Γράφω μέρες τώρα αυτό το κείμενο (γράμμα) σκοπεύοντας να του προσδώσω μια πιο λογοτεχνική χροιά (όπως σου αρμόζει), μα οι στιγμές που προσπαθώ να μετατρέψω σε λέξεις, οι στιγμές που πάγωσε η μοίρα, δεν έχουν ροή, γίνονται δάκρυα, σιωπηλές αναμνήσεις, έτσι, ότι απομένει, θυμίζει περισσότερο παραλήρημα μοναχικού ή, όπως προτιμούσες να δικαιολογείς παρόμοια «πονήματα», κατάθεση ψυχής…
Δεν μπόρεσα ποτέ ρε φίλε, να σου πω πόσο σε αγαπώ και αν και γνωρίζεις καλά πως αυτή την λέξη πολύ δύσκολα την προφέρω, ήθελα να το ακούσεις γιατί δεν είμαι σίγουρος αν το ήξερες. Θυμάσαι τι λέγαμε; Πως αυτή η λέξη γίνεται όλο και δυσκολότερο να ειπωθεί όσο περισσότερο τη νιώθεις… Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπόρεσα να πω πραγματικά όσα νιώθω, που δε ντράπηκα να κλάψω μπροστά του (συγχώρεσε με που το κάνω ξανά) και ό,τι δεν έχω μπορέσει, ό,τι δεν έχω προλάβει, βαραίνει την ψυχή μου με ενοχές, με βυθίζει σε όλο και βαθύτερο σκοτάδι. Θυμάμαι αδιάκοπα την συντροφιά σου που τόσο μου έλειπε τελευταία και είναι αδύνατο να σκεφτώ πως δεν θα την απολαύσω ποτέ ξανά…
Έψαξα να σε βρω. Ήθελα τόσο να σου μιλήσω… Εκεί, στις σιωπηλές αυλές με τα μαραμένα λουλούδια, σε έψαχνα βαδίζοντας ώρες ανάμεσα σε πένθιμα δρομάκια, διαβάζοντας χιλιάδες ονόματα μέχρι να βρω αυτό που προσευχόμουν να μην υπάρχει. Βλέπεις, κανένας δεν μπήκε στον «κόπο» να με ενημερώσει (ναι, ούτε εκείνη…), έτσι, ο «τοξικός» (μη γελάς πάλι ρε μαλάκα…) παρέμενε στον δικό του, σκοτεινό κόσμο, περιμένοντας πότε θα βρεθούμε ξανά, αδυνατώντας να καταλάβω γιατί δεν έπαιρνα απάντηση στα μηνύματα που σου έστελνα τελευταία…Ίσως όμως να είναι καλύτερα εδώ που είμαστε ξανά μόνοι μας, έτσι όπως μου ζητούσες συχνά να μένουμε όταν έφευγαν οι άλλοι και έπαυε ο θόρυβος, για να μιλήσουμε επιτέλους για εκείνα που άλλοι ειρωνεύονταν, να μοιραστούμε επιθυμίες, να πούμε αλήθειες. Να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας για σχέσεις, για μουσική, για ταινίες, για βιβλία… Να μιλήσουμε για φοβίες και ανησυχίες, για μοναξιά και αγάπη…
Ήρθα και έφερα και τα καφεδάκια μας... Σε παρακαλώ, μίλησε μου…Δεν ξέρω τι να σκεφτώ… Ο Θεός, η μοίρα – πες το όπως θέλεις - κάποιους ανθρώπους δεν τους θέλει ευτυχισμένους. Τους κερνά λίγα ποτήρια αισιοδοξίας, έτσι, για να μεθύσει τις ελπίδες τους, και μετά, τους παίρνει τα πάντα. Υπάρχουν πόνοι που δεν μπορούμε καν να τους φανταστούμε κι όμως τους νιώθουμε. Γιατί; Γιατί το άφησες να σε κλέψει; Ναι, θαρρώ πως σκέφτομαι κάπως εγωιστικά, μα με βύθισες σε ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά. Μοιραστήκαμε πολλά, εξομολογηθήκαμε πράγματα που δεν έχουμε πει σε κανέναν άλλο, εκμυστηρευτήκαμε τους βαθύτερους φόβους μας, τα όνειρα και τις ελπίδες μας. Με έπαιρνες σχεδόν απ’ το χέρι να με οδηγήσεις σε ατέλειωτες πολύωρες συζητήσεις, αναζητούσες συντροφιά, αναζητούσα κατανόηση, είπαμε μόνο αλήθειες, μου είπες πως έψαχνες διέξοδο, διαφυγή από την υποκρισία, τους διαρκείς συμβιβασμούς, τη μοναξιά του να μην μοιράζεσαι όσα σου αρέσουν – όσα νιώθεις. Και ξαφνικά χάθηκες, χωρίς να πεις λέξη, στερώντας μου το μοναδικό φως στο σκοτάδι τόσων χρόνων. Ε, πώς να μην θυμώσω; Πώς να μην σου κρατήσω μούτρα; Έπειτα είπες πως ήσουνα ευτυχισμένος, πως μετά από καιρό μπόρεσες ξανά να χαμογελάσεις. Σε αυτή την ευτυχία, έκανα πίσω, φοβήθηκα μήπως την διαταράξω, όμως περίμενα υπομονετικά πότε θα έρθεις και πάλι, να διαταράξεις την δική μου δυστυχία. Δεν ξέρω, υπέθεσα πως ίσως συμβιβάστηκες ξανά (μπορεί να κάνω και λάθος – ίσως μια άλλη φορά να μου πεις…) και εκεί, το ξέρεις καλά πως εγώ, χρόνια τώρα, δεν έχω πια θέση… Δεν σε κατηγορώ (άλλωστε πάντα γνώριζες πόσο μου έλειπαν κάποιοι άνθρωποι, κι ας είμαι αυτός (θυμάσαι;) για τον οποίο δεν υπάρχει κανείς να πει καλό λόγο…), απλά τον εγωισμό που αδυνατώ να επιδείξω αλλού, τον έβγαλα (επιδεικτικά, είναι αλήθεια) σε εσένα, με εκείνη την αστεία παιδικότητα που οδηγεί μόνο σε αδιέξοδο. Μα δεν ήταν εγωισμός, παράπονο ήταν. Οι μικρές τηλεφωνικές συζητήσεις, τα βιαστικά μηνύματα, δεν ήταν για εμάς. Δεν μας ταίριαζαν. Σε περίμενα. Και, αν και ξέρω πως δεν θα έρθεις, σε περιμένω ακόμα…
Εγώ; Εγώ, τα ίδια… Κοιμάμαι αγκαλιά με την ελπίδα, ξυπνάω με το παράπονο. Μπήκε και ο Μάρτιος, έρχεται ξανά η Άνοιξη (επέτειος, βλέπεις) και εννοείται πως θα πάρω και πάλι άδεια, προσμένοντας με ελπίδα, τον ερχομό της. Αν και ξέρω πως το βράδυ θα γιορτάσω πάλι μονάχος συντροφιά με αναμνήσεις, είναι αδύνατο να πράξω διαφορετικά, είναι αδύνατο να μην περιμένω. Τρεις μέρες μετά την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου (την γιορτάσαμε, θυμάμαι, μερικές φορές, με άφθονη Guinness σε μεγάλα ποτήρια, Ιρλανδέζικες μουσικές και όμορφες ιστορίες, και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι, στο διπλανό τραπέζι, τα κόκκινα χαμογελαστά πρόσωπα με τα πράσινα ρούχα ήταν όντως ξωτικά που μας άκουγαν και μας εύχονταν καλή τύχη…) και πέντε μέρες πριν τα γενέθλια σου (θυμάσαι τις άκαρπες μα επίμονες προσπάθειες σου να με πείσεις να βγούμε επιτέλους με τις φίλες σου σε εκείνη την μπυραρία στο Γκάζι;) εκεί, ανάμεσα σε αυτές τις δυο σημαντικές (για εσένα και για όσους σε αγαπούν) ημέρες, βρίσκεται η δική μου σημαντική μέρα, η Άνοιξη, που ήρθε κάποτε ν’ αλλάξει την ζωή μου και πλέον, όσο κι αν παρακαλάω, δεν λέει να ξαναρθεί (θυμάσαι που έτυχε μια-δυο φορές να μου κρατήσεις συντροφιά αυτή την ημέρα, όταν σου έλεγα να σε κεράσω για να την γιορτάσουμε, προκαλώντας σου αμηχανία; Με παρηγορούσες, με πείραζες καθώς κοιτούσα με λαχτάρα μία το τηλέφωνο μία τους περαστικούς, και με συνόδευες σαν επιστρέφαμε σπίτι και είχα ανάγκη να ευχηθώ σε ένα παράθυρο, Καληνύχτα… )…
Εγώ που λες, τα ίδια… Αν και έχω κάποια νέα να σου πω, στην ουσία τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάνω διαρκώς το ένα λάθος μετά το άλλο, αλλά έμαθα αναγκαστικά (χωρίς να το συνηθίζω) να ζω με αυτό. Τα χρόνια περνάνε, οι άνθρωποι λιγοστεύουν, η ζωή γίνεται πιο σκληρή, πιο μοναχική, και η ελπίδα πως μπορεί να τα πούμε ξανά, την στιγμή που αναζωπυρώθηκε, καταδικάστηκε να σβήσει για πάντα. Η μοναξιά για την οποία κάποτε κουβεντιάζαμε χαμηλόφωνα μήπως και την ξορκίσουμε, είναι πιο βαριά από ποτέ. Τι σου λέω τώρα, ε; Ε να, είναι ότι πλησιάζει η Άνοιξη και εξακολουθώ να πετάω ξύλα στην φωτιά που καίει στην ψυχή μου. Είναι ότι μιλούσαμε πολύ για εκείνη. Και τώρα μιλάω πολύ, αλλά μόνος μου…
Μου λείπουν πολύ οι συζητήσεις μας. Σχέδια, ελπίδες, φόβοι, ανησυχίες και εκμυστηρεύσεις, στιγμές ειλικρίνειας που μας κάθιζαν ώρες ατέλειωτες σε ένα τραπέζι να κουβεντιάζουμε χωρίς να μας απασχολεί αν μας ακούνε, κοιτάζοντας, ανάμεσα στις μικρές σιωπές, προς την πλευρά που ο καθένας θαρρούσε πως μπορεί να ξεπροβάλλει η επιθυμία. Είναι δύσκολο να κάνεις μονάχος όσα συνήθιζες να κάνεις με άλλον, και όλες αυτές οι «παραχωρήσεις» οδηγούν σε αποξένωση. Δεν συνηθίζεις να ζεις με ότι σου λείπει (θυμάσαι;). Κάθε μας τελευταία κουβέντα, κάθε μήνυμα, έκρυβε πάντα την ίδια ελπίδα: Εκείνο το τραπέζι στην καφετέρια ακόμα μας περιμένει. Δεν πρόλαβα να σου πω για τα Καλοκαίρια μου, για τις προσπάθειες μου, δεν πρόλαβα να σε κουράσω άλλη μια φορά με την άσβεστη αγάπη μου… Ήμουν σίγουρος πως θα ένιωθες ξανά την ανάγκη να συζητήσεις όσα καταπνίγεις, ενδιαφέροντα που αδυνατείς να μοιραστείς, έτσι περίμενα. Ξέρεις καλά τι σημαίνει απομόνωση και τι συναισθήματα εκδηλώνει (κυρίως δειλία και χαμηλή αυτοεκτίμηση), έτσι, για να μη νιώσω ξανά πως «εισβάλλω» σε ξένο χώρο, προτίμησα την αναμονή. Υπήρχαν παλιά τραγούδια που περίμεναν να τα θυμηθούμε, βιβλία που δεν ανταλλάξαμε, νέα που δεν μοιραστήκαμε, όλα αυτά, άξιζαν την αναμονή. Η σκέψη πως δεν θα τα ξαναπούμε δεν αντέχεται. Σε χρειάζομαι ρε φίλε…
Ξέρεις, δεν σταμάτησα ποτέ να ακολουθώ την καθιερωμένη μας διαδρομή. Σταματάω πάντα για λίγο στην γωνία που συναντιόμασταν, χαμογελάω ακόμα με το Ab Fab που παραμένει, χρόνια τώρα, κλειστό για ανακαίνιση, θυμάμαι τον τύπο με την μηχανή που έπεσε επάνω μας έξω από τον κινηματογράφο, ρίχνω ακόμα «κλεφτές» ματιές στην κοπελιά στο κατάστημα με τα ρούχα, θα κολλούσα ακόμα την μούρη μου στην βιτρίνα με τα γλυκά αλλά, όπως γνωρίζεις, έκλεισε αυτός ο φούρνος, και κοιτάζω διαρκώς με νοσταλγία το τραπεζάκι μας στο καφέ της πλατείας, εκεί που γνωρίσαμε πραγματικά ο ένας τον άλλον. Είχαμε καιρό να τα πούμε από κοντά και αυτό, για κάποιους, δεν μου έδινε το «δικαίωμα» να μάθω τι έγινε. Νιώθω ρε συ, πως δεν έχω το δικαίωμα ούτε την θλίψη μου να μοιραστώ. Αλλά τι ξέρουν όλοι αυτοί; Τι ξέρουν απ’ όσα μοιραστήκαμε;
Η ανάγκη να μιλήσουμε είναι τόσο μεγάλη που δεν θέλω να σταματήσω να σου γράφω και αν αυτό κάτι σου θυμίζει, δίκιο έχεις, σου επιτρέπω να χαμογελάσεις χωρίς να παρεξηγηθώ. Αλλά το μόνο που μου έχει απομείνει, είναι να γράφω…
Περιπλανιέμαι, χαμένος, σε αναμνήσεις - τις ώρες που τόσο πολύ χρειαζόμαστε μια αγκαλιά - βλέποντας τις εικόνες που όμορφα εξιστορούσες, συντροφιά με μουσικές που μας παρέσερναν με τις ιστορίες τους. Η pub που τόσες φορές επισκεφθήκαμε νοητά, εκεί που οι θαμώνες φιλοσοφούν, αναπολούν, ελπίζουν, εξομολογούνται, φωνάζουν ποδοσφαιρικά συνθήματα, καβγαδίζουν, μεθάνε, πονάνε, αγαπάνε… Μελαγχολικές μελωδίες των The Pogues να συντροφεύουν νοσταλγίες, το Μπέλφαστ μέσα από τον ήχο των Simple Minds, οι ευρηματικοί στίχοι του ταλαντούχου Joe Strummer και η μαγεία των Clannad και της Enya, η σκηνή του Manchester και τα υπέροχα πλήκτρα των Inspiral Carpets, ταξίδια στους δρόμους χωρίς όνομα των U2 - τους δρόμους που διαμορφώνουν η κοινωνική τάξη και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων, ο Bowie και οι Black Sabbath, οι Maiden και οι Waterboys… ‘Όνειρα που σκοντάφτουν σε ύπουλες παγίδες και γνώριμες φωνές που ηχούν πια τόσο απόμακρες… Αρκεί μόνο μια κουβέντα, αρκεί μόνο μια στιγμή και όλος ο κόσμος χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μας.
Βάζω να πιούμε την αγαπημένη σου Murphy’s μα η γεύση της δεν είναι όπως παλιά, δεν είναι όπως την θυμάμαι. Μου λείπεις πολύ ρε Θάνο…
Οι Dropcick Murphys (τους άφησα τελευταίους, ξέρεις γιατί…) μου τραγουδούν, καθώς σου γράφω, αυτά που μας ένωσαν: τραγούδια για ειλικρινείς φιλίες και αληθινές αγάπες, την θλίψη της μοναξιάς, την δύναμη της ελπίδας, τον πόνο της απουσίας την οδύνη της απώλειας, παραδόσεις και ιστορίες ανάμεσα σε παραμυθένια τοπία, μουντές πόλεις και βροχερούς δρόμους - όλα αυτά που σου άρεσε τόσο πολύ να περιγράφεις με νοσταλγία - μα αυτή την φορά, η μουσική τους είναι απίστευτα μελαγχολική. Το ποτήρι μου γεμίζει ασταμάτητα μα δεν μεθώ όσο γρήγορα επιθυμώ γιατί τα δάκρυα αραιώνουν το αλκοόλ παρατείνοντας το μαρτύριο. Σε φέρνω στο μυαλό μου με εκείνο το ταλαιπωρημένο μπλουζάκι με το Trooper των Maiden, σε ένα δωμάτιο με εκατοντάδες βιβλία τριγύρω σου, να γράφεις το δικό σου βιβλίο, πάντα σε τετράδιο, πάντα με μολύβι... Κουβαλώντας υπομονετικά μια αθόρυβη μοναξιά, αντιμέτωπος με τόσα προβλήματα, διαφωνώντας με ψυχολόγους (που χρειάζονταν ψυχολόγο!), δεν σταμάτησες ποτέ να υπομένεις και να ελπίζεις. Σε θυμάμαι να χαμογελάς με τις εμμονές μου και να θυμώνεις με τις δικές σου. Θυμάμαι να μου δωρίζεις βιβλία μόνο και μόνο γιατί ήσουν απόλυτα βέβαιος πως θα μου αρέσουν (εκείνο της Rowling το έχω διαβάσει ήδη 3 φορές), να φιλοσοφούμε για τις αλήθειες του Καζαντζάκη και του Λουντέμη, να μελετάμε τα μυστικά του Lovecraft και να θαυμάζουμε την ιδιοφυία του Tolkien, να κουβεντιάζουμε για το πόσο «εχθρική» είναι η Ελλάδα απέναντι στους νέους συγγραφείς μα να ονειρευόμαστε να εκδώσουμε κάτι δικό μας, να αποκωδικοποιούμε στίχους τραγουδιών και να ανταλλάσουμε ακούσματα, να παραγγέλνουμε μπύρες, μετά τον καφέ, γιατί η συζήτηση για τον Λειβαδίτη (δικό μου αγαπημένο) και τον Καβάφη (δικό σου αγαπημένο) είχε περάσει σε πιο βαθυστόχαστα πεδία, να μου μιλάς για κέλτικους θρύλους και παραδόσεις, να με μαθαίνεις ιστορία, να ανταλλάσουμε έντονες απόψεις περί θρησκείας, να μου δείχνεις αποσπάσματα από τα γραπτά σου, να βλέπουμε φωτογραφίες του πιτσιρικά καμαρώνοντας για τα επιτεύγματα του, να κάνουμε σχέδια για δικές μας επιχειρήσεις και να με βάζεις να βλέπω το βρετανικό dragon’s den για να «κλέψω» ιδέες. Σε θυμάμαι ρε Θάνο, έτσι όπως σε γνώρισα, όπως σε έμαθα, όπως σε ένιωσα… Ένας άνθρωπος παράξενος, ένας άνθρωπος ευαίσθητος, μα πάνω απ’ όλα, αληθινός. Γιατί έφυγες; Με ποιον θα μιλάω τώρα;
Κάθομαι μόνος και πίνω τον καφέ μου στην πλατεία κοιτάζοντας κρυφά τον κόσμο να με προσπερνά. Αναζητώ, περιμένω, ελπίζω... Βλέπω τους γνωστούς που γίνανε άγνωστοι και θυμάμαι που έλεγες πως κάποιοι όσο εύκολο το έχουν να σε βάλουν στην ζωή τους, τόσο πιο εύκολο το έχουν να σε βγάλουν. Χαζεύω όμορφα πιτσιρίκια να απολαμβάνουν την βραδινή τους έξοδο και χαμογελάω με θλίψη. Δύο πράγματα ζηλεύω πολύ στην εφηβεία: τα άφθονα περιθώρια για λάθη και την άγνοια του θανάτου. Είναι ευλογία να έχεις μπροστά σου όλη την ζωή και να μην το συνειδητοποιείς. Μερικές φορές βλέπω κάποιους που σου μοιάζουν πολύ και τότε παρασύρομαι από την εντύπωση πως όλα είναι ένα κακόγουστο αστείο, πως θα με δεις, θα χαμογελάσεις όπως έκανες πάντα σαν συναντιόμασταν, και θα έρθεις να καθίσεις δίπλα μου. Η εντύπωση διαλύεται γρήγορα για να επιστρέψει πάλι η σιωπή. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε κάποιους ανθρώπους η ζωή φέρεται τόσο άδικα, τι είναι αυτό που έκαναν και τους εκδικείται; Πίστευες στον Θεό, προσευχόσουν γιατί το είχες ανάγκη, ήθελες να υπάρχει κάτι να μπορείς να πιαστείς καθώς πνιγόμαστε, γιατί σου το έκανε αυτό; Γιατί δεν σου επέτρεψε να χαρείς την ζωή την στιγμή που έδειχνε να φτιάχνει; Μου λένε «πήγε σε καλύτερο μέρος…»… Όχι ρε φίλε, δεν συμφωνώ. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από το να βρίσκεσαι δίπλα σε όσους αγαπάς, σε όσους σε αγαπούν. Πες κάτι ρε συ… Διαφώνησε μαζί μου, διόρθωσε με, κάτσε να το αναλύσουμε, να αναζητήσουμε ελπίδα και ας μην καταλήξουμε κάπου. Μου λείπεις ρε φίλε… Σε πολλούς λείπεις, είμαι βέβαιος. Κουβεντιάζουν για εσένα, θυμούνται όμορφες στιγμές, χαμογελάνε, δακρύζουν. Όμως λείπεις και σε εμένα. Μόνο που εγώ δεν έχω άλλον να μοιραστώ αυτή την απώλεια εκτός από εσένα…
Γράφω μέρες αυτή την κατάθεση ψυχής και το αφήνω εδώ, που μπορεί να το διαβάσει οποιοσδήποτε (κυρίως άνθρωποι που δεν γνωρίζω), για να επιστήσω την προσοχή σε κάτι απλό που μπορεί όμως να γίνει καταδικαστικό: Μην αφήνουμε τον εγωισμό να κατασπαράζει την ψυχή μας, μην αφήνουμε πράγματα ανείπωτα, μην θυμώνουμε ή απομακρυνόμαστε από ανθρώπους που αγαπάμε. Δεν ξέρουμε πότε και αν, θα έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε ξανά, να τους μιλήσουμε. Ναι, ρε φίλε, αυτό ισχύει και για εσένα. Με έπιανε το παράπονο που δεν τολμούσες (αυτή ακριβώς είναι η λέξη που χρησιμοποίησες) να πεις όσα γνώριζες σε όσους, για να καλύψουν την αδιαφορία και υποκρισία τους, προσπαθούν να παραποιήσουν την εικόνα του άλλου. που δεν βγήκες μπροστά να προβάλλεις την αλήθεια εκεί που οργίαζε το ψέμα, αλλά ποτέ δεν σου είπα κάτι. Όμως πληγώθηκα όταν χάθηκες ξαφνικά ενώ γνώριζες πόσο σε χρειαζόμουν. Εσύ ό ίδιος επέμενες πως όλα μπορούν να λυθούν όταν υπάρχει διάλογος και κατανόηση, όταν μιλάμε ο ένας στον άλλο αντί ο ένας για τον άλλο. Έτσι δεν λέγαμε; Πώς να μην πληγωθώ όταν επέλεξες αργά να μου πεις για την χαρά σου, όχι όμως να την μοιραστείς; Αλλά οι ενοχές είναι πάλι δικές μου. Γιατί αυτό που δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι όλες αυτές τις μέρες, είναι πως ίσως εκείνη την φορά που αρνήθηκα επιδεικτικά την συνάντηση που επεδίωξες, ήθελες να μου μιλήσεις, να μου αποκαλύψεις τον πόνο σου. Και αυτό με σκοτώνει. Ξέρεις ρε φίλε, πόσο παιδάκι γίνομαι μερικές φορές. Ένα τόσο δα σπρώξιμο χρειαζόμουν, μια τόση δα επιμονή. Το ξέρεις πως ήθελα να σε δω. Το ξέρεις πως μου έλειπες. Το ξέρεις πόσο θα μου λείψεις…
Δεν μπορώ να σε αποχαιρετήσω. Δεν θα το κάνω. Ακόμα και εδώ που έρχομαι και σε βλέπω, έχω συχνά την εντύπωση πως βιώνω μια παραίσθηση. Ποιος είναι ρε μαλάκα, αυτός ο φλώρος στην φωτογραφία; Δεν μπορεί να είσαι εσύ. Ακόμα και η ηλικία σου, λάθος είναι. Δεν τα κλείσαμε ακόμα ρε συ, γιατί μας κόβουν την ψευδαίσθηση; Μόνο που με δυσκολεύεις λιγάκι γιατί είσαι πολύ κοντά σε άλλη μια απώλεια (που όσο κι αν με πόνεσε δεν μπόρεσα να την μοιραστώ) και δεν γίνεται να μην σας επισκέπτομαι και τους δύο. Άραγε τα λέτε; Γνωριστήκατε; Σου έχω πει τόσα πολλά που θα είναι σα να γνωρίζεστε χρόνια. Τι συμβαίνει ρε φίλε μετά; Υπάρχει κάτι; Θα τα ξαναπούμε; Δεν μπορώ να σε αποχαιρετήσω. Θέλω να μιλήσουμε, να αστειευτούμε, να δακρύσουμε όπως κάναμε κάποτε χωρίς ντροπή, χωρίς αμφιβολίες. Έτσι αληθινοί, όπως πρέπει να είναι οι φίλοι…
Εγώ, όπως σου είπα την τελευταία φορά που μιλήσαμε, ακόμα εδώ είμαι. Δεν έφυγα, δεν άλλαξα πόλη, συνοικία, όνειρα. Αν θες να με βρεις, στην πλατεία θα είμαι και θα πίνω το καφεδάκι μου. Σε περιμένω…
Θα κλείσω (προς το παρόν, γιατί νομίζω πως θα επανέρχομαι συχνά είτε να διορθώνω είτε να προσθέτω κάτι) με ένα αγαπημένο σου απόφθεγμα:
«Hope is when we feel the pain that makes us try again…»
Σε αγαπώ ρε φίλε...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....