό πράγματι συμβαίνει με όσους αφήνουν πίσω τους κάποιο έργο. Ωραία η καλλιτεχνική αιωνιότητα, όμως η πραγματικότητα δεν είναι. Κάποιους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζεις προσωπικά, ακόμα κι αν δεν τους μιλάς ποτέ, θέλεις απλά να υπάρχουν. Ίσως γιατί έτσι νιώθεις πως υπάρχεις και εσύ, ίσως γιατί αισθάνεσαι το κενό που αφήνουν, ένα κενό που στα χρόνια που ζούμε, δεν αναπληρώνεται. Έχουν γράψει ιστορία αυτοί οι καλλιτέχνες και, αν και όλοι γράφουν ο καθένας την δική του ιστορία, αυτοί οι συγκεκριμένοι έρχονται από την ίδια την ιστορία. Από κάτι που φοβάσαι πως με κάθε απώλεια, κάποια στιγμή μπορεί να χαθεί οριστικά. Πόσοι έχουν μείνει πια να θυμούνται ή να τιμούν αυτή την ιστορία;
    Είναι δύσκολο που λες, να πιστέψω πως δεν θα τον δω ξανά πάνω σε κάποια σκηνή (η σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή – μαζί με τον Μπάση J), να φορά πάντα πουκάμισο και να έχει το χέρι στην τσέπη όταν δεν παίζει κιθάρα (νομίζω πως αυτή ήταν ανέκαθεν μια κίνηση αμηχανίας αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ). Ο Λαυρέντης ανήκει σε εκείνη την κατηγορία καλλιτεχνών που φτιάχνουν μια συγκεκριμένη εικόνα χωρίς να επιδιώκουν να φτιάξουν κάποια εικόνα, κάτι που προσδίδει αυθεντικότητα στο έργο τους όποιον σκοπό κι αν εξυπηρετεί αυτό.

Αν και συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες, πάντα μου άρεσε να τον φαντάζομαι δίπλα στον Διονύση Τσακνή, μάλλον γιατί η πρώτη φορά που άκουσα live τον Λαυρέντη, ήταν μαζί με τον Διονύση, σε τραγούδια εξαιρετικά, διαχρονικά και αξέχαστα. Ο Διονύσης έκλεινε διαρκώς τα μάτια του και ερμήνευε κάθε τραγούδι βιώνοντας το. Ο Λαυρέντης είχε το χέρι στην τσέπη και κοιτούσε ψηλά, πάνω από τον κόσμο, σα να αδιαφορούσε εντελώς για το κοινό. Μα όταν κάποιο τραγούδι τελείωνε και ο κόσμος ξεσπούσε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, χαμογελούσε και το πρόσωπο του φωτιζόταν. Του άρεσε αυτό που έκανε, έστω κι αν τελικά τον κούρασε πολύ. Είχε επαφή με το κοινό, έστω κι αν πολλές φορές επαναλάμβανε τον εαυτό του (αυτό συμβαίνει με πολλούς μουσικούς που αν και έχουν συνεχώς νέο υλικό, νιώθουν πως πρέπει πάντα να τραγουδούν το παλιό, γιατί αυτό απαιτεί ο κόσμος). Και ήταν μοναδικός. Ένας από τους πολλούς καλλιτέχνες που μας άφησαν, χωρίς κάποιος να μπορεί να τους πλησιάσει. Και δεν εννοώ να τους πλησιάσει σε ποιότητα η αξία έργου. Είναι αυτό που λέμε μερικές φορές: Δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν

Η ερμηνεία του Λαυρέντη σε κάποια τραγούδια είναι αξεπέραστη. Σκέψου μερικά αγαπημένα και δοκίμασε να τα ακούσεις από κάποιον άλλο. Ακούγονται σαν διαφορετικά τραγούδια! Ναι, υπάρχουν κάποιες «φωνάρες» που ερμήνευσαν ίδια τραγούδια που έχει ερμηνεύσει και αυτός, κάποιοι μάλιστα ανέβηκαν και οχτάβες, όμως το αποτέλεσμα ήταν τόσο «ξένο». Ο τρόπος για παράδειγμα που ερμηνεύει το «Πόσο σε θέλω», ένα κατά την γνώμη μου, από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ και ίσως το πιο ερωτικό (αυτή η κουβέντα έχει τεράστια αξία), είναι μοναδικός. Ναι, οι χαμηλές του νότες (ιδιαίτερα όταν ήταν πιο νέος) είναι πραγματικά πολύ καλές, αλλά αυτή την κουβέντα, το «Πόσο σε θέλω», το φωνάζει, το εκφράζει όπως ακριβώς οφείλει να εκφραστεί: όσο πιο δυνατά γίνεται, γιατί πρέπει να ακουστεί! Και άλλοι, με αναμφισβήτητα καλύτερες φωνές, επιχείρησαν να εκφράσουν αυτή την κουβέντα, όμως θεωρώ πως όλοι απέτυχαν. Ακόμα και όταν φώναξαν, η φωνή δεν ακούστηκε, η επιθυμία δεν εκφράστηκε. Δεν ξέρω αν μετά από τόσα χρόνια ο Λαυρέντης βαριόταν να τραγουδήσει αυτό το τραγούδι, όμως πάντα το έλεγε. Το ήθελε ο κόσμος, ο οποίος περίμενε υπομονετικά να φωνάξει αυτή την κουβέντα. Και ο κατάλογος παρόμοιων τραγουδιών, είναι πραγματικά, πολύ μεγάλος.

Τον πρόδωσε η καρδιά του. Αυτός, ξέρεις, είναι φόβος πολλών από εμάς. Το άδικο είναι (αν αληθεύουν όσα ακούγονται) ότι ίσως να είχαν καταφέρει κάτι αν το ασθενοφόρο έφθανε πιο νωρίς. Όλοι αυτοί που έχουν φέρει την χώρα σε αυτό το χάλι, πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουν με την σειρά τους, πως το απρόσμενο, το μοιραίο, μας βρίσκει όλους. Φτάνει πια, δε νομίζετε; Διαφορετικά, άντε γαμηθείτε και δρόμο, μπας και βρεθεί κανας άνθρωπος να νοιάζεται για ανθρώπους…
    Τον πρόδωσε η καρδιά του και αυτή η τόσο απαραίτητη πουτάνα, έχει την τάση να προδίδει πολύ κόσμο. Τις περισσότερες φορές βέβαια, είμαστε εμείς που φροντίζουμε να την προδώσουμε, με πολλούς και διάφορους τρόπους. Και δεν είναι μόνο η κακομεταχείριση. Είναι και ο πόνος. Όσο περισσότερο πονάει, τόσο πιο εύθραυστη γίνεται…

Υποθέτω πως αυτή την στιγμή προσθέτεις και εσύ (όπως όλοι μας) θλιμμένα φατσάκια στο facebook, διαβάζοντας ειδήσεις η ακούγοντας τραγούδια του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Μακάρι να κουβεντιάζαμε λίγο για εκείνον, για τα τραγούδια του, τα λόγια του, να μοιραζόμασταν στιγμές που συντρόφεψαν τη νιότη μας. Η είδηση έχει έρθει να καθίσει βαριά πάνω σε όλο τον πόνο που συσσωρεύεται στην ψυχή μου τα τελευταία χρόνια και η ανάγκη να μιλήσω είναι επιτακτική. Τον πήγαινα πολύ τον Λαυρέντη και ξέρω πως και εσένα σου άρεσε (μα πόσο τραυματίζει αυτός ο αόριστος. Πόσο μας τραυματίζει γενικά, κάθε αόριστος…).  Δεν έκανα πολύ κέφι αυτά τα χαριτωμένα «σουξεδάκια» που προτιμούσε πολύς κόσμος, όμως ήξερε καλά να φτιάχνει τέτοια σουξεδάκια (και δεν κρύβω πως τα σιγοτραγούδησα άπειρες φορές). Τα άλλα, αυτά που είναι σχεδόν άγνωστα, τα κρατούσε για τον εαυτό του και για όσους θέλουν να ακούσουν έναν δίσκο και όχι μόνο τα σουξέ. Αυτά τα «άγνωστα» τραγούδια, δεν τα έλεγε στις ζωντανές του εμφανίσεις. Έπρεπε να περάσει η ώρα, να του το ζητήσεις και να το σκεφτεί. Σπάνια έβγαινε εκτός προγράμματος.

Έφυγε ο Λαυρέντης και θέλω τόσο πολύ να το συζητήσω. Όχι για να το συνειδητοποιήσω (άλλωστε μετά από τόσα χρόνια ακόμα πιστεύω πως κυκλοφορούν ανάμεσα μας ο Μάνος, ο Νικόλας, ο Θάνος, ο Μήτσος και πολλοί άλλοι), ούτε για να απαλύνω τον πόνο, μα για να μοιραστώ την θλίψη. Με τον ίδιο τρόπο που κάθε θλίψη μοιράζεται και αντιμετωπίζεται με μια αγκαλιά. Όσο όμορφο είναι να αγκαλιάζεις και να σε αγκαλιάζουν, άλλο τόσο είναι απαραίτητο. Έτσι και με τις κουβέντες, την επικοινωνία. Μερικές φορές είναι απαραίτητο να μιλήσεις, ακόμα κι αν ξέρεις πως τα λόγια σου δεν είναι ευχάριστα, δεν είναι θεμιτά. Όση επικοινωνία υπάρχει σε μια αγκαλιά, υπάρχει και σε μια συζήτηση. Θέλω τα λόγια μου να αγκαλιάζουν όσο θέλω και να αγκαλιάζονται. Δεν το πετυχαίνω πάντα (ίσως ποτέ) αλλά αυτό δεν μειώνει την θέληση ή την προσπάθεια. Και παρόλο που προσπαθώ να επικοινωνήσω, το γεγονός πως πρέπει να αποδεχθώ άλλη μια απώλεια, δυσκολεύει την προσπάθεια. Αν λείπει τόσο πολύ σε εμάς, πόσο πολύ πρέπει να λείπει στους δικούς του… Πόσο πολύ…

Στην άκρη του απείρου στέκεται ακόμα η στιγμούλα του ονείρου. Μικρά είναι τα όνειρα και δεν κοστίζουν τίποτα. Αποτελούνται από ελπίδα και στιγμές. Στιγμούλες. Ναι, μια στιγμούλα αξίζει πολλά περισσότερα από μια ολόκληρη στιγμή. Μια στιγμούλα περιέχει αυτό το τόσο δα που καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο χώρο στις καρδιές μας, κι ας είναι τόσο εύθραυστες. Αντέχουν τις στιγμούλες, γι’ αυτές υπάρχουν. Να σεβόμαστε τις στιγμούλες αυτές, να φωνάζουμε με όλη μας την φωνή αυτό το «Πόσο Σε Θέλω», να ζούμε «Μικρούς Τιτανικούς» και να θυμόμαστε τους καλλιτέχνες που είτε το επεδίωξαν είτε όχι, σημάδεψαν με τα τραγούδια τους τις στιγμούλες μας. Αξίζει το όνειρο ακόμα κι αν μας λένε (η νιώθουμε) πως θα πονέσει. Κάποια πράγματα δεν είναι εύκολα, αλλά αξίζουν…

Έφυγε γαμώτο και ο Λαυρέντης. Δεν το περιμέναμε. Έτσι ξαφνικά, χωρίς να μας αποχαιρετήσει. Χωρίς να αποχαιρετήσει ούτε καν αυτούς που αγαπούσε. Πολλές μαζεμένες απώλειες, και… δεν ξέρω, πολύ θλίψη. Για τελευταία κουβέντα (εύχομαι να υπάρξουν ξανά κι άλλες), έτσι για να σου πω «Καληνύχτα, όνειρα γλυκά, καλό ξημέρωμα» και να (μην) αποχαιρετήσουμε τον Λαυρέντη, κράτησα μια στροφή από το τραγούδι που έγραψε μαζί με τον Διονύση Τσακνή το μακρινό 1994:

«Ήρθατε μόνοι εδώ χιλιάδες μοναξιές μου
μα τα τραγούδια μας σας θέλουνε μαζί.
Ρίχνω το κόκκινο το φως εγώ αστροφεγγιές μου
κι αν φταίνε τα τραγούδια μας η νύχτα θα το πει…»


Καληνύχτα…



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com