crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Νοέμβρης

 

“Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φως, σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος…” (Τ. Λειβαδίτης) 

 6 το πρωί και οι έρημοι δρόμοι παραμένουν ακόμα σκεπασμένοι με το ψυχρό πέπλο της νύχτας. Δυο – τρεις νυσταγμένοι στα αυτοκίνητα και ένα σκουπιδιάρικο που παίζει με την υπομονή μου: ένα λεπτό νωρίτερα να είχα ξεκινήσει θα ήμουν εγώ τώρα μπροστά του και θα έστριβα πρώτος στο στενό. Πάλι θα φτάσω καθυστερημένος, αλλά δεν πειράζει. Χωρίς «Καλημέρα» η μέρα κυλά πολύ δύσκολα η και καθόλου... Κοιτάζω το μπαλκόνι… Σκοτεινό μα ήσυχο, τα παράθυρα κλειστά, μοιάζουν μελαγχολικά. Η «Καλημέρα» ψάχνει να βρει τον δρόμο της μέσα απ’ τους τοίχους, να φθάσει στο πίσω παράθυρο, αναζητώντας απεγνωσμένα μια ανταπόδοση... Ο Νοέμβρης φθάνει στο τέλος του, αρχίζει ένας ακόμα σιωπηλός χειμώνας. Και η πόλη που ανοίγει διστακτικά τα μάτια της, ξυπνά με τον εφιάλτη να την ακολουθεί… 

Ο ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός… Μου φαίνεται πως αντί να ξημερώνει, το φως όλο και λιγοστεύει, σαν η νύχτα καθώς έφευγε ν’ αποφάσισε πως καλό είναι να ξαναγυρίσει. Στο ψυχρό προαύλιο στήνονται διάφορα πηγαδάκια από μασκοφόρους συναδέλφους, που κουβεντιάζουν δυνατά, προσποιούμενοι τους χαμογελαστούς. Πλησιάζω ένα τέτοιο πηγαδάκι στην τύχη (δεν έχει σημασία ποιο) και κάνω πως συμμετέχω στην συζήτηση. Μιλούν για την πανδημία, για το πόσο ή αν ανησυχούνε, για τη νέα εποχή που φαίνεται να ανατέλλει και τρομοκρατεί. Άλλοι αγωνιούν, άλλοι ειρωνεύονται. Άλλοι προσέχουν, άλλοι αρνούνται να προσέξουν. Κάποιοι αναφέρουν υποτιθέμενους συγγενείς που νοσούν, κάποιοι προειδοποιούν για τσιπάκια και ερπετόμορφους ηγέτες. Δεν λέω την άποψη μου (τα τελευταία χρόνια πείστηκα πως δεν έχει καμία σημασία η άποψη μου) και στρέφομαι σε ένα άλλο «πηγαδάκι» που δείχνει να κουβεντιάζει πιο χαλαρά. Αυτοί συζητούν για το πώς πέρασαν το ρεπό τους, για τις γυναίκες και τις κοπέλες τους, για τα παιδιά τους… Εγώ απλά κουνάω το κεφάλι μου συγκαταβατικά και χαμογελώ εκεί που φαίνεται πως πρέπει να χαμογελάσω και σοβαρεύω εκεί που βλέπω και τους άλλους να σοβαρεύουν…

Άραγε έχουν προσέξει και αυτοί πως μπορεί να μην ξημερώσει η μόνο εγώ; Θέλω να τους ρωτήσω, αλλά φαίνομαι ήδη αρκετά παράξενος, δεν χρειάζονται και επιβεβαίωση. Αν τολμούσα όμως να τους ρωτήσω πότε και γιατί γίνεται κάποιος – από τη μια στιγμή στην άλλη – ξένος, θα μου απαντούσαν κάτι; Δεν ρώτησα κανέναν ποτέ, έτσι δεν πήρα και ποτέ κάποια απάντηση. Θέλω να μιλήσω για αυτή τη νέα μου προσπάθεια και το πόσο πολύ με δυσκολεύει, το πόσο νιώθω ξανά πως αναγκάζομαι να κάνω κάτι χωρίς να το θέλω, μόνο και μόνο για την σιγουριά και… την ελπίδα. Όμως δεν γνωρίζω κανέναν τους καλά και –εδώ που τα λέμε - δεν σκοπεύω και να γνωρίσω. Η εποχή που άνοιγα την καρδιά μου σε ανθρώπους που πίστευα η σκόπευα την φιλία τους, έχει πλέον περάσει. Έτσι, για να μεταμφιέσω τις σκέψεις μου και να ξεγελάσω το αστείρευτο άγχος μου, στρέφω – έντεχνα - την κουβέντα στην πανδημία. Όχι όμως σε αυτή που κουβεντιάζουν όλοι, αλλά στην άλλη, την πιο απειλητική, αυτή για την οποία δεν θα υπάρξει ποτέ εμβόλιο (με η χωρίς τσιπάκι): την λεωφόρο Κηφισού! Τους λέω πως κάθε μέρα έχω την εντύπωση πως αυτό που με προσπέρασε σα να ήμουν σταματημένος δεν είναι αυτοκίνητο, αλλά διαστημόπλοιο! Οχήματα – οβίδες που πετάγονται ξαφνικά μπροστά μου από το πουθενά και ξεχύνονται ορμητικά σε άγνωστα πλανητικά συστήματα, με τις μηχανές τους ν’ αφήνουν εκκωφαντικά – επιθανάτια – ουρλιαχτά. Δεν είναι βιαστικοί αυτοί οι διαστημάνθρωποι, είναι ανεύθυνοι, είναι μαλάκες! Κάποιοι συμφωνούν μαζί μου, κάποιοι γελάνε (τα έχει λένε, αυτά η δουλειά) αλλά έχω την εντύπωση πως κανένας δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς προσπαθώ να πω. Για να καταλήξω, συμπληρώνω (φιλοσοφικά) πως στον δρόμο, όπως και στην ζωή, αν όλοι οδηγούσαμε με μοναδικό σκοπό να φτάσουμε στον προορισμό μας, τότε όλοι θα φτάναμε στον προορισμό μας. Κανείς μας δεν θα έμμενε στη μέση... 

Αφού κατάφερα να τους χαλάσω την διάθεση με τις «τοξικότητες» μου, πάω στην αποθήκη να φορτώσω. Εκεί, ένας τύπος (φαίνεται ενδιαφέρων αν και κάπως απόμακρος) καθώς μεταφέρει κάτι κιβώτια από τα τρόλεϊ στο αυτοκίνητο, φωνάζει (περισσότερο διαμαρτύρεται) για το πώς είναι δυνατό, μετά από τόσο χρόνια εξαθλίωσης, χρόνια χωρίς ελπίδα και επιπλέον με μια πανδημία να αποτελειώνει όσα ξεκίνησαν να αποτελειώνουν εκείνοι που τους αμείβουμε αδρά για να ζούνε σαν άρχοντες και να προσποιούνται πως διαχειρίζονται το χάος που αυτοί δημιούργησαν, να παραμένουμε όλοι τόσο πειθήνια άπραγοι; Κανείς δεν του απαντά. Εγώ θέλω να απαντήσω, αλλά αφού δεν το κάνουν οι άλλοι ίσως είναι σοφότερο να μην το κάνω ούτε κι εγώ (λένε, πως η πρώτη εντύπωση είναι η πιο σημαντική και αυτή την φορά οφείλω να υποδυθώ κάτι που δεν είμαι μήπως και κερδίσω κάποια συμπάθεια…). Μάλλον είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες «εκρήξεις» του συγκεκριμένου συνάδελφου, όπως όλοι έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε παρόμοια πράγματα: την απάτη, την αδιαφορία, την μισαλλοδοξία, την αδικία, την απώλεια…

Όπως έχουμε συνηθίσει ν’ αντιμετωπίζουμε ως «λίγο» τον άνθρωπο που όταν τον βλέπουμε να προσπαθεί, κλείνουμε τα μάτια. Όπως δεν θέλουμε να κατανοήσουμε την απεγνωσμένη (συχνά μάταιη) αναζήτηση κάποιου για ένα καλύτερο μέλλον, την στιγμή που πασχίζει να βρει – για παράδειγμα – μια ικανοποιητική δουλειά που να αντέχει για δύο, κάτι που να προσφέρει έστω τα βασικά για μια αξιοπρεπή διαβίωση (επιβίωση), για να μπορεί να κάνει ξανά όνειρα, να φτιάξει οικογένεια, να εκπληρώσει προσδοκίες, να μην θρυμματιστεί η καρδιά του που δεν μπόρεσε να βρει κάτι να πιαστεί και χάσει όλα όσα αγαπούσε… Πότε, αλήθεια, και γιατί, αρχίσαμε να τα συνηθίζουμε όλα αυτά; 

Στο μεταξύ χαράζει επιτέλους και ο χειμερινός ήλιος ζωγραφίζει μελαγχολικές εικόνες στα σύννεφα…

Μαύρες σκέψεις ακολουθούν το δρομολόγιο μου, το αυτοκίνητο με φοβίζει, χρειάζομαι απεγνωσμένα συντροφιά. Το τηλέφωνο ήταν κάποτε η καλύτερη παρηγοριά, τώρα παρηγοριά είναι ο αγαπημένος σου ραδιοφωνικός σταθμός και η αίσθηση πως μπορεί αυτή την στιγμή να ακούμε το ίδιο τραγούδι. Και μόλις η γλυκιά (και συνάμα πικρή) ανάμνηση αναβιώσει μέσα από κάποια λατρεμένη μελωδία, συλλογίζομαι πόσο αλλόκοτα (και εγωιστικά) συμπεριφερόμαστε ώρες – ώρες... Δεν κατανοούμε πως οι ανάγκες που έχουμε, οι ανασφάλειες μας, είναι ανάγκες και ανασφάλειες που μπορεί να τις έχει και ο άλλος. Χρειάζεται κάπου-κάπου να μπορούμε να έχουμε καθαρό μυαλό – σε απόλυτη αρμονία με την καρδιά – για να διακρίνουμε – χωρίς εξωτερικούς παράγοντες – πως κάποιος μπορεί να έχει δώσει και προσπαθήσει πολλά περισσότερα απ’ όσα θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν έχει δώσει ή προσπαθήσει… 

Είναι και η εποχή του στρωσίματος των χαλιών… Εκείνη η κουραστική (συχνά εκνευριστική), αστεία και νοσταλγική ιεροτελεστία, που κάθε χρόνο έδινε την δυνατότητα να νιώσεις - έστω για λίγο – απαραίτητος. H δυσκολία της τοποθέτησης της μοκέτας στην κουζίνα, η γεωμετρική ακρίβεια με την οποία πρέπει να ακουμπήσουν πάνω στο χαλί τα έπιπλα στο σαλόνι, η σωστή φορά που θα έχει η μαργαρίτα στο δωμάτιο… (Άραγε ποιος σε βοηθά πλέον με τα χαλιά;). Ο Χειμώνας ευνοεί τις σκοτεινές σκέψεις, όμως τις άλλες, αυτές που αφήσαμε να κρυώσουν, μπορούμε να τις ντύσουμε, μπορούμε να τους πλέξουμε μάλλινα ρούχα. Μπορούμε να στρώσουμε με χαλιά και να ζεστάνουμε τον χώρο στον οποίο τις τοποθετούμε, και να τις επαναφέρουμε στην σωστή τους θερμοκρασία. Σαν ένα κασκόλ που μυρίζει ακόμα υπέροχα και ζεσταίνει όπως η αγκαλιά… Η ένα σκουφάκι που ποτέ δεν τελείωσε μα ακόμα περιμένει… Και – γιατί όχι; - ένα πουλοβεράκι. Ένα πουλοβεράκι για την καρδιά. Για να μην κρυώσει ποτέ ξανά… 

Δεν βλέπω την ώρα να τελειώσω αν και όλη αυτή η διαδικασία γεμίζει πλέον (όχι ευχάριστα, αλλά από το τίποτα…) την μονοτονία και τη μοναξιά τόσων και τόσων χαμένων ημερών. Η σκέψη πως όπου να ‘ναι σχολάω και θα περάσω βιαστικά να γκρινιάξω για το πώς πέρασε η μέρα μου, κάνει την κούραση λαχτάρα, και με διακατέχει μια γλυκιά ανυπομονησία. Επιστρέφω στην βάση μαζί με τον Χειμώνα που έκρυψε οριστικά για σήμερα τον ήλιο. Φεύγοντας, βγάζω λίγο την μάσκα ν’ αναπνεύσω την παγωνιά και προσεύχομαι κοιτάζοντας τα σύννεφα να υπάρξει κάποια στιγμή εμβόλιο για όλες τις πανδημίες. Να υπάρξει και ένα εμβόλιο που να θεραπεύει τα λάθη μας…

11 τη νύχτα (βραδινή βάρδια) και όλα είναι έρημα και αλλόκοτα σιωπηλά. Επιστρέφοντας δεν με προσπερνά κανένα διαστημόπλοιο, στον Κηφισό δεν υπάρχει κανείς… Είμαι τελείως μόνος μου! Είναι απόκοσμο και τρομαχτικό. Σα να ταξιδεύω σε μια άλλη διάσταση, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου όλα είναι παγωμένα κι αφόρητα μοναχικά. Θα μπορούσα να νιώθω ένα εγωιστικό αίσθημα ικανοποίησης που εγώ κυκλοφορώ την ώρα που στους άλλους απαγορεύεται, το μόνο όμως που νιώθω είναι μοναξιά. Αφόρητη μοναξιά. Είναι σα να τελείωσε ο κόσμος… Δυναμώνω στο ραδιόφωνο τον αγαπημένο σου σταθμό, κοιτάζω επίμονα το τηλέφωνο μήπως χτυπήσει, αλλά, σιωπή… 

Ανυπομονώ να φθάσω… Να κάνω μια μικρή (δειλή) στάση, ν’ αντικρύσω για λίγο οικείες αγαπημένες εικόνες, να μυρίσω το άρωμα της νοσταλγίας. Η γειτονιά είναι τόσο σκοτεινή, το παρκάκι σαν εγκαταλειμμένο, και μόνο το φως στην βιτρίνα του φούρνου φανερώνει πως κάποια στιγμή, σε λίγες ώρες, θα υπάρξει ξανά ζωή. Αυτός ο Χειμώνας φοβάται και ο ίδιος πως μπορεί να μην φέρει Άνοιξη. Ώρες – ώρες έχω την εντύπωση πως πασχίζει να φανεί όσο γίνεται πιο φιλικός, καθυστερεί όσο μπορεί την αναπόφευκτη φύση του, σα να θέλει να μας βοηθήσει. Περίμενες ποτέ πως θα ζούσαμε κάτι τέτοιο; Δεν μου μιλάς όμως και δεν μπορώ να σε ρωτήσω… 

Το μπαλκόνι είναι σκοτεινό μα – ευτυχώς – ήσυχο. Μια μικρή λάμψη φωτός (το πορτατίφ;) φαίνεται από το μισάνοιχτο παράθυρο και ίσως η μπλε ανταύγεια της τηλεόρασης. Κοιτάζοντας αυτό το φως νιώθω ένα νοσταλγικό κάλεσμα…Κάθε φορά, το ίδιο κάλεσμα… Υπάρχει μια αίσθηση γαλήνης, η αμυδρή εντύπωση κάποιας ασφάλειας, ότι χρειάζεται αυτή την στιγμή για να απομακρυνθεί κάθε ανησυχία. Έτσι, ψιθυρίζω «Καλό βράδυ» και φεύγω βιαστικά γιατί έχω υπερβεί το χρονικό όριο μετακίνησης και πρέπει να αποφύγω δυσάρεστες «συναντήσεις» με κόστος 300 ευρώ. Μα με τον κόσμο από τις 9 κλεισμένο στο σπίτι του, πιο εύκολο είναι να πιάσεις το τζόκερ παρά να βρεις θέση στάθμευσης! Με κάποιο τρόπο όμως, τα καταφέρνω (όχι να πιάσω το τζόκερ, να παρκάρω!). Τι απόλυτη σιγή που επικρατεί… 

Μπαίνω γρήγορα στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πιάσω το κινητό. Όπως πάντα…

«Έφτασα… Καληνύχτα, όνειρα γλυκά, καλό ξημέρωμα…»…

©Notis 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com