crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Το Τραπέζι


«Να ξέρεις…» είπε, «την αξία κάποιων τραπεζιών την καταλαβαίνουν μονάχα όσοι έχουν καθίσει γύρω του, στις καρέκλες του. Κανένας άλλος δεν μπορεί να ξέρει…»

Το τραπέζι ήταν πάντα εκεί, με ήλιο η βροχή, με κρύο ή ζέστη, στην ερημιά ή στην βαβούρα. Είτε το μαγαζί δούλευε είτε ήταν κλειστό, είτε με άλλα τραπέζια δίπλα του είτε μοναχό, ήταν πάντα εκεί, με τέσσερεις καρέκλες γύρω του να το αγκαλιάζουν. Πάντα στο κέντρο του ήταν τοποθετημένο ένα ψηλό ποτήρι από αυτά του νερού, με λίγα λουλούδια μέσα του.
    Εκείνη την ημέρα πέτυχα τον άνθρωπο την στιγμή που στόλιζε το τραπέζι με το αγαπημένο του αυτοσχέδιο βάζο.
    «Καλημέρα…» του είπα, όπως του έλεγα σχεδόν πάντα τον τελευταίο καιρό.
    «Καλημέρα…» απάντησε πρόσχαρα. «Πάλι εδώ, ε;»
    «Εδώ…» είπα, ελπίζοντας πως χαμογελούσα. «Αρχές του μήνα βλέπεις…»
    Τοποθέτησε το ποτήρι με τα λουλούδια στο τραπέζι και χωρίς να με κοιτάζει είπε:
    «Κάνε μια βόλτα μέχρι να κάνω ένα σκουπισματάκι, και έλα ξανά σε λίγο. Θα μας φτιάξω καφεδάκια. Τόσο καιρό βλεπόμαστε, δεν κάτσαμε ποτέ να τα πούμε. Σήμερα ο καιρός δεν είναι καλός και δεν θα ανοίξω το μαγαζί. Σήμερα όμως, χρειάζομαι λίγη παρέα…».
    Δεν τις δέχομαι εύκολα αυτές τις προσκλήσεις – προκλήσεις, όμως η δουλειά θα τέλειωνε αργά και δεν άντεχα άλλο να οργώνω ασταμάτητα την παραλία. Όσο όμορφο ήταν το θέαμα τόσο αφόρητες γίνονταν οι σκέψεις.
    «Τα λέμε σε λίγο…» του απάντησα και έκανα πως έπρεπε να κατευθυνθώ κάπου βιαστικά.

Δε νομίζω πως άργησα μα όταν επέστρεψα με περίμενε ήδη ο καφές. Όχι στο συγκεκριμένο τραπέζι, μα μπροστά στην είσοδο του μαγαζιού όπου ο άνθρωπος είχε στήσει δυο καρέκλες και ένα μικρό πάγκο. Κάθισα δίπλα του. Για λίγο δεν είπε κανείς μας κάτι, μόνο κοιτούσαμε την θάλασσα- πάντα υπέροχη. Μετά άρχισε εκείνος να μιλά - άσχετα πράγματα, κυρίως ερωτήσεις για την δουλειά μου και αδιάφορες πληροφορίες για την περιοχή. Όταν ήρθε –όπως κάνει διαρκώς σε τέτοιες περιπτώσεις- η σιωπή, αποφάσισα να ρωτήσω για το τραπέζι.
    «Περιμένει…» μου είπε. «Δεν ξεχνά, μόνο θυμάται και περιμένει. Φαντάζομαι πως θα περιμένει πάντα, όσο τουλάχιστον αντέχουν τα χέρια και τα πόδια μου να το στήνουν καθημερινά, εκεί στην αγαπημένη του γωνία …».
    Το πρόσωπο του σκεπάστηκε από κάτι που θύμιζε πίκρα. Κοίταξα τα μάτια του. Ήταν μάτια κουρασμένα, μάτια κυκλωμένα από ένοχη σκοτεινιά, και συνόδευαν ένα βλέμμα απόγνωσης, εκείνο το βλέμμα που προσπαθούν να κάνουν πρόσχαρο άνθρωποι στα πρόθυρα της κατάθλιψης.

«Κάποτε γινόταν χαμός σε αυτό εδώ το τραπέζι…» άρχισε να λέει και το βλέμμα του τώρα είχε εκείνη την γλυκόπικρη απόχρωση της αναπόλησης. «Φωνές, γέλια, τσακωμοί, πειράγματα… Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, όμως εγώ νομίζω πως ήμασταν μια ωραία παρέα. Παράξενη παρέα, συχνά αταίριαστη, αλλά ωραία. Νομίζω πως περνούσαμε καλά. Άλλοτε μιλούσαμε για πράγματα ασήμαντα και κοινά, για το ποδόσφαιρο, για την ιστορία, για την ζωή, για όσα τόλμησε και δεν τόλμησε κάποιος από εμάς. Κάποιες φορές οι συζητήσεις μας σοβάρευαν, έπαιρναν παράξενες στροφές, ψαγμένα πράματα για ανθρώπους με πολλά και άχρηστα για κάποιους, ενδιαφέροντα. Όταν μέναμε λίγοι και διαλεκτοί, επιχειρούσαμε εκμυστηρεύσεις, μιλούσαμε για όνειρα, για φιλοδοξίες, για εκείνα που νιώθαμε στις βασανισμένες καρδιές μας. Κυρίως όμως, τσακωνόμασταν…».
    Χαμογέλασε. Για λίγο δεν υπήρχα δίπλα του. Για λίγο βρισκόταν μαζί με αυτούς που αναπολούσε. Για λίγο έδειχνε χαρούμενος.
    «Τσακωνόμασταν…» συνέχισε. «Ανόητοι καβγάδες τις περισσότερες φορές, απλά για να επιβάλλουμε τις γνώμες μας ή να επιδείξουμε κάποια γνώση. Υγιή πράγματα όμως, από αυτά που δίνουν νόημα σε συζητήσεις και ζωντάνια στις παρέες. Νομίζω πως μέσα από όλη αυτή την φασαρία, ο καθένας μας προσπαθούσε να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν τολμούσε να εκφράσει και την ευκαιρία να κοντράρει μια άποψη την οποία δεν πίστευε ειλικρινά. Έπειτα γελούσαμε, πειράζαμε αυτούς που αμύνονταν και σχεδιάζαμε ουτοπικούς στόχους… Μερικές φορές, κάποιοι δοκίμαζαν κρυφές επικλήσεις βοήθειας, ήσαν όμως ψιθυριστές, άτολμες… Μάλλον ήταν από αυτά τα πράγματα που περιμένεις πως κάποιος που θεωρείς φίλο σου, θα τα καταλάβει…».

Η ημέρα, παρά την συννεφιά ήταν ζεστή και όσο πήγαινε ζέσταινε κι άλλο. Ίσως να καθάριζε και ο ουρανός και η περιοχή να φορούσε ξανά εκείνο το φωτεινό πέπλο της αποπλάνησης, εκείνο που στολίζει πρόσκαιρα την πραγματικότητα, όμως εκείνος ήταν φανερό πως δεν σκόπευε να λειτουργήσει σήμερα το μαγαζί του. Αν και μιλούσε σε εμένα, απευθυνόταν σε κάποιον άλλο. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα απολύτως τίποτα να του προσφέρω εκτός από να κάθομαι ήσυχα δίπλα του ως υποκατάστατο αυτού ή αυτών στους οποίους ήθελε πραγματικά να απευθυνθεί. Ίσως από την άλλη, απλά έβγαζε από μέσα του ένα μικρό κομμάτι από όσα κάθονταν βάρος ασήκωτο, στην ψυχή του.
    «Ναι, ήταν ωραία παρέα…» είπε μετά από μια μικρή διακοπή. «Όπως και εκείνη η άλλη, η παλιά. Άλλοτε μεγάλωνε, άλλοτε μίκραινε, αλλά πάντα διασκέδαζε. Τσιμπούσαμε μεζεδάκια, πίναμε ρακές και μπίρες, ακούγαμε μουσική και μιλούσαμε… Μέσα από αστεία, πειράγματα και υπονοούμενα, αλλά κυρίως αναμνήσεις, περνούσαμε όμορφα και έδειχνε ο ένας να νοιάζεται τον άλλο. Αυτή η παρέα άνθιζε τα βράδια όπως εκείνα τα νυχτολούλουδα με το μεθυστικό άρωμα και η σιωπή δεν την φόβιζε, αντίθετα τις έδινε το έρεισμα να συνεχίσει να υπάρχει. Δεν ξέρω αν υπήρχε ειλικρινή κατανόηση, αλλά δεν υπήρχε και αυτή η ηλίθια πεποίθηση πως ο καθένας μας εισπράττει αυτό που πιστεύει. Δεν αφήναμε κάποιον να βουλιάζει στη μοναξιά, δεν αφήναμε κάποιον να βασανίζει τον εαυτό του, μόνος του, σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο, δείχναμε έστω από υποχρέωση, ενδιαφέρον. Όταν μιλάς όλα είναι καλύτερα. Όλα διορθώνονται με την συζήτηση. Όλα λύνονται όταν μιλάμε ο ένας στον άλλο και όχι ο ένας για τον άλλο…».

Άνθρωποι και στιγμές. Όλα γύρω από ένα τραπέζι, να το κυκλώνουν όπως οι κύκλοι που κάνει η ζωή. Ήταν εκείνα που μερικές φορές είτε άθελα είτε ηθελημένα πετάμε στην φωτιά και μετατρέπονται σε στάχτες από τις οποίες κάτι επίμονα θέλει και πάλι να αναδυθεί. Εκείνα που κρατάμε μέσα μας ως αλήθεια και η ζωή αλλεπάλληλα επιχειρεί να καταστρέψει για να δοκιμάσει θαρρείς, τις αντοχές μας. Αρκεί να θυμάσαι για να είσαι αληθινός, αρκεί να πιστεύεις για να διώχνεις κάθε ανασφάλεια και αμφιβολία.

«Είναι η ζωή αυτό το τραπέζι…» είπε σα να είχε ακούσεις τις σκέψεις μου. «Μνήμες… Είναι χαρές και λύπες, δάκρυα και χαμόγελα. Είναι ταξίδια, είναι όνειρα, είναι επιθυμίες, είναι δισταγμοί, είναι παραπλάνηση, είναι αλήθεια. Δείχνει σιωπηλό, αλλά είναι απόδειξη που φωνάζει πως όσα θυμάσαι να υπάρχουν έχουν όντως υπάρξει. Μια σύνδεση με το χθες, ένα μνημείο του σήμερα…».

Ακολούθησε κι άλλη σιωπή. Όταν κατάλαβα πως δεν θα συνέχιζε τον μονόλογο του, αποφάσισα να ρωτήσω για το αυτοσχέδιο βάζο με τα λουλούδια.
    «Είναι για εκείνη…» απάντησε και ολόκληρο το πρόσωπο του φωτίστηκε. «Το λιγότερο και συνάμα το περισσότερο που μπορώ να κάνω για εκείνη…»
    Όσο φωτίστηκε το πρόσωπο του άλλο τόσο σκοτείνιασε απρόσμενα η μέρα. Ξανάρθαν τα σύννεφα, όπως έρχονται όλα εκείνα τα εμπόδια που δοκιμάζουν την καρδιά μας. Ξανάρθαν τα σύννεφα όπως έρχονται λόγια, πράξεις, ψέματα, εγωισμοί, παραστρατήματα, πόνοι, όλα αυτά που η μοίρα εμφανίζει ως αναπόφευκτες συμπλοκές με την πραγματικότητα. Ξανάρθαν τα σύννεφα με τον ίδιο τρόπο που έρχεται ο χειμώνας: για να δίνει αξία στην Άνοιξη.
    «Εκείνη σπάνια συμμετείχε σε ότι ψιθυρίζει αυτό το τραπέζι...» συνέχισε με ήρεμη, γλυκιά φωνή. «Εκείνη βρισκόταν και δεν βρισκόταν εκεί, γελούσε και δεν γελούσε, τσακωνόταν και δεν τσακωνόταν, μιλούσε και δεν μιλούσε…»
    «Πως γίνεται αυτό;» ρώτησα, αν και τώρα πια είμαι βέβαιος πως ήξερα την απάντηση. Απλά βιάστηκα να ρωτήσω, με τον ίδιο τρόπο που βιαζόμαστε να πούμε κάτι πριν αφήσουμε λίγες στιγμές στο μυαλό μας να το κατανοήσει.
    «Γιατί αυτό το τραπέζι, είναι εκείνη…» απάντησε.

Υποθέτω πως ακολούθησε περισσότερη συζήτηση ίσως και όχι, δεν θυμάμαι, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει (για εμένα τουλάχιστον) πως στον δρόμο της επιστροφής οδηγούσα με δεκάδες σκέψεις να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου σαν έντομα γύρω από μια λάμπα. Σκεφτόμουν πως όλοι έχουμε κάπου ένα παρόμοιο τραπέζι, αλλά το ξεχνούμε. Πως για αυτά τα τραπέζια είναι που χρειάζεται να δίνουμε μικρές και μεγάλες μάχες, για αυτά τα τραπέζια μας μιλά στα όνειρα η καρδιά, αυτά τα τραπέζια οφείλουμε να μην επιτρέπουμε στον καιρό ή τον χρόνο να τα ρημάζει.
    Αυτά τα τραπέζια, που την πραγματική τους αξία μπορούν να την καταλαβαίνουν μόνο εκείνοι που έχουν καθίσει στις καρέκλες τους. Κανένας άλλος.
    Και πως κάθε τέτοιο τραπέζι χρειάζεται τουλάχιστον δυο καρέκλες. Ένα τραπέζι με μία μόνο καρέκλα, είναι πάντα αδειανό…


©Notis 2019 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com