crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

13 Αυγούστου 2024

Τραβήχτηκα μόνος, γιά νά βρεθ πολύ κοντά σου, πολύ μακριά σου, καί σκεφτόμουνα πώς σύ εσαι πιό μορφή μου θάλασσα, πιό μορφή μου κτή, τό πιό μορφό μου καλοκαίρι, μόνη μου θάλασσα, μόνη μου κτή τό μόνο μου καλοκαίρι... (Ν. Εγγονόπουλος)

Βαδίζοντας με δυσκολία το λίθινο μονοπάτι της μοναξιάς, προσπαθώντας να αντέξω τα βασανιστήρια τόσων και τόσων αναβολών, βρίσκομαι να παρακολουθώ, σχεδόν κρυμμένος, ένα καλοκαίρι πιο σιωπηλό από ποτέ. Όταν όλοι μας έχουν απαρνηθεί, πρέπει να βρούμε λόγια παρηγοριάς να ψιθυρίσουμε στον εαυτό μας που αναζητά ν’ απαντήσει στο κάλεσμα της επιθυμίας. Μυρίζει θάλασσα απόψε και το άρωμα είναι, όπως πάντα, μεθυστικό, είναι προκλητικό, και ξέρω πως είναι μάταιο να προσπαθώ να αντισταθώ. Μεθώντας με αρώματα, με επιθυμίες και αναμνήσεις θα περάσω ξανά αυτή την βραδιά, πολύ μακριά απ’ ότι ποθεί η καρδιά μου. Βραδιά γιορτινή, βραδιά νοσταλγική, βραδιά αγάπης…

Θυμάμαι κάποια πρόσωπα από το περσινό καλοκαίρι, όπως εκείνα τα όνειρα που αχνοφέγγουν στο πρωινό ξύπνημα και πασχίζουμε να κρατήσουμε την ανάμνηση τους ζωντανή μήπως και προλάβουμε κάπου να τα διηγηθούμε. Πρόσωπα πάντα σκοτεινά γιατί μονάχα τη νύχτα τα συναντούσα. Άνθρωποι καθισμένοι γύρω από μια μπάρα, άλλοτε χαρούμενοι, άλλοτε απελπισμένοι, αληθινοί μονάχα όταν το αλκοόλ μπέρδευε τα λόγια τους. Ήταν εκείνος ο τρελο-ολλανδός που μετρούσε τις μπύρες όχι με το πόσα ποτήρια είχε πιει αλλά με το πόσα λίτρα (!), και την είχε πατήσει άσχημα με μια δεκαεφτάχρονη που δούλευε, παράνομα, στο μπαρ κάτω από το υπέροχο μπαλκονάκι. Όνειρο του ήταν να αγοράσει κάποια στιγμή ένα σκάφος και να έρχεται με αυτό στο νησί. Αργότερα θα αγόραζε κι ένα σπίτι και θα μετακόμιζε μόνιμα εδώ. Μιλούσε δυνατά, ήταν αστείος, τρελός γιατί του το έδινε αυτό το δικαίωμα η ηλικία του, και εξαιρετικά περίεργος. Με ρωτούσε διαρκώς γιατί δείχνω τόσο θλιμμένος, και του απαντούσα, προκαλώντας του γέλια, πως με αυτή την φάτσα γεννήθηκα. Απορούσε γιατί κοιτάζω συνέχεια το τηλέφωνο μου, και του απαντούσα πως είναι μόνο μια κίνηση αμηχανίας. Ήθελε να μάθει τι έψαχνα και του έλεγα την μόνη μου θάλασσα, το μόνο μου καλοκαίρι. Και κάθε φορά που με έβλεπε να στρέφω απότομα το κεφάλι σαν περνούσε κάποιος περαστικός, πρότεινε να πιούμε άλλη μια μπίρα γιατί ήταν βέβαιος πως την χρειαζόμουν. Την τελευταία του βραδιά στο νησί μου άνοιξε την καρδιά του, μιλώντας μου για τον έρωτα του με την κοπελίτσα του μπαρ. Ήθελε να πάει να της μιλήσει. Έτσι άρχισε να κατεβάζει λίτρα μπίρας για να πάρει θάρρος. Όταν ένιωσε αρκετά θαρρετός, ήταν υπερβολικά μεθυσμένος! Έφυγε παραπατώντας και επέστρεψε τρεκλίζοντας. Προσπάθησε να της μιλήσει μα δεν κατόρθωσε να αρθρώσει λέξη, που να είναι έστω λίγο κατανοητή. Γύρισε να πιει άλλο ένα λίτρο να πνίξει τον πόνο του και έφυγε σκυφτός και ηττημένος. Λίγο πριν βγει από το μαγαζί, θυμήθηκε την επιδεικτικά καλή του διάθεση και γύρισε να με κοιτάξει. «Του χρόνου…»  μου φώναξε χαμογελώντας. «Θα της μιλήσω του χρόνου…»…

Ήταν και ο Τεό… Και αυτός από την Ολλανδία. Μόνιμος επισκέπτης του νησιού, ένας αμίλητος, ηλικιωμένος θαμώνας. Καθόταν στην άκρη της μπάρας, παρακολουθώντας προσεκτικά συζητήσεις που δεν καταλάβαινε, μεθώντας πάντα με ούζο. Όταν είχε κέφια η Ελίνα, τον έπειθε να συμμετάσχει σε φιλοσοφικές παρωδίες, όπου οι συμμετέχοντες, δολοφονώντας αμείλικτα την αγγλική γλώσσα, του μετέφεραν αξίες μιας ζωής που δεν είχαν ζήσει ποτέ και εμπειρίες πλασμένες από την φαντασία τους. Μα δεν του άρεσε του Τεό να συμμετέχει, προτιμούσε να παρατηρεί. Σήκωνε ψηλά το ποτήρι του όταν άδειαζε και φώναζε «Ελίνααα, ούζο». Ο Τεό παραθέριζε κάθε χρόνο δυο μήνες στο νησί. Έμενε πάντα στο ίδιο δωμάτιο, έτρωγε στην ίδια ταβέρνα, έπινε το ούζο του στο ίδιο μπαράκι. Μια βραδιά που δεν είχε κόσμο, τον πλησίασα και τον ρώτησα για το επάγγελμα του. «Είμαι κλόουν» μου απάντησε. Δεν ξέρω γιατί, ποτέ δεν το κατάλαβα, αλλά η απάντηση του μου φάνηκε απόλυτα λογική. «Κλόοουν…» επανέλαβα. Ήπιε με μια γουλιά όλο το ούζο του και χαμογέλασε. Είπε: «Εγώ κάνω τον κλόουν. Προσποιούμαι. Οι πραγματικοί όμως κλόουν είναι παντού. Στο νησί, στην πόλη, στους δρόμους, στις παρέες μας, στην ζωή μας…». Γέλασε δυνατά, σήκωσε ψηλά το ποτήρι του και φώναξε: «Ελίναααα, ούζο…»…

Ο Μιχάλης έκατσε να μιλήσουμε το τελευταίο μου βράδυ στο νησί. Ένα βράδυ που σκόπευα να αφήσω γρήγορα, ένα βράδυ που μαζί του θα τέλειωνε και η ελπίδα. Ανάμεσα στον συρφετό μεθυσμένων θαμώνων και επίδοξων εραστών, ο Μιχάλης ήταν μια όαση. Διαλλακτικός, ευχάριστος, «πολιτισμένος», ένας συνομιλητής που, αν είχε εμφανιστεί νωρίτερα, θα με έπαιρνε επιτέλους από την καταθλιπτική μπάρα οδηγώντας με σε ένα ήσυχο τραπεζάκι με θέα την θάλασσα, το ίδιο όπου, πριν από αιώνες, καθόμασταν μαζί κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ο Μιχάλης ήρθε με παρέα μα έψαχνε συντροφιά. Έψαχνε τον άνθρωπο που θα τον ακούσει, εκείνον που θα τον ωθούσε να ανοίξει την καρδιά του (κάτι που τόσο ήθελε να κάνει), κάποιον για να του μιλήσει για το «βασανάκι» του. Και μου μίλησε για το «βασανάκι» του. Τον άκουγα θλιμμένος μα και χαρούμενος γιατί βρήκα επιτέλους κι εγώ κάποιον ν’ ανοίξω την καρδιά μου (που επίσης ήθελα πολύ) και να κατανοήσει όσα ήθελα να πω, χωρίς αδιαφορία, χωρίς απαξίωση. Είχε αφήσει πριν από δυο χρόνια την Αθήνα, απογοητευμένος, κουρασμένος, προδομένος και είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί. Δεν είχε social media, δεν ήθελε να επικοινωνεί με αυτόν τον τρόπο, όποιος ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, μπορούσε να του τηλεφωνήσει. Μόνιμος καημός του το «βασανάκι» του, ένας καημός που ήρθε και κάθισε ήσυχα-ήσυχα, δίπλα στον δικό μου. Τον άφησα να μιλάει όσο θέλει, όσο χρειαζόταν να μιλήσει και ήταν η πρώτη βραδιά που οι άφθονες μπύρες δεν προκάλεσαν μέθη. Μείναμε μέχρι την ανατολή του ηλίου να κουβεντιάζουμε, να θυμόμαστε, να ελπίζουμε… Δεν ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη χρονιά, δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Μόνο κουβεντιάσαμε. Κρίμα που δεν τον γνώρισα νωρίτερα, θα έκανε την διαμονή μου καλύτερη. (Αν τα φέρει έτσι η τύχη, αν συνωμοτήσει κάπως το σύμπαν και το «βασανάκι» του διαβάσει κάτι από όλα αυτά, μια θερμή παράκληση: Μίλησε του. Σε αγαπάει πολύ…)…

Αυτούς τους ανθρώπους θυμήθηκα απόψε, αυτή την ξεχωριστή βραδιά, γι’ αυτούς θέλω να σου μιλήσω. Έτσι για να ‘χουμε κάτι να λέμε μέχρι να ξεκινήσουν οι ευχές, οι αγκαλιές και τα φιλιά. Μέχρι την στιγμή που το νησάκι θα είναι πάλι όπως το θυμάμαι, Θέλω να τους δω ξανά, όμως ο φόβος πως η ερημιά που θα αφήσω εδώ μπορεί να με βρει εκεί, με πάει από αναβολή σε αναβολή. Σκέψου εγώ να έρχομαι και η καρδιά να χτυπά δυνατά και εσύ να φεύγεις χωρίς κάποιος από αυτούς τους χτύπους να φθάνει στ’ αφτιά σου. Θα είναι ένα καλοκαίρι γεμάτο φθινόπωρο. Μα βλέπεις, η ελπίδα έχει την ικανότητα να επιβιώνει ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια…

Έχεις τα χρώματα του Αυγούστου την πιο καλοκαιριάτικη του μέρα, την πιο όμορφη, την πιο μελαγχολική. Φοράς την θάλασσα στα μάτια σου, κάθε βλέμμα κι ένα κύμα, κάθε κύμα μια ανάμνηση. Σβήνει αυτή τη νύχτα ένα ακόμη κεράκι - ζεστή πνοή από δροσερά χείλη - και ψηλά στον ουρανό το φεγγάρι αρχίζει να ολοκληρώνεται, σκεπάζοντας την γιορτή με ασημένιες επιθυμίες, λαμπερές αναλαμπές στιγμών αγάπης. Εδώ η νύχτα είναι μεγάλη, έρημη, σκοτεινή, εκεί λάμπει από μακρινές ευχές που αναβοσβήνουν διστακτικά σαν αστέρια στον ουρανό, προσμένοντας την στιγμή που θα κατορθώσουν να φθάσουν στον προορισμό τους. Απόψε δίνονται ευχές. Απόψε ακούγονται προσευχές…

Θα τραβηχτώ μόνος μου, για να βρεθώ πολύ κοντά σου, πολύ μακριά σου, γιατί πάντα ήσουν η μόνη μου θάλασσα, η μόνη μου ακτή, το μόνο μου καλοκαίρι…

Χρόνια πολλά… 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com