Εκείνο το μουντό βροχερό μεσημεράκι ο ομοιοκατάληκτος φίλος
μου είχε μια διάθεση ρομαντικού ρεμβασμού, φλύαρης κουβεντούλας και χορταστικού
οφθαλμόλουτρου. Για αυτόν τον σκοπό επιλέξαμε εκείνη την καφετέρια που είχαν
άστοχα βαφτίσει «κύβοι ζάχαρης» και τώρα αποτελεί ένα τρέντυ
μπουζοκοεστιατόριο, όπου νεαρές κορασίδες μπορούν να λικνίζουν τα σφριγηλά
κορμιά τους σε ρυθμούς ποπ τσιφτετελιού επάνω στο τραπέζι που τρώει η παρέα
τους, ανάμεσα σε φιλετάκια μαριναρισμένα με σάλτσα κάστανου και σαλάτες με
πλιγούρι και μοναδικά ντρέσινγκ μαγιονέζας και φρούτων εποχής.
Θα πιάναμε ένα τραπέζι κοντά στην τεράστια τζαμαρία για να χαζεύουμε την βροχή, θα συζητούσαμε για όλα αυτά τα φαινομενικά αδιάφορα που μας κρατούσαν πάντα καθηλωμένους στις καρέκλες τουλάχιστον για 4 ώρες και παράλληλα θα ικανοποιούσαμε την παρορμητική μας τάση για μπανιστήρι αποδεχόμενοι την πικρή αλήθεια που ορίζει ότι μπορείς να κοιτάζεις αλλά δε μπορείς να αγγίζεις.
Το τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία δεν βρέθηκε (είχε πολύ κόσμο
εκείνη την ημέρα το μαγαζί), αλλά η βροχή δυνάμωνε και όσο δυνάμωνε τόσο
εξαφανιζόταν και η προοπτική του να μεταφερθούμε κάπου αλλού. Επιλέξαμε λοιπόν
ένα κεντρικό τραπέζι, δίπλα σε ένα πολύ ερωτευμένο ζευγαράκι που για κακή μας
τύχη είχαν επιλέξει εκείνο το τραπέζι που επιθυμούσαμε εμείς. Και όχι μόνο
εμείς! Παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας σε μια ψηλή ξανθιά που μας κοίταξε με
εκείνο το υπεροπτικά αδιάφορα βλέμμα του ανθρώπου που είναι πολύ βιαστικός για
να πει έστω και μια λέξη παραπάνω και πιάσαμε την κουβέντα ξεκινώντας από τα
βασικά. Εκείνη την εποχή φλέγον ζήτημα ήταν η αναζήτηση νέας ραδιοφωνικής
στέγης, το πότε όμως περάσαμε από τα fm στον Πανιώνιο και από τον Πανιώνιο στην πολιτική, δεν το
καταλάβαμε και ούτε είχε σημασία να το καταλάβουμε. Σημασία είχε να
κουβεντιάσουμε, να ανταλλάξουμε απόψεις και εμπειρίες, να αναλύσουμε, να
μελαγχολήσουμε που και αυτό το καλοκαίρι θα κοιτούσαμε το φεγγάρι από τα
μπαλκόνια μας και όχι από κάποια παραλία, να διαφωνήσουμε και τέλος, να
σταθούμε για λίγο, ως ευχάριστο διάλειμμα, στις μορφονιές που ασταμάτητα
πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε έχοντας στήσει εδώ και ώρα, μια νοητή πασαρέλα. Τέτοιες
στιγμές ξεχνάς ραδιόφωνα, φεγγάρια και πολιτικά λαμόγια για να επικεντρωθείς σε
γενετήσια ένστικτα και απολαυστικές συγκρίσεις.
Οι «Κύβοι Ζάχαρης», δημιούργημα εντυπωσιακής τηλεοπτικής
γυμνάστριας, φιλοξενούσαν στον ψυχρό χώρο τους όλη την ματαιοδοξία αρσενικών
και θηλυκών της περιοχής, που φάνταζαν σα να είχαν κάνει σκοπό της ζωής τους το
να τραβούν διαρκώς επάνω τους και με κάθε τρόπο, τα βλέμματα. Ήταν μεσημέρι,
εμείς φορούσαμε απλές φόρμες και καπελάκια, αλλά όλοι στο μαγαζί ήταν ντυμένοι
επίσημα και προκλητικά, λες και θα συμμετείχαν στο νέο μεγάλο πάρτυ του Χιου
Χέφνερ. Η κουβέντα λοιπόν στράφηκε αναπόφευκτα στα θηλυκά του χώρου, με τις
ανάλογες συγκρίσεις που πάντα είναι ανούσιες και μάταιες, για ευνόητους λόγους.
Η μια είχε εντυπωσιακότατο στήθος αλλά από μάπα δεν έλεγε τίποτα, η άλλη είχε
απίστευτα οπίσθια αλλά τεράστια μύτη, η επόμενη ήταν πανέμορφη αλλά από σώμα
αδιάφορη και πήγαινε λέγοντας… Την ουτοπική πραγματικότητα της πασαρέλας την
διασχίζουν πάντα υποψήφια θηράματα αλλά ποτέ δεν συναντάς το τέλειο. Οι αρετές
είναι οφθαλμοφανέστατες και αδιαμφισβήτητες εσύ όμως οφείλεις να εντοπίσεις το
κουσούρι! Οι ετυμηγορίες πάνε κι έρχονται αλλά ο κυνηγός που ζει με την
ψευδαίσθηση της επιλογής, ποτέ δεν συλλογίζεται την δική του κατάσταση. Γιατί σε
αυτά τα κυνήγια, μονάχα το θήραμα επιλέγει.
Όταν το μάτι χόρτασε προσωρινά και συνειδητοποιήσαμε χωρίς
να το παραδεχθούμε ο ένας στον άλλο, πως δεν θα μας την έπεφτε κάποια από το
πουθενά, επαναφέραμε την κουβέντα εκεί όπου έπρεπε να μείνει. Δεν προλάβαμε
όμως να πούμε και πολλά, γιατί ταυτόχρονα παρατηρήσαμε την ψηλή ξανθιά
σερβιτόρα να πλησιάζει προς το μέρος μας, έχοντας καταπιεί το υπεροπτικό της
ύφος και αντικαθιστώντας το με ένα πιο άβολο, σχεδόν πανικόβλητο. Δεν στάθηκε
σε εμάς, αλλά στο ζευγαράκι δίπλα μας που κάθονταν αγκαλιασμένοι και αμίλητοι
κοιτάζοντας έξω την βροχή.
«Συγνώμη…» τους είπε εισβάλλοντας στον μαγικό κόσμο όπου
είχαν αμίλητοι παρασυρθεί, επαναφέροντας τους απότομα στη νοσηρή πραγματικότητα
της συγκεκριμένης ματαιοδοξίας.
«Παρακαλώ…» είπε η κοπέλα. Ο σύντροφος της δεν μίλησε αλλά
κάρφωσε την ξανθιά με ένα βλέμμα που μαρτυρούσε πως γνώριζε οτι αυτή η επίσκεψη
δεν ήταν για καλό.
«Μήπως θα σας ήταν εύκολο να αλλάξετε τραπέζι;» ρώτησε
τρέμοντας η σερβιτόρα.
«Πως;» έκανε η κοπέλα.
«Μήπως θα σας ήταν εύκολο να αλλάξετε τραπέζι;» επανέλαβε εκείνη.
«Να… μπορείτε να καθίσετε εδώ…» συνέχισε δείχνοντας το τραπέζι μπροστά μας.
«Και γιατί να θέλουμε να αλλάξουμε τραπέζι;» την ρώτησε ο
σύντροφος της κοπέλας. Ο τύπος από γλυκό ρομαντικό πιτσουνάκι είχε μεταμορφωθεί
σε δολοφόνο σε πρόωρη σύνταξη που ανυπομονούσε να επιστρέψει στην ενεργό δράση.
«Να… ξέρετε…» τραύλισε η σερβιτόρα, «…θα έρθει ο Νίνο… και…»
«Ποιος θα έρθει;» φώναξε ο τύπος τόσο δυνατά όσο χρειαζόταν ώστε
να αναγκάσει όλο τον κόσμο να στραφεί προς το μέρος του.
«Ο Νίνο…» είπε η σερβιτόρα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Την
λυπήθηκα. Εμείς είχαμε καταλάβει τι συνέβαινε, ο τύπος όχι. Η ξανθιά που το
ύφος της πριν με ωθούσε να της ρίξω ένα ηχηρό χαστούκι, από εντυπωσιακή
ψηλομύτα είχε επιστρέψει σε αυτό που πραγματικά ήταν: ένα νεαρό κοριτσάκι χωρίς
αυτοπεποίθηση. Δεν έφταιγε όμως εκείνη για αυτή την κατάσταση. Προφανώς
εκτελούσε εντολές.
«Και ποιος είναι αυτός ο Νίνος;» ούρλιαξε ο τύπος.
«Δεν…δεν ξέρετε τον Νίνο;»
«Και γιατί να τον ξέρω;¨
«Ε…»
«Και γιατί πρέπει να σηκωθώ από το τραπέζι μου;»
«Γιατί…γιατί σε αυτό το τραπέζι… καθέται εκείνος…»
Ο κωμικοτραγικός σουρεαλισμός της όλης σκηνής κορυφώθηκε
όταν άνοιξε η πόρτα των «Κύβων Ζάχαρης» και εμφανίστηκε ο «διάσημος καλλιτέχνης».
Ήταν ντυμένος σαν τον Keanu Reeves στο «Matrix» και είχε μαζί του μια όμορφη κοπέλα με έντονα βαμμένα
μαύρα μαλλιά, που θύμιζε περισσότερο κατοικίδιο παρά κάποιο πιθανό ραντεβού. Έδειχνε
μάλιστα έτοιμη να το βάλει στα πόδια με την πρώτη ευκαιρία.
Ο τύπος δεν παρατήρησε το νεοεισελθόντα και συνέχισε να
ουρλιάζει:
«Αυτό είναι απαράδεκτο. Δεν έχεις το δικαίωμα να με σηκώσεις
από το τραπέζι μου και ούτε πρόκειται να το κάνω».
Η σερβιτόρα είχε το ύφος της πιτσιρίκας που μόλις την έπιασαν
να αυνανίζεται. Ντροπή, ταραχή, αμηχανία και χωρίς να ξέρει τι να κάνει στη
συνέχεια. Αναζήτησε κάτι με το βλέμμα της και αυτό το κάτι ανταποκρίθηκε τελικά
στο κάλεσμα της. Ήταν ο υπεύθυνος του καταστήματος και πλησίασε το τραπέζι
βηματίζοντας υπερβολικά αργά, για να δώσει προφανώς έμφαση στην στιγμή.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε, λες και δεν γνώριζε. Η φωνή του
ήταν δυνατή και ο τόνος της είχε κάτι το τελεσίδικο. Η όλη στάση του ήταν αυτή
του μονάρχη που ετοιμάζεται να δώσει οριστικό τέλος στα παράπονα για την
διακυβέρνηση του και όχι αυτή του σωστού επαγγελματία που σέβεται όσους
στηρίζουν την επιχείρηση του. Ήταν όλος από επάνω ως κάτω, η απόλυτη αηδία.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να με σηκώσετε από το τραπέζι…»
φώναξε το παλικάρι κοιτάζοντας στα μάτια τον υπεύθυνο. Δεν υπήρχε ίχνος φόβου η
δισταγμού στο βλέμμα του και τον θαύμασα γι’ αυτό.
«Εδώ όμως θα καθίσει ο κύριος Νίνο…» αποκρίθηκε ο υπεύθυνος
και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να τραβά τις καρέκλες για να κάνει δήθεν
χώρο ώστε να περάσει ο celebrity πελάτης. «Αυτό το τραπέζι είναι για αυτόν…» πρόσθεσε.
«Και γιατί δε μου το είπατε πριν παραγγείλω;» συνέχισε
φωνάζοντας το παλικάρι. Δεν πήρε απάντηση. Νομίζω πως γνώριζε εκ των υστέρων
πως δεν θα έπαιρνε απάντηση και προετοιμαζόταν ψυχολογικά για αυτό που σκόπευε
να κάνει στην συνέχεια. Για μια όμως τελευταία στιγμή αναζήτησε ένα ψήγμα
επαγγελματισμού η σεβασμού από τον υπεύθυνο, μήπως και κάτι άλλαζε. Αυτό όμως
δεν θα συνέβαινε ποτέ. Ο τύπος ήταν ένα κομμάτι κρέας ύψους 1.90 με
καλοχτενισμένα μαλλιά, αψεγάδιαστο πρόσωπο και χέρια πουπουλένια καθώς δεν
είχαν ασχοληθεί ποτέ με κάτι το χειρονακτικό. Ένας από αυτούς τους τύπους, που
τα καψωμένα χωρίς αυτοσεβασμό κοριτσάκια κωλοτρίβονται επάνω τους, είτε για να
έχουν μετά ελεύθερη είσοδο στα life style μπουρδέλα τους, είτε για να συμμετέχουν στις λίστες
«επιτυχιών» τους (4000).
Αυτό που ακολούθησε ήταν η απόλυτη ικανοποίηση όσων
παρακολουθούσαν αμέτοχοι την σκηνή. Το παλικάρι με μια ξαφνική κίνηση έδωσε μια
και πέταξε από το τραπέζι του όλα τα ποτήρια. Ο υπεύθυνος χέστηκε επάνω του και
έκανε αμέσως λίγα βήματα πίσω. Παράλληλα έκανε νεύμα σε έναν φουσκωτό πως είχε
έρθει η ώρα να αναλάβει εκείνος. Ο φουσκωτός πλησίασε βαστικά αλλά μόλις έφθασε
κοντοστάθηκε, γιατί εκείνη την στιγμή το παλικάρι κλωτσούσε τις καρέκλες,
σπάζοντας τες και πετώντας τες προς το μέρος μας. Ήταν εκτός εαυτού και αυτό
είχε φέρει σε αμηχανία υπεύθυνο και φουσκωτό. Όχι όμως και τον «καλλιτέχνη» που
για χάρη του είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Αυτός είχε το ύφος της σημαντικής
προσωπικότητας για την οποία είναι αναπόφευκτο μερικές φορές να συμβαίνουν
παρόμοια περιστατικά.
Το ξέσπαμα α λα Steven Seagal δυστυχώς δεν κράτησε πολύ. Ο
φουσκωτός έριξε όλη τη μεγαλειώδη μάζα του επάνω στο παλικάρι και κατάφερε να
τυλίξει τα τεράστια χέρια του γύρω από το κορμί του. Η κοπέλα του είχε κόκκινα
μάτια από τα δάκρυα που σχηματίζονταν κάτω από τα βλέφαρα της, αλλά ήταν εξίσου
περήφανη όσο το αμόρε της, ώστε να τους επιτρέψει να κυλήσουν. Προσπάθησε να
ελευθερώσει το παλικάρι από τα χέρια του «θηρίου», κάτι εντελώς ανούσιο αλλά
σαφέστατα αξιοπρεπές. Η μάχη είχε χαθεί αλλά οι ηττημένοι αν μη τι άλλο, έπεσαν
με το κεφάλι ψηλά.
Τους πέταξαν και τους δυο έξω.
«Ευτυχώς δεν πλήρωσαν» μου είπε ο ομοιοκατάληκτος και
γελάσαμε και οι δυο (από μέσα μας φυσικά γιατί το θηρίο παραμόνευε). Ο
υπεύθυνος ίσιωσε το ατσαλάκωτο πουκάμισο του σα να ήταν αυτός που «καθάρισε»
και έτρεξε να τραβήξει μια καρέκλα ώστε να καθίσει ο «καλλιτέχνης». Ο
ιπποτισμός του (το γλείψιμο πιο σωστά), επικεντρώθηκε μονάχα στην «διάσημη»
προσωπικότητα –που σαφώς ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που επισκεπτόταν τους
«Κύβους Ζάχαρης»- και όχι στην ασήμαντη συνοδό του. Και οι δυο όμως, celebrity και
κατοικίδιο, αποδέχθηκαν με χαρά τα σάλια του. Η σκηνή ήταν πιο σουρεαλ από
πριν. Συμπεριφέρονταν σα να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως!
Δεν υπήρχε περίπτωση να παραμείνουμε άλλο εκεί μέσα. Εκείνο
το βροχερό μεσημέρι σηματοδότησε την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στους «Κύβους
Ζάχαρης». Δεν καλέσαμε την σερβιτόρα. Αφήσαμε τα χρήματα (το ακριβές ποσό χωρίς
πουρμπουάρ) στο τραπέζι, σηκωθήκαμε φανερά δυσαρεστημένοι και με ύφος
υποτιμητικής αηδίας από τις θέσεις μας και κατευθυνθήκαμε βιαστικά προς την
έξοδο. Λίγο πριν βγούμε έξω, έριξα μια ματιά πίσω μου. Μετά λύπης μου
διαπίστωσα πως ήμασταν οι μόνοι που αντιδράσαμε έτσι. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν
επιστρέψει στα τραπέζια τους, συζητούσαν χαμογελαστοί ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στην «διασημότητα» και κάποιες κοπελιές τον είχαν ήδη πλευρίσει ζητώντας
προφανώς κάποιο αυτόγραφο. Γύρισα στον ομοιοκατάληκτο φίλο μου. Χαμογελούσε συγκαταβατικά,
με εκείνο το χαμόγελο κουρασμένης απόγνωσης που διακρίνεται μερικές φορές στο
πρόσωπο της Μόνα Λίζα. Δυσεύρετο πράγμα ο σεβασμός, αλλά ακόμα πιο δυσεύρετη
είναι η αξιοπρέπεια.
Βγήκαμε στον δρόμο. Η βροχή δεν είχε σταματήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Πες την γνώμη σου....