Έρημα, σιωπηλά, προοίμια ενός μοναχικού χειμώνα μ’ ακόμα αρωματισμένα με φθινοπωρινές παραπλανήσεις, μονοπάτια του Νοέμβρη, που έφθασε για μια ακόμα χρονιά στο τέλος του γιορτινός μ’ απόμακρος. Θυμάμαι μονάχα τα πόδια σου, όμορφα σαν μίσχοι λουλουδιών, το μόνο που μπόρεσα να κοιτάξω…
Όλοι βαδίζουμε δισταχτικά στα όνειρα μας, κυρίως σε αυτά που τρέμουμε μην τελειώσουν, ίσως γιατί ο θόρυβος των βημάτων μπορεί να τα ταράξει. Κάποιες φορές δεν είναι το ξυπνητήρι ή το φως της ημέρας που μας ξυπνά αλλά το όνειρο. Σα να θέλει να τελειώσει, σα να μην μας επιτρέπει να προχωρήσουμε παρακάτω, το όνειρο που έφερε στον ύπνο ότι περισσότερο επιθυμούμε, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, βιάζεται να το πάρει. Όπως βιάζεται να το πάρει ένας μουντός δρόμος στο τέλος του Νοέμβρη. Όπως παίρνει πικρά η ζωή όσα κάποτε μας δώρισε. Και σαν ανοίγουμε τα μάτια, με το ένα πόδι να πατά ακόμα στη μαγική λίμνη του ονείρου, ακούγεται ένας μικρός ψίθυρος, ένα υγρό παράπονο. Είναι τα μυστικά που ψιθυρίζει η καρδιά καθώς πασχίζει να μην επιτρέψει στο όνειρο να ξεθωριάσει. Μα εκείνο ξεθωριάζει. Και αυτό που απομένει είναι η ανάμνηση του. Έτσι, μαζεύουμε στωικά αναμνήσεις μα πλέον δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιες δημιούργησε η πραγματικότητα και ποιες τα όνειρα…
Ονειρεύτηκα πως πέρασες από μπροστά μου, σταμάτησες αργά και με χαιρέτησες. Κρατούσα στα χέρια μου μια μικρή σακούλα που μέσα είχε ένα βιβλίο που μόλις είχα αγοράσει και την αγαπημένη σου σοκολάτα. Σου ευχήθηκα με φωνή που μόλις ακουγόταν και σου έδωσα την σοκολάτα. Χαμογέλασες με εκείνο το υπέροχο χαμόγελο που φώτιζε την θάλασσα στα μάτια σου και κατηφόρισες τον δρόμο ήσυχα, χωρίς να πούμε κάτι άλλο. Ήταν αρκετό. Μα τ’ όνειρο τέλειωσε…
Ονειρεύτηκα πως πέρασες από μπροστά μου, δεν σταμάτησες, δεν με χαιρέτησες. Κρατούσα στα χέρια μου μια μικρή σακούλα που μέσα είχε ένα βιβλίο που μόλις είχα αγοράσει και την αγαπημένη σου σοκολάτα. Προσπάθησα να ευχηθώ με φωνή που μόλις ακουγόταν, μα δεν με άφησες. Δεν μπόρεσα να σου δώσω την σοκολάτα. Κατηφόρισες βιαστικά τον δρόμο χωρίς να πούμε λέξη. Έμεινα ανήμπορος να κινηθώ, στην ίδια θέση, παρακολουθώντας το Νοέμβρη να σε παίρνει μαζί του. Δεν ξέρω αν το όνειρο τέλειωσε…
Έχω συγκεντρώσει πολλές αναμνήσεις όλα αυτά τα χρόνια, χρόνια που με βαραίνουν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ - δεν μπορώ πια να τα σηκώσω. Πολλές αναμνήσεις, προσεχτικά και με ευλάβεια στοιβαγμένες στα ράφια της καρδιάς μου, να έχω κάτι να σκέφτομαι τις ώρες που βασανίζει η μοναξιά. Δεν ξεχωρίζω όμως πια τι είναι όνειρο και τι πραγματικότητα. Έχει σημασία; Το να δω κάπου (να περπατά σε μια θορυβώδη πλατεία, να χάνεται σε έναν σιωπηλό δρόμο, να ξεπροβάλει μέσα απ’ την θάλασσα…), ότι αδιάκοπα ποθώ, ότι μου λείπει αφόρητα, ακόμα κι αν έχω τα μάτια μου ανοιχτά, μοιάζει με όνειρο. Είναι όνειρο.. Είναι όμως ανάμνηση. Και είναι μια ανάμνηση αληθινή…
Έφυγε ο Νοέμβρης. Ένας ακόμη Νοέμβρης στα χρόνια που δεν μετρά πια η ευτυχία μα η απουσία. Και πλέον αυτά είναι περισσότερα. Ψυχραίνουν οι μέρες, ψυχραίνουν οι καρδιές, λιγοστεύει το φως, λιγοστεύει η ζωή. Παράπονα αφημένα σε γωνιές δρόμων, σε κάδους σκουπιδιών, στα μπαλκόνια που γεμίζουν σιγά-σιγά με πολύχρωμα φωτάκια, να αγκαλιάζουν δακρυσμένα την ελπίδα. Όσα μας έφερναν κοντά πλέον μας απομακρύνουν, όσα λέγαμε δικά μας τώρα τα ζούνε άλλοι, ό.τι πολύ αγαπήσαμε μας μετατρέπει σε ξένους. Μα μια στιγμή που τόσο μπορεί να πονέσει μπορεί παράλληλα να είναι και ευτυχία. Έστω για λίγο. Αυτό το λίγο που για κάποιους είναι πολύ. Κι αν είναι όνειρο, τότε προσεύχομαι με όλη μου την ψυχή, να μην ξυπνήσω…
Χρόνια πολλά Φασολάκι μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....