Μια ιδιαίτερη στιγμή στην παράξενη ζωή μου, αυτή που σέρνει στο σκοτάδι αλυσίδες ενοχών και πόθων σαν γερασμένο φάντασμα που ξέχασε πώς να φοβίζει, ήταν το τραγούδι “Acrobat” των U2 από το album “Achtung Baby” του 1991. Έχοντας ανέκαθεν την μουσική οδηγό και σύντροφο όλα αυτά τα χρόνια, ανακάλυψα από νωρίς πως όσα αδυνατώ η δεν τολμώ να εκφράσω, μπορούν κάλλιστα να το κάνουν για εμένα τα τραγούδια.
Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν συζητήσεις που δεν μπόρεσα, δεν μπορώ και δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω με κάποιον άλλο, και όπως πολλοί άλλωστε, επιλέγω συνομιλητή τον εαυτό μου. Αφορμή δεν είναι ένα τραγούδι, αλλά βιώματα και σκέψεις που το τραγούδι απλώς υπενθυμίζει, παρεμβάλλοντας τους στίχους και την μουσική του σε όλη αυτή την πραγματικότητα που ακόμη θεωρώ πως είναι όνειρο, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει. Μέσα σε αυτό το όνειρο κινούμαι ανήμπορος να αλλάξω την ροή του, ακολουθώντας ένα πραγματικά ευφάνταστο σενάριο με ανατροπές που συγκλονίζουν και έναν παραλογισμό που μονάχα ένα απίστευτα σαδιστικό μυαλό μπορεί να συλλάβει, παραδομένος στις ορέξεις του πεπρωμένου. Το μόνο μέρος πια όπου μπορώ να αναζητήσω την αλήθεια, καλά κρυμμένη πίσω από μελωδίες και παραπλανητικούς στίχους, είναι τα τραγούδια. Εκεί λοιπόν, στα αλλόκοτα δώρα του ύπνου, ξεκινούν οι υποχρεώσεις.
Το “Acrobat” από το μακρινό 1991 με προειδοποιούσε να μην πιστεύω ότι βλέπω και ότι ακούω και πως αν κλείσω τα μάτια μου θα μπορέσω να αισθανθώ τον εχθρό. Ένα τραγούδι καμουφλαρισμένο με ερωτικά στοιχεία ενός έρωτα που «στράβωσε», το πρόσωπο ενός κοριτσιού που θυμίζει χιόνι που λιώνει, παροτρύνει να ονειρευτούμε και μάλιστα να ονειρευτούμε δυνατά, και έχοντας επίγνωση πως θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα μας, να μην επιτρέψουμε στους «μπάσταρδους» να μας λυγίσουν. Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 με είχαν βρει συναισθηματικά απογοητευμένο, ερωτικά πληγωμένο, ψυχολογικά μαυρισμένο, να γεμίζω τετράδια με εφηβικά ποιήματα που φιλοδοξούσαν να συναγωνιστούν αυτά του Καρυωτάκη γνωρίζοντας όμως πως από την στιγμή που εξωτερικεύθηκαν ήτανε καταδικασμένα, να εξερευνώ τον τρελό κόσμο μου προσπαθώντας να αποκαλύψω παράλληλα σύμπαντα και σκοτεινές συνομωσίες, να (μετα)μορφώνομαι μελετώντας βιβλία και άρθρα «γραφικών» συγγραφέων και καταραμένων ποιητών, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω πως από τα Λούνα Παρκ, τα Creepers και το «κοκόρι» στο μαλλί, πέρασα στο μαύρο Montgomery και το Dark Wave. Ανακαλύπτοντας αυτό τον τρελό κόσμο, ανακάλυπτα επίσης κάθε λογής μπάσταρδο.
Στις εξορμήσεις μου με τον Μήτσο, προσπαθούσαμε να αντιληφθούμε τα μυστικά σύμβολα που κάποιοι είχαν σχεδιάσει σε ερμητικά σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες πίσω από σκοτεινά υπόγεια τούνελ, φοβούμενοι πως μπορεί με τις πράξεις μας να ξυπνήσουμε τους «Μεγάλους Παλαιούς» υλοποιώντας τις προφητείες του Lovecraft. Ψάχναμε τις υποτιθέμενες εισόδους που οδηγούσαν στην «Κούφια Γη» αποκρυπτογραφώντας τους χάρτες στα «απαγορευμένα» βιβλία του Μπαλάνου και εξερευνούσαμε την σπηλιά του Νταβέλη με την ελπίδα πως θα ανακαλύψουμε τα κρυφά μονοπάτια που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις, μονοπάτια που αν τελικά τα ανακαλύπταμε σιγά μην τα ακολουθούσαμε! Δεν υπήρχε άγνοια κινδύνου, αλλά εφηβική περιέργεια και οι πληροφορίες που υπερφόρτωναν το μυαλό βαραίνοντας απίστευτα την φαντασία. Ένα πραγματικά βαρύ φορτίο που λύγιζε τα γόνατα δυσκολεύοντας κάθε βήμα, όμως μια παράξενη δύναμη με παρότρυνε να συνεχίζω έστω και αν ποτέ δεν κατάφερα να απαντήσω τι ακριβώς θα κάνω με τις ανακαλύψεις μου, αν αυτές έρχονταν. Ονειρευόμουν.
Ο «Ακροβάτης» πρέπει να δείχνει άφοβος μα σίγουρα φοβάται. Γνωρίζει όμως πως αν αποκαλυφθεί το τρέμουλο του, τότε είναι που πραγματικά θα κινδυνέψει. Κρύψε αυτό που νιώθεις για να μην αποκαλυφθεί η αδυναμία σου, γιατί ο φόβος έχει μια ιδιαίτερη οσμή που την αντιλαμβάνεται ο «θηρευτής», ο «μπάσταρδος», ο «εχθρός». Και το τραγούδι συνεχίζει με την αλήθεια πως τίποτα δεν έχει νόημα και τίποτα δεν φαίνεται να ταιριάζει, πως ο καθένας θα χτυπούσε αν γνώριζε που να χτυπήσει, πως θα μπορούσαμε να ενταχθούμε σε ένα κίνημα αν υπήρχε κάποιο στο οποίο θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, πως θα δεχόμασταν την μετάληψη αν υπήρχε όντως εκκλησία για να μεταλάβουμε, γιατί το έχουμε ανάγκη, το χρειαζόμαστε. Όμως για να σκέφτεσαι έτσι, για να μιλάς για όλα αυτά, για να αντιλαμβάνεσαι αυτή την αλήθεια, πρέπει να είσαι «Ακροβάτης». Και για να γίνεις Ακροβάτης, πρέπει να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι δυνατά, μεγαλόφωνα, και να μην επιτρέψεις σε κανένα «μπάσταρδο» να σε λυγίσει.
Τους Bauhaus διαδέχθηκαν οι Ριφιφί και τα σκούρα ρούχα το λευκό μπλουζάκι με το δερμάτινο γιλέκο. Τα πόδια ίδρωναν κάτω από flat μπότες με συγκεκριμένη αγκράφα στο πλάι, γιατί ξημέρωνε η εποχή των U2 και η διάθεση να κρεμάσω στον λαιμό το σύμβολο της ειρήνης, για να γνωρίζουν οι «τσαμπουκάδες» πως δεν μαλώνω. Η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη επανήλθε δυναμικά μα η σκιά των παιδικών μου χρόνων, φορώντας πάντα το ίδιο καπέλο και το ίδιο παλτό, εμφανίστηκε ξανά να διασχίζει τον διάδρομο τις νύχτες και να κρύβεται πίσω από την κουρτίνα, καραδοκώντας για κάτι που ποτέ δεν θα μάθω τι είναι. Οι χτύποι της καρδιάς δυνάμωναν επικίνδυνα καθώς το μυαλό πάλευε να βρει τον τρόπο για να πιάσω λίγο στήθος, μα το χέρι παρέμενε αγκυλωμένο στους ώμους σα να το είχαν καρφώσει. Το μπουρδέλο δεν αποτέλεσε ποτέ επιλογή, έτσι κάθε τι που μπορεί να είχε σχέση με σεξ έπρεπε να έρθει με τα φτερά του έρωτα, με αποτέλεσμα κάθε ερωτική απογοήτευση να σημαίνει επιπλέον μήνες παρθενιάς. Μα η σκέψη πως το χτυποκάρδι θα έφερνε κάποια στιγμή την ολοκλήρωση, προστάτευε από τις μαχαιριές της αγάπης. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου απλώθηκε ένας ακόμα τρελός κόσμος, όπου ο έρωτας υπερνικούσε τον πόθο, οι αόρατοι ιστοί αράχνης που μπλέκονταν στο πρόσωπο μου ήταν το άγγιγμα πλασμάτων από την «Μέση Γη», ο Ανδρέας Τσουκαλάς αντάλλαζε την θέση του με τους Iron Maiden, οι συνομωσίες των κυβερνήσεων μετέτρεπαν τον πλανήτη σε εργαστήριο πειραμάτων, οι μουσικές σκηνές σου έδιναν τραπέζι μονάχα με ποτό χωρίς μπουκάλι και ξηρούς καρπούς, η Αρχαία Ελλάδα ήταν πολιτισμικός μονόδρομος, το «Τρίτο Μάτι» το διαδέχθηκε το «Strange» και ο Ακροβάτης μόλις ανακάλυπτε πως κάποιος η κάτι αποφάσισε να παρατείνει το μήκος του σχοινιού στο οποίο ισορροπούσε. Ονειρευόμουν;
Το τραγούδι πλησιάζει στην ολοκλήρωση του με μια ισχυρή διαπίστωση που με βασανίζει μέχρι σήμερα: «Τι θα κάνουμε; Τώρα πια όλα έχουν ειπωθεί. Δεν υπάρχουν νέες ιδέες στο σπίτι και κάθε βιβλίο έχει διαβαστεί…»
Ο κόσμος τελείωσε πολύ πριν το καταλάβουμε, απλώς δεν είμαστε ικανοί να το αντιληφθούμε και κρυβόμαστε πίσω από αναπαραγωγές, αντιγραφές, έλλειψη φαντασίας και μυθοπλασίες παγκοσμιοποίησης. Άνθρωποι αδιάφοροι, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς φιλοδοξίες, που έπαψαν να ονειρεύονται γιατί φοβούνται πως τα όνειρα θα τους αποκαλύψουν την αλήθεια, στριμώχνονται σε κοινωνίες απάτης και μισαλλοδοξίας κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα. Ο νέος άνθρωπος είναι μισάνθρωπος.
Κατάφερα επιτέλους να σβήσω τον ερωτικό μου πόθο και ήταν όντως μια υπέροχη στιγμή, μα τότε εμφανίστηκε ένας τελείως διαφορετικός κόσμος, μάταιος και σκοτεινός. Στιγματισμένος από λάθος αποφάσεις και παροτρύνσεις, κομματιασμένος σε πάθη και υπεροψία, γεννούσε έναν προσωπικό Μεσαίωνα όπου κυριαρχούσαν εμμονές και παράπονα, μα το ανέμελο της ηλικίας ήταν το άλλοθι που χρειαζόμουν. Κερασάκι στην τούρτα ο στρατός και μια θητεία που ποτέ δεν κατάλαβα μα υπηρέτησα αναγκαστικά. «Άλλος ήλιος είχε βγει, σε άλλη θάλασσα, σε άλλη γη…». Οι ατελείωτες ώρες σκοπιάς συνοδεύονταν από μοναχικούς μονόλογους και τις αλήθειες των «Ενδελέχεια» που γέμιζαν τις νύχτες με τις μελωδίες «εκείνων που δεν υπήρξανε ποτέ», κάτω από έναν σκοτεινό ουρανό που κάποιες στιγμές αποκάλυπτε κάθε είδους Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενο Αντικείμενο, τροφή για εξαιρετικές μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με τους «ψαγμένους» συμπολεμιστές μου. Κάθε Κυριακάτικη έξοδος ήταν μια μαγική βόλτα στο Πήλιο, μια επίμονη αναζήτηση των σπηλαίων όπου κατοικούσαν Κένταυροι, ενώ στο μεσοδιάστημα δυνατό τσίπουρο έκαιγε τα σωθικά παρασύροντας στο κάψιμο του κάθε πίκρα και καημό. 20 απίστευτα μοναχικοί μήνες, ένα ακόμη όνειρο…
Μεγάλωνα και αδυνατούσα να το συνειδητοποιήσω (ακόμη αδυνατώ), μα όσο νέος παρέμενα εγώ άλλο τόσο γερνούσαν οι γύρω μου! Γέρασαν και οι εξωγήινοι, ο Σάουρον κατέλαβε την Μέση Γη, ο Κθούλου εξακολουθεί να ονειρεύεται μα εμφανίστηκαν πιο μοχθηρά πλάσματα με ακόμη πιο φριχτά ονόματα, όπως «Τρόικα», «Δ.Ν.Τ.» και «Ευρωπαϊκή Ένωση», τα κρυφά μονοπάτια στις σπηλιές κατέληξαν σε αδιέξοδο και σφραγίστηκαν για πάντα οι είσοδοι στην Κούφια Γη. Άνθρωποι που με ενέπνευσαν με κάθε δυνατό τρόπο χάθηκαν για πάντα και κάθε φωτιά που πάσχιζε να ανάψει ξανά μέσα μου έσβηνε με γερές δόσεις αλκοόλ και εξαπάτησης. Μικρές αναλαμπές πρόσκαιρης ευτυχίας έκαναν υποφερτό το σκοτάδι, υπενθυμίζοντας όμως την πικρή αλήθεια πως η θλίψη δίνει αξία στην χαρά. Μια τελευταία κίνηση αναγνώρισης ομοϊδεατών ήταν μια μικρή παραμάνα στην άκρη της μπλούζας, trademark της punk/garage εποχής, με ψυχεδελικές στιγμές να προσπαθούν να καλύψουν έντονες σεξουαλικές επιθυμίες συνοδευόμενες με σφηνάκια ούζου και κάπου μακριά, όταν ξεθύμαινε η ζάλη, οι βαριές μελωδίες του Ian Curtis τρυπούσαν σαν βελόνες την καρδιά μου υμνώντας την ματαιότητα μιας ζωής που αδυνατεί να βρει προορισμό. Τα σχοινί του Ακροβάτη είναι φθαρμένο, η πτώση παραμονεύει, ίσως δεν καταφέρει να φθάσει μέχρι την άλλη πλευρά μα το να γυρίσει πίσω είναι δυστυχώς, απαγορευμένο. Η θα πέσει ή θα συνεχίσει και όπου βγει…
Η εικόνα πλέον δεν μαρτυρά τις μουσικές προτιμήσεις, η ψυχοσύνθεση όμως είναι ένα βάσανο. Συσσώρευση όλων εκείνων των ιδιαίτερων διαθέσεων που ο χρόνος φρόντισε να δυναμώσει όσο καιρό εγώ τις θεωρούσα εξαφανισμένες, αναθάρρησαν και διεκδικούν την επάνοδο τους. Οι τάσεις οπτιμισμού καλύπτονται με το Metal των 80’s και ο διαρκής πεσιμισμός από τις μεθυστικές στιγμές των Διάφανων Κρίνων. Γύρω μου φεύγουν άνθρωποι που αγαπούσα, το μέλλον ανύπαρκτο και μακρινό βάζει φρένο σε κάθε μου φιλοδοξία και κάθε φάρος στο σκοτεινό μου ταξίδι, παρασύρεται από αυτή την τρικυμία που είτε ξέσπασε απροειδοποίητα, είτε αγνόησα τις προειδοποιήσεις της. Τα πάθη δεν γερνούν, οι επιθυμίες ενδυναμώνονται αντί να φθείρονται, μα πάντα μπροστά ορθώνονται ψηλά τείχη που δείχνουν απόρθητα. Είκοσι και κάτι χρόνια ξύπνησαν με ένα τραγούδι που ξεκίνησε τότε και ακόμα να ολοκληρωθεί. Όμως πρέπει ακόμα να ονειρεύομαι, έστω και αν το όνειρο είναι πια εφιάλτης.
«Και πρέπει να είμαι ένας Ακροβάτης για να μιλώ και να πράττω έτσι, και εσύ μπορείς να ονειρευτείς γι’ αυτό ονειρέψου δυνατά, έτσι θα βρεις την προσωπική σου διέξοδο. Μπορείς να χτίσεις και μπορώ να θέλω». Το τραγούδι κλείνει αισιόδοξα, θαρρείς και θέλει να αναθεωρήσει τον εαυτό του, υπενθυμίζοντας όμως που ακριβώς βρίσκονται οι ευθύνες. Από εκεί που ξεκινούν τα πάντα. «Μπορείς να κρυφτείς και μπορείς να αδράξεις, στα όνειρα ξεκινούν οι υποχρεώσεις… Μπορώ να αγαπήσω, μπορώ να αγαπήσω, γνωρίζω πως η παλίρροια κάνει κύκλο γι’ αυτό μην επιτρέψεις στους μπάσταρδους να σε λυγίσουν…»
Τα όνειρα προϋποθέτουν ελεύθερη φαντασία, έντονο προβληματισμό, γνώση και αντίληψη. Αποτελούν την προσωπική μας πραγματικότητα, το όριο μεταξύ αυτών που βιώνεις και αυτών που επιθυμείς να βιώσεις, είναι οι στιγμές όπου ο χρόνος συναντά τον χώρο και οι αναμνήσεις διεκδικούν το τώρα. Είναι το μέρος όπου μπορούμε να κρυφτούμε μα και ότι μας καταδιώκει, είναι η αλήθεια που υποθάλπει το ψέμα, είναι το μυστικό που ίσως κάποτε αποκαλυφθεί. Άραγε θα ξυπνήσω ποτέ; Και όταν ξυπνήσω τι είναι αυτό που θα αντικρίσω; Πρέπει να φανταστώ προσεχτικά τι θέλω να δω όταν ξυπνήσω, να σχεδιάσω τις κινήσεις και τα λόγια μου, να προετοιμαστώ ψυχολογικά. Γιατί στα όνειρα ξεκινούν οι υποχρεώσεις…
Το "In Dreams Begin Responsibilities" είναι μια σύντομη ιστορία του Delmore Schwartz που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1937, και ίσως από εκεί εμπνεύστηκε τον στίχο ο Paul Hewson (Bono). Η ιστορία μιλάει για έναν ανώνυμο νεαρό άνδρα ο οποίος ονειρεύεται ότι βρίσκεται σε έναν παλιό κινηματογράφο το 1909. Καθώς παρακολουθεί μια ταινία, συνειδητοποιεί πως το θέμα της αφορά την ερωτοτροπία των γονιών του. Σύντομα ο νεαρός αρχίζει να νευριάζει. Φωνάζει πράγματα στην οθόνη, προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της ερωτοτροπίας των γονιών του και οι άλλοι θεατές αρχίζουν να σκέφτονται ότι είναι τρελός. Αρκετές φορές ο χαρακτήρας καταρρέει. Στο τέλος φωνάζει στους γονείς του, όταν φαίνεται ότι πρόκειται να χωρίσουν, και ένας κλητήρας τον σέρνει έξω από τον κινηματογράφο επιπλήττοντας τον. Η επίκριση είναι σημαντική για την ιστορία, καθώς αποκαλύπτει ένα κομμάτι της ανασφάλειας του χαρακτήρα. Στο τέλος, ο χαρακτήρας ξυπνάει από το όνειρο του και αντιλαμβάνεται πως έχει ξημερώσει ένα χιονισμένο πρωινό των εικοστών πρώτων γενεθλίων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....